Η οικονομία της Ευρώπης έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ανθεκτική τις τελευταίες δεκαετίες λόγω της επέκτασης του μπλοκ προς τα ανατολικά και της ισχυρής ζήτησης για τα προϊόντα της από την Ασία και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αλλά καθώς η μακροχρόνια άνθηση της Κίνας τελειώνει και οι εμπορικές εντάσεις με την Ουάσιγκτον θολώνουν την εικόνα του διατλαντικού εμπορίου, οι μέρες της άνθησης έχουν τελειώσει.
Οι αντίξοες συνθήκες που σαρώνουν όλη την ήπειρο απειλούν με την τέλεια καταιγίδα το 2025, καθώς ο Τραμπ στρέφει το βλέμμα του στην Ευρώπη. Εκτός από την επιβολή νέων δασμών είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσει την απαίτησή του οι χώρες του ΝΑΤΟ είτε να φροντίσουν να πληρώσουν περισσότερα μετρητά για την άμυνά τους ή διαφορετικά θα χάσουν την αμερικανική προστασία.
Αυτό σημαίνει ότι οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, που ήδη παλεύουν να συγκρατήσουν τα αυξανόμενα ελλείμματα, θα αντιμετωπίσουν ακόμη μεγαλύτερες οικονομικές πιέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να δυσχεράνουν περαιτέρω το τοπίο.
Οι υφέσεις και οι εμπορικοί πόλεμοι μπορεί να έρχονται και να παρέρχονται, αλλά αυτό που κάνει αυτή τη συγκυρία τόσο επικίνδυνη για την ευημερία της ηπείρου έχει να κάνει με τη μεγαλύτερη άβολη αλήθεια όλων: η ΕΕ έχει γίνει μια έρημος καινοτομίας.
Η πάλαι ποτέ συνώνυμη της τεχνολογίας αιχμής σήμερα δεν έχει ούτε μία θέση μεταξύ των 15 ηλεκτρικών οχημάτων με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Εξάλλου, ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του για την ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης σημειώνει πως μόνο τέσσερις από τις 50 κορυφαίες εταιρείες τεχνολογίας στον κόσμο είναι ευρωπαϊκές, κάνοντας λόγο για «υπαρξιακή πρόκληση».
Η Λαγκάρντ έχει πει ότι η Ευρώπη υστερεί σε αναδυόμενες τεχνολογίες. Αυτή η εκτίμηση υποτιμάει την πραγματική διάσταση του προβλήματος που είναι ότι η Ευρώπη δεν βρίσκεται καν στο παιχνίδι αυτό.
Αλλά, και η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ έχει παραδεχτεί: «Ζούμε μια περίοδο ραγδαίων τεχνολογικών αλλαγών, που οδηγούνται ιδιαίτερα από την πρόοδο στην ψηφιακή καινοτομία και σε αντίθεση με το παρελθόν, η Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον στην πρώτη γραμμή της προόδου».
Κακή υποδομή
Με τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και τους Ρεπουμπλικάνους του να ελέγχουν και τα δύο σώματα του Κογκρέσου, η Ευρώπη είναι περισσότερο από ποτέ εκτεθειμένη στις ιδιοτροπίες της αμερικανικής εμπορικής πολιτικής.
Εάν ο Τραμπ πραγματοποιήσει την απειλή του να επιβάλει δασμούς έως και 20% στις εισαγωγές από την Ευρώπη, η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα υποστεί πλήγμα. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι οι ετήσιες εξαγωγές προς τις ΗΠΑ από την ΕΕ, ξεπερνούν σε αξία τα 500 δισ. ευρώ και δη σε αγροτικά προϊόντα.
Και, βέβαια, η πρόταση της προέδρου της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να αγοράσει η Ευρώπη περισσότερο αμερικανικό LNG άμα τη επανεκλογή του Τραμπ, που ερμηνεύτηκε ως προσπάθεια να ευχαριστήσει τον νέο αμερικανό πρόεδρο, μόνο στρατηγική δεν τη χαρακτηρίζει κανείς.
