Γιατί ο Τραμπ και ο Μασκ πυροδοτούν παγκόσμιες γεωπολιτικές εντάσεις

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και ο στενότερος συνεργάτης του, Έλον Μασκ έχουν κάνει πολυάριθμες δηλώσεις που έχουν αναζωπυρώσει τη διαμάχη για ζητήματα κρίσιμης γεωπολιτικής και οικονομικής σημασίας

Πρώτα ο Καναδάς, μετά η Διώρυγα του Παναμά και τώρα η Γροιλανδία – ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ προκαλεί εκνευρισμό σε όλο τον κόσμο ακόμη και πριν αναλάβει επίσημα τα καθήκοντά του.

Το τελευταίο αντικείμενο του πόθου του είναι η Γροιλανδία -το μεγαλύτερο νησί στον κόσμο- σε μεγάλο βαθμό αυτόνομα διοικούμενο, αλλά ανήκει στη Δανία .

«Για το συμφέρον της εθνικής ασφάλειας και ελευθερίας στον κόσμο, οι Ηνωμένες Πολιτείες πιστεύουν ότι η ιδιοκτησία και ο έλεγχος της Γροιλανδίας είναι απόλυτη αναγκαιότητα», έγραψε ο Τραμπ στην ηλεκτρονική πλατφόρμα που συνίδρυσε, Truth Social. Δεν διευκρίνισε βέβαια, πώς πρέπει να γίνει αυτό.

Για τον σκοπό αυτό ονόμασε τον νέο πρεσβευτή των ΗΠΑ στη Δανία: Ο Κεν Χάουρι- συνιδρυτής του αμερικανικού παρόχου υπηρεσιών πληρωμών Paypal και πρώην επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής των ΗΠΑ στη Σουηδία κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ.

Εκείνη την εποχή, ο Ρεπουμπλικανός πρόεδρος ήθελε να αγοράσει το νησί με τους περίπου 56.000 κατοίκους του για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η κυβέρνηση της Κοπεγχάγης αρνήθηκε ευγενικά αλλά σθεναρά.

Αντιδράσεις υπάρχουν βέβαια και τώρα: «Η Γροιλανδία είναι δική μας. Δεν είμαστε προς πώληση και δεν θα είμαστε ποτέ προς πώληση», δήλωσε ο επικεφαλής της κυβέρνησης της αυτοδιοικούμενης περιοχής, Μούτε Εγκεντε.

Η Γροιλανδία έχει μεγάλη στρατηγική σημασία από πολλές απόψεις: Από τη μια πλευρά, οι ΗΠΑ διατηρούν εκεί μια στρατιωτική βάση, η οποία είναι γεωστρατηγικά εξαιρετικά σημαντική λόγω της γειτνίασης με τη Ρωσία.

Η πρόταση Τραμπ αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη σημασία της Αρκτικής, τόσο για τους τεράστιους φυσικούς της πόρους, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, όσο και για τον στρατηγικό έλεγχο των εμπορικών οδών που ανοίγονται λόγω της τήξης των πάγων. Ο Τραμπ υποστήριξε ότι μια τέτοια εξαγορά θα έφερνε τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πλεονέκτημα έναντι άλλων παγκόσμιων δυνάμεων, όπως η Κίνα και η Ρωσία, που ήδη επενδύουν σε μεγάλο βαθμό στην περιοχή. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, χαρακτήρισε το έδαφος της Δανίας «στρατηγικά κρίσιμο για το μέλλον των Ηνωμένων Πολιτειών», προσθέτοντας ότι «οι χώρες που δεν εκμεταλλεύονται τους φυσικούς πόρους τους απλώς χάνουν ευκαιρίες». Ένα σχόλιο που πυροδότησε ειρωνικές αλλά και ανησυχητικές αντιδράσεις από τη Δανία και διεθνείς παρατηρητές.

Η Διώρυγα του Παναμά

Ο Τραμπ προβάλλει επίσης, εδαφικές διεκδικήσεις σε μια άλλη περιοχή του κόσμου που είναι επίσης υψηλής στρατηγικής σημασίας: Στη διώρυγα του Παναμά, που κάποτε κατασκευάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τις ΗΠΑ. Η Διώρυγα από την οποία διέρχονται σήμερα έως και 14.000 πλοία ετησίως, επεστράφη από τις ΗΠΑ στον Παναμά μαζί με τη γύρω περιοχή το 1999 μετά από διμερή συμφωνία του 1977. Συνδέει τον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό και αντιπροσωπεύει μια από τις σημαντικότερες εμπορικές αρτηρίες στον κόσμο, διευκολύνοντας τη διέλευση εμπορευμάτων, μειώνοντας δραστικά τους χρόνους μεταφοράς. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στην κατασκευή και τη διαχείριση της Διώρυγας μέχρι το 1999, μπορούσαν να ασκήσουν διπλωματική ή οικονομική πίεση για να εξασφαλίσουν συνεχή επιρροή, ειδικά σε ένα πλαίσιο ανταγωνισμού με την Κίνα και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις για τον έλεγχο των κύριων εμπορικών οδών .

Ο Τραμπ χρησιμοποίησε αιχμηρά λόγια για να επιτεθεί στην κυβέρνηση του Παναμά επειδή φέρεται να χρεώνει υπερβολικά υψηλούς δασμούς διέλευσης σε αμερικανικά πλοία που διέρχονται από τη Διώρυγα.

«Γελοία υψηλοί φόροι χρεώνονται από τον Παναμά» έγραψε ο Τραμπ στο Truth Social: «Εάν οι ηθικές και νομικές αρχές αυτής της γενναιόδωρης χειρονομίας δεν τηρηθούν, θα απαιτήσουμε να μας επιστραφεί η Διώρυγα του Παναμά πλήρως».

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Τραμπ προειδοποίησε για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας, η οποία εκμεταλλεύεται στην πραγματικότητα δύο λιμάνια της διώρυγας τόσο στην είσοδο του Ειρηνικού όσο και στον Ατλαντικό.

Ο πρόεδρος του Παναμά Χοσέ Ραούλ Μουλίνο αντιτάχθηκε ξεκάθαρα στο αίτημα του βορειοαμερικανού ομολόγου του: «Κάθε τετραγωνικό μέτρο της διώρυγας του Παναμά και της γύρω περιοχής ανήκει στον Παναμά και θα συνεχίσει να είναι».

Οι ειδικοί του διεθνούς δικαίου συμφωνούν ότι ο Τραμπ δεν έχει τη δυνατότητα  νομικής προσφυγής. Αυτό ισχύει και για μια άλλη ιδέα που σκέφτηκε πρόσφατα ο νέος πρόεδρος. Μίλησε αρκετές φορές για την ενσωμάτωση του γειτονικού Καναδά στις ΗΠΑ ως το 51ο ομοσπονδιακό κράτος. Στο τέλος της ημέρας, δεν ήταν ξεκάθαρο αν το εννοούσε ως αστείο – ή όχι.

Αμερική, η «πρωτεύουσα» του κόσμου

Όπως λέει ο Τζούλιο Τρεμόντι, πρώην υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας στο  βιβλίο του «Mundus Furiosus», «βρισκόμαστε σε έναν πολύ μπερδεμένο κόσμο», λόγω και του ρόλου που θα παίξει ο Ντόναλντ Τραμπ.

«Ας πούμε ότι ο Τραμπ θέλει είναι ο ηγέτης σε αυτή τη φάση, να είναι το προϊόν και πιθανότατα  και ο παραγωγός. Ερμηνεύει τέλεια την εποχή που ζούμε. Από οικονομικής πλευράς, η νέα κυβέρνηση Τραμπ θα κάνει λίγο πολύ τα ίδια πράγματα με την προηγούμενη εντολή: μεγάλη απορρύθμιση. Θέλει να επαναπατρίσει στην Αμερική την πρωτεύουσα του κόσμου».

Τις τελευταίες εβδομάδες, ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και ο στενότερος συνεργάτης του, Έλον Μασκ έχουν κάνει πολυάριθμες δηλώσεις που έχουν αναζωπυρώσει τη διαμάχη για ζητήματα κρίσιμης γεωπολιτικής και οικονομικής σημασίας, με τοποθετήσεις που εγείρουν ερωτήματα για το μέλλον των διεθνών σχέσεων και του δημόσιου διαλόγου.

Μια άλλη ευρέως συζητημένη πρόταση του Τραμπ αφορά την αύξηση των αμυντικών δαπανών από τα μέλη του ΝΑΤΟ στο 5% του ΑΕΠ. «Αν θέλουμε ένα ισχυρό ΝΑΤΟ, όλοι πρέπει να συνεισφέρουν εξίσου», είπε ο Τραμπ. Μια θέση που ξεπερνά την κλασική ποσόστωση του 2% και που κινδυνεύει να επιδεινώσει τις εντάσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους.

Ο Έλον Μασκ, μάλιστα, έκανε μια σειρά από παρεμβάσεις σε εσωτερικά ζητήματα της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χρησιμοποιώντας όπως πάντα την κοινωνική πλατφόρμα Χ για να ενισχύσει το μήνυμά του.

Σε μια ανάρτηση που έκανε το γύρο του διαδικτύου, ο Μασκ επέκρινε τις ιταλικές πολιτικές διαχείρισης της εργασίας, αποκαλώντας τις «εμπόδιο στην καινοτομία». Ειδικότερα, μίλησε για ακαμψία των κανόνων για τις μόνιμες συμβάσεις και την υπερβολική γραφειοκρατία που επιβραδύνει τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. «Αν η Ιταλία θέλει να ανταγωνιστεί, πρέπει να απλοποιήσει τους κανόνες και να δώσει κίνητρα για επιχειρηματικά κεφάλαια», πρόσθεσε ο Μασκ. «Εάν δεν ενθαρρυνθούν οι νεοφυείς επιχειρήσεις και η ευελιξία, η Ιταλία θα συνεχίσει να χάνει ταλέντα», είπε, προκαλώντας μια εκρηκτική απάντηση από Ιταλούς πολιτικούς, οι οποίοι τον προέτρεψαν να επικεντρωθεί στις συνθήκες εργασίας στις εταιρείες του.

Επίθεση στη Γερμανία και στην ΕΕ

Όχι λιγότερο διχαστική ήταν η παρέμβασή του Μασκ στο γερμανικό σχέδιο ενεργειακής μετάβασης. Ο Μασκ χαρακτήρισε το χρονοδιάγραμμα του έργου για την εγκατάλειψη του άνθρακα έως το 2038 «μη ρεαλιστικό», λέγοντας ότι η Γερμανία πρέπει «να επιταχύνει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά χωρίς να διακυβεύεται η σταθερότητα του δικτύου». Τα λόγια του βρήκαν απήχηση μεταξύ των Γερμανών βιομηχάνων, αλλά τροφοδότησαν και την κριτική από περιβαλλοντολόγους. Σε συνδυασμό μάλιστα με την άποψη που διατύπωσε πώς μόνο η Ακροδεξιά AfD «μπορεί να σώσει τη Γερμανία», ο Μασκ ήδη έχει προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων.

Τέλος, ο Μασκ προχώρησε σε ευθεία επίθεση στην ΕΕ, επικρίνοντας τους νέους κανονισμούς για το ψηφιακό περιεχόμενο και την τεχνητή νοημοσύνη, ως «υπερβολικά περιοριστικούς». Αναφέρθηκε στον Νόμο για τις Ψηφιακές Υπηρεσίες (DSA) και τον Κανονισμό για την Τεχνητή Νοημοσύνη, υποστηρίζοντας ότι οι κανόνες για τη διαφάνεια του περιεχομένου κινδυνεύουν να καταπνίξουν την καινοτομία. «Αυτοί οι κανονισμοί καθιστούν δυσκολότερο για τις ευρωπαϊκές νεοσύστατες επιχειρήσεις να ανταγωνιστούν παγκοσμίως», είπε, προσθέτοντας ότι «οι μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας μπορούν να αντέξουν οικονομικά να προσαρμοστούν, αλλά το τίμημα θα πληρωθεί από το ευρωπαϊκό τεχνολογικό οικοσύστημα». «Αν η Ευρώπη θέλει να είναι ανταγωνιστική, πρέπει να σταματήσει να εμποδίζει τις εταιρείες τεχνολογίας», πρόσθεσε, ανοίγοντας ένα νέο μέτωπο για συζήτηση σχετικά με τη σχέση μεταξύ καινοτομίας και ρύθμισης.

Πηγή: naftemporiki.gr

Διαβάστε επίσης: ΗΠΑ: Ρεκόρ κερδών για τις τράπεζες – Στις Big 4 η μερίδα του λέοντος στην αγορά

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