Χτυπημένο το σπίτι, καλά τα θεμέλια

Το ισοζύγιο πληρωμών δεν μπορεί ες αεί να καλύπτεται μέσα από διεθνή δανεισμό, είτε του δημοσίου είτε του ιδιωτικού τομέα.

Του Μιχάλη Περσιάνη*

Ο κλονισµός της ζήτησης και οι αναταραχές στην παραγωγή που σηµάδεψαν την τελευταία διετία, αφήνουν την οικονοµία µε κάποια από τα συµπτώµατα µιας παραδοσιακής οικονοµικής κρίσης. Καταγράφονται, δηλαδή, πληθωριστικές πιέσεις, αύξηση του δηµόσιου χρέους, πιστωτική συρρίκνωση, επιδείνωση της εισοδηµατικής ανισότητας και αύξηση του εµπορικού ελλείµµατος.

Οι µηχανισµοί που προκάλεσαν αυτά τα συµπτώµατα έχουν ουσιαστικές διαφορές από εκείνους µιας πιο «συνηθισµένης» κρίσης (δηµοσιονοµικής, νοµισµατικής, τραπεζικής, χρέους ή πληρωµών), αλλά η γκάµα των οικονοµικών θεραπειών είναι εν πολλοίς η ίδια.

Η Κύπρος στάθηκε τυχερή µε την έγκαιρη εισαγωγή του ΓεΣΥ πριν από την κρίση της πανδηµίας, αφού διασφάλισε µια πιο οµαλή διαχείριση των δαπανών από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ συνέβαλε και στην οµαλότερη διαχείριση της πανδηµίας από τους κρατικούς φορείς. Η δηµοσιονοµική ευρωστία επέτρεψε επίσης την εκµετάλλευση των χαλαρώσεων στους δηµοσιονοµικούς κανόνες της ΕΕ και τη στήριξη των πολιτών και της παραγωγής από το κράτος, συγκρατώντας έτσι την εγχώρια ζήτηση.

Ωστόσο, παραµένουν ανοικτά πολλά ζητήµατα στην οικονοµία.

Η εισοδηµατική ανισότητα πρέπει να θεωρείται ως σοβαρό µακροοικονοµικό και δηµοσιονοµικό ζήτηµα, καθώς επηρεάζει τόσο τη συνολική ζήτηση στην οικονοµία όσο και την κατανάλωση, ενώ η κοινωνική ειρήνη που πρέπει να επιδιώκεται αποτελεί κατά κάποιο τρόπο και «επένδυση υποδοµής» για την απόδοση της οικονοµίας. Τα κοινωνικά ζητήµατα, γενικότερα, δεν πρέπει να αντιµετωπίζονται πλέον σαν παρεµφερή ως προς την επίδοση της οικονοµίας.

Την ίδια στιγµή, η συνεχής διάβρωση της µεσαίας τάξης φθείρει σηµαντικές δοµές της οικονοµίας, τόσο στην απασχόληση, την παραγωγή και την προστιθέµενη αξία, όσο και στην de facto αναδιάταξη της φορολογικής βάσης του κράτους.

ΣΕ ΚΑΛΗ ΠΟΡΕΙΑ, ΜΕ ΕΜΠΟ∆ΙΑ

Οι εξωγενείς πληθωριστικές πιέσεις, όπως και στην υπόλοιπη διεθνή οικονοµία, επιδεινώνουν τις αναταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα και στην παραγωγή. Σε γενικές γραµµές, οι κεντρικοί τραπεζίτες εκτιµούν πως αυτές οι πιέσεις θα είναι προσωρινές και θα αποκλιµακωθούν. Σε µεγάλο βαθµό, αυτή η εκτίµηση φαίνεται να συνάδει µε όλα τα δεδοµένα που έχουµε µπροστά µας και που σχετίζονται εν πολλοίς µε την έξοδο από τις πρώτες φάσεις της πανδηµίας.