«Η αποτυχία των ηγετών της Ευρώπης να αντλήσουν μαθήματα από την τελευταία προεδρία Τραμπ επιστρέφει τώρα για να μας στοιχειώσει», δήλωσε στο Politico ο Κλέμενς Φουεστ, πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo.
Ο ίδιος, πάντως, εκτιμά ότι η επανεκλογή Τραμπ μπορεί να μη φέρνει μόνο κακά νέα για την Ευρώπη. Εάν, για παράδειγμα, υλοποιήσει τις εξαγγελίες του για μείωση των μεγάλων φορολογικών προνομίων για τους πλούσιους και για επιβολή νέων δασμών, ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ θα μπορούσε να εκτιναχθεί, οδηγώντας σε υψηλότερα επιτόκια. Αυτό θα ενίσχυε το δολάριο, κάτι που θα ωφελούσε τους ευρωπαίους εξαγωγείς.
Ο Τραμπ μπορεί επίσης να είναι ανοιχτός σε μια ευρύτερη εμπορική διαπραγμάτευση με την Ευρώπη για να αποφευχθεί εντελώς ένας νέος γύρος δασμών.
Ωστόσο, η γενική αίσθηση στην ευρωπαϊκή βιομηχανία δεν είναι θετική, βάσει της προϊστορίας του, τότε που το 2018 ο Τραμπ επέβαλε δασμούς στον ευρωπαϊκό χάλυβα και στο αλουμίνιο που παραμένουν σε ισχύ.
Οι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες ήδη προειδοποιούν ότι ένας νέος γύρος δασμών θα μπορούσε να αναζωπυρώσει τον πληθωρισμό και να υπονομεύσει θεμελιωδώς το παγκόσμιο εμπόριο.
Υποκείμενα προβλήματα
Όμως, ο Τραμπ είναι μόνο ένα σύμπτωμα πολύ βαθύτερων προβλημάτων.
Αν και η ΕΕ επικεντρώνεται στον Τραμπ και στο τι μπορεί να κάνει στη συνέχεια, όσον αφορά την οικονομία της Ευρώπης, δεν είναι αυτός το πραγματικό ζήτημα, αλλά η ίδια η οικονομική βάση της ένωσης.
Εάν η Ευρώπη είχε μια πιο σταθερή οικονομική βάση και ήταν πιο ανταγωνιστική με τις ΗΠΑ, ο Τραμπ δεν θα φάνταζε τόσο απειλητικός.
Ο βαθμός στον οποίο η Ευρώπη έχει χάσει έδαφος έναντι των ΗΠΑ όσον αφορά την οικονομική ανταγωνιστικότητα από την αλλαγή του αιώνα είναι εντυπωσιακός.
Το χάσμα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, για παράδειγμα, έχει διπλασιαστεί κατά ορισμένες μετρήσεις στο 30%, κυρίως λόγω της χαμηλότερης αύξησης της παραγωγικότητας στην ΕΕ.
Μεγάλο ζητούμενο επίσης είναι η καινοτομία. Για παράδειγμα, οι αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας ξοδεύουν δυο φορές περισσότερα από ό,τι οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Ενώ οι εταιρείες των ΗΠΑ έχουν σημειώσει άνοδο της παραγωγικότητας κατά 40% από το 2005, η παραγωγικότητα στην ευρωπαϊκή τεχνολογία έχει παραμείνει στάσιμη.
Αυτό το χάσμα είναι επίσης εμφανές στο χρηματιστήριο: ενώ οι αποτιμήσεις των αμερικανικών χρηματιστηρίων έχουν υπερτριπλασιαστεί από το 2005, οι αποτιμήσεις στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί μόλις κατά 60%.
Λοιπόν, η Ευρώπη δεν υστερεί απλώς σε αναδυόμενες τεχνολογίες, όπως είπε η Λαγκάρντ σε ομιλία της στο Παρίσι. Δεν είναι καν στο παιχνίδι, υποστηρίζει το Politico, που θυμίζει ότι ένας από τους πυλώνες της Στρατηγικής της Λισαβόνας, το «αποφασιστικό άλμα στις επενδύσεις για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, την έρευνα και την καινοτομία» στέφθηκε με παταγώδη αποτυχία. Περίπου 25 χρόνια μετά, η Ευρώπη όχι μόνο απέτυχε σε σχέση με τον στόχο της, αλλά έχει μείνει πολύ πίσω από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Η Ευρώπη δεν πέτυχε ποτέ καν τον στόχο της να δαπανήσει το 3% του ΑΕΠ της στην Ε&Α, τον κύριο μοχλό της οικονομικής καινοτομίας.
Ακόμη και τα πανεπιστήμια που θα μπορούσαν να γίνουν φυτώρια καινοτομίας, υστερούν σημαντικά: από τα κορυφαία παγκόσμια πανεπιστήμια που αξιολογήθηκαν από τους Times Higher Education, μόνο ένα ίδρυμα της ΕΕ κατατάχθηκε στα κορυφαία 30, οριακά. Στην 30η θέση. Το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου.
Οι επενδύσεις της Ευρώπης στην Ε&Α «δεν είναι απλώς πολύ μικρές, αλλά ένα σημαντικό ποσό ρέει σε λάθος τομείς», είπε ο Φουέστ του Ifo.
«Βρόμικο μυστικό»
Σκαλίζοντας κανείς το θέμα, δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στη Γερμανία. Το «βρόμικο μικρό μυστικό» των ευρωπαϊκών δαπανών Ε&Α, όπως γράφει το Politico, είναι ότι οι μισές προέρχονται από τη Γερμανία. Και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επένδυσης διοχετεύεται έναν τομέα: στην αυτοκινητοβιομηχανία.
Αν και αυτό μπορεί να φαίνεται προφανές δεδομένου του μεγέθους του κλάδου (τα ετήσια έσοδα της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας είναι σχεδόν μισό τρισεκατομμύριο ευρώ), δεν είναι ο κλάδος ο οποίος θα φέρει τα περισσότερα χρήματα. Και αυτό επειδή οι καινοτομίες στον τομέα του αυτοκινήτου είναι σαν να επανεφευρίσκουν τον τροχό, αντί να εφεύρουν εντελώς νέα προϊόντα, όπως ένα iPhone ή το Instagram, που θα άνοιγαν μια εντελώς νέα αγορά.
Αν και η Ευρώπη αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40% των παγκόσμιων δαπανών Ε&Α στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, οι περίφημες αυτοκινητοβιομηχανίες της Γερμανίας κατάφεραν να χάσουν το τρένο της ηλεκτροκίνησης. Κραυγαλέα απόδειξη η δίνη στην οποία έχουν περιέλθει οι γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες με κορυφαία την περίπτωση της VW που ανακοίνωσε μέχρι και κλείσιμο εργοστασίων.
Η κυριαρχία της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας κινδυνεύει λόγω της απροθυμίας της να επενδύσει σε ηλεκτρικά οχήματα αφήνοντας πεδίο δόξης λαμπρό σε ανταγωνιστές όπως η Tesla και μια σειρά από κινεζικές εταιρείες.
Και η κρίση στη δύναμη πυρός της γερμανικής οικονομίας είναι μόνο μια πλευρά του προβλήματος, αν όχι η κορυφή του παγόβουνου. Ταυτόχρονα η χώρα έχει να αντιμετωπίσει μια σειρά από άλλες περίπλοκες προκλήσεις με μεγαλύτερη τη γήρανση των εργαζομένων υψηλής εξειδίκευσης.
Όσοι ήλπιζαν ότι η μεγάλη εισροή προσφύγων τα τελευταία χρόνια θα έλυνε ως έναν βαθμό το πρόβλημα αδιαψεύστηκαν, καθώς μόνο λίγοι από τους πρόσφυγες έχουν τις απαραίτητες δεξιότητες για να αναλάβουν θέσεις εργασίας μηχανικών υψηλών προδιαγραφών και άλλες τεχνικές θέσεις που πρέπει να καλύψουν οι γερμανικές εταιρείες.
Χωρίς εναλλακτικές
Το εκτόπισμα της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις άλλες χώρες – μέλη. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, όπου επίσης λειτουργούν γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες.
Και, αυτό που κάνει την κρίση στην αυτοκινητοβιομηχανία της Γερμανίας τόσο δυσεπίλυτη για την Ευρώπη είναι ότι η ήπειρος δεν έχει κάτι άλλο ως αντίβαρο.
Και εδώ, η αντίθεση με τις ΗΠΑ είναι έντονη.
Το 2003, οι μεγαλύτερες δαπάνες για Ε&Α στις ΗΠΑ ήταν η Ford, η Pfizer και η General Motors. Είκοσι χρόνια αργότερα, είναι η Amazon, η Alphabet (Google) και η Meta (Facebook).
Δεδομένου του πόσο κυρίαρχοι είναι αυτοί οι παίκτες και η υπόλοιπη Silicon Valley στον κόσμο της τεχνολογίας, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς η ευρωπαϊκή τεχνολογία θα μπορούσε να καλύψει τη διαφορά.
Οι νεοφυείς επιχειρήσεις στις ΗΠΑ γενικά χρηματοδοτούνται μέσω κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου. Αλλά η δεξαμενή επιχειρηματικών κεφαλαίων στην Ευρώπη είναι ένα κλάσμα αυτού που είναι στις ΗΠΑ.
Η απουσία χρηματοδοτικών κεφαλαίων για έρευνα και καινοτομία στον κλάδο του αυτοκινήτου και στην IT αφήνει άπλετο χώρο στους κινέζους. Και τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα λόγω των πολύ χαμηλότερων τιμών που εξασφαλίζουν ακόμα μεγαλύτερα μερίδια για την Κίνα στην παγκόσμια αγορά.
Στρουθοκαμηλισμός
Και ενώ για να αντιμετωπιστούν όλα αυτά θα μπορούσε κανείς να περιμένει μια ευρεία ατζέντα μεταρρυθμίσεων, τίποτα τέτοιο δεν διαφαίνεται, γεγονός το οποίο το Politico αποδίδει στο ότι οι Ευρωπαίοι δεν νιώθουν ακόμη αρκετή πίεση, κυρίως λόγω των «γενναιόδωρων», όπως τα χαρακτηρίζει, κοινωνικών πολιτικών.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, όμως, στη Γαλλία, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Γιατί, με ένα έλλειμμα της τάξης του 6% φέτος και 7% το 2025 θα δυσκολευτεί να συντηρήσει το κράτος πρόνοιας.
Όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο συντάκτης, εάν οι οικονομικές τύχες της Ευρώπης δεν αντιστραφούν σύντομα, αυτές οι χώρες θα αντιμετωπίσουν ορισμένες δύσκολες αποφάσεις —όπως ακριβώς έκανε η Ελλάδα το 2010— καθώς το κόστος δανεισμού τους θα αυξηθεί.
Το πιθανό αποτέλεσμα είναι μια ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής, όπως βίωσε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους, δημιουργώντας χώρο για λαϊκιστές.
Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη σε πολλές χώρες, με πιο ανησυχητική τη Γαλλία.
Άραγε θα έχουν ακόμη χρόνο οι Ευρωπαίοι όταν βρεθούν μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα…;
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Μια ανάσα από τη δημοσιονομική παράλυση oι ΗΠΑ (tweet)