Χρειάζεται ωστόσο µεγάλη προσοχή, διότι υπάρχουν τοµείς όπου ευρύτερες διαρθρωτικές στρεβλώσεις δηµιουργούν βαθύτερα ζητήµατα. Σηµαντική τέτοια περίπτωση είναι εκείνη των ορυκτών καυσίµων, όπου η αναταραχή στην προσφορά δεν σχετίζεται µόνο µε την πανδηµία. Υφίστανται, ταυτόχρονα, και περιορισµοί στην παραγωγή, οι οποίοι δεν αναµένεται πως θα ανατραπούν – για παράδειγµα στο σχιστολιθικό αέριο. Επιπλέον, οι αγορές έχουν αρχίσει να σπεκουλάρουν στο πετρέλαιο, επιδεινώνοντας τις κακές επιλογές στην κατανοµή πόρων και δηµιουργώντας τις συνθήκες για µια αγορά καυσίµων µε µεγάλες διακυµάνσεις. Υπάρχουν, έτσι, ενδείξεις πως µια δυνητική αποκλιµάκωση στις τιµές παραγωγής θα είναι µόνο µερική και σταδιακή, ενώ οι αυξοµειώσεις στις τιµές µπορεί να γίνουν ακόµα πιο ακανόνιστες και απρόβλεπτες.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Ένα από τα µεγάλα στοιχήµατα του 2022 θα είναι ο τρόπος αντιµετώπισης των υψηλών απαιτήσεων που έχουν πλέον τεθεί σε σχέση µε το περιβάλλον και τη βιωσιµότητα. Η περιβαλλοντική πολιτική αποτελεί µεν µεγάλη επένδυση για το µέλλον, έχει όµως υψηλό αρχικό κόστος. Οι περιβαλλοντικές επιλογές είναι σε βάθος χρόνου, σχεδόν εξ ορισµού, πιο οικονοµικές – στο κάτω-κάτω, αφορούν µειωµένη χρήση πόρων για την ίδια, ή µεγαλύτερη, παραγωγή.

Το αρχικό κόστος, όµως, είναι ταυτόχρονα ιδιαίτερα υψηλό. Οι πολιτικές που ακολουθούνται σε Βρυξέλλες και Λευκωσία είναι ορθόδοξες και θεµιτές. Ωστόσο, το µεγάλο στοίχηµα δεν θα είναι µόνο η απορρόφηση κονδυλίων που έχουν ως αφετηρία τις Βρυξέλλες, αλλά η σωστή αξιοποίησή τους µε σκοπό το όφελος να µην είναι παροδικό και βραχύβιο.

Η ίδια γκάµα πολιτικών –ανάµεσά τους το ΣΑΑ, το πρόγραµµα NextGeneration και το πρόγραµµα για την προσέλκυση εταιρειών– αποτελεί κλειδί για την επιδιόρθωση των µακροοικονοµικών και κοινωνικών ρωγµών που έχουν εµφανιστεί τα τελευταία χρόνια, τόσο λόγω της πανδηµίας όσο και λόγω των νέων πραγµατικοτήτων στο περιβάλλον και στις απαιτήσεις των πολιτών.

Ένα παράπλευρο όφελος τέτοιων προγραµµάτων θα είναι όχι µόνο η στήριξη της απασχόλησης και της εισοδηµατικής ισότητας στην κοινωνία, αλλά και η ενίσχυση του βασικού εργοδότη και µεγαλύτερου συνεισφορέα στην ανάπτυξη, των µικροµεσαίων επιχειρήσεων και της παραγωγικής µεσαίας τάξης.

 

ΣΤΟΙΧΗΜΑ Η ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ

Γι’ αυτό και η εφαρµογή προγραµµάτων όπως τα πιο πάνω θα είναι καθοριστική για την πορεία της Κύπρου απέναντι στις προκλήσεις που έχουν ήδη βρεθεί µπροστά µας. Ήδη, για παράδειγµα, στον τραπεζικό τοµέα, οι εποπτικές αρχές ασκούν ισχυρές πιέσεις σε σχέση µε το περιβαλλοντικό αποτύπωµα των δραστηριοτήτων τους στο πλαίσιο της ατζέντας ESG. Σύντοµα, η λογιστική διαχείριση του άνθρακα (carbon accounting) θα αποτελεί και επίσηµη απαίτηση. Κάτι τέτοιο, αν δεν είναι έτοιµες οι τράπεζες, η κοινωνία και η εθνική περιβαλλοντική πολιτική, θα συνεπάγεται πιέσεις στην πιστωτική επέκταση, αυξηµένα κόστη και τελικά δυσχέρεια στην ανάπτυξη. Οι προκλήσεις δεν έπονται αλλά είναι ήδη µπροστά µας.

Εν τω µεταξύ, η επιστροφή στην ανάπτυξη, λόγω ιδιαιτεροτήτων της οικονοµίας µας, ως µικρής, ανοικτής και νησιωτικής, τείνει να επιδεινώσει το εµπορικό έλλειµµα και το ισοζύγιο πληρωµών, επειδή οι περισσότεροι πόροι παραγωγής και τα περισσότερα ενδιάµεσα αγαθά για εγχώρια κατανάλωση εισάγονται. Το ισοζύγιο αυτό δεν µπορεί ες αεί να καλύπτεται µέσα από διεθνή δανεισµό, είτε του δηµόσιου είτε του ιδιωτικού τοµέα. Το νέο πρόγραµµα για την προσέλκυση ξένων εταιρειών, το οποίο κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, πρέπει να υλοποιηθεί ως κατεπείγον για τους επόµενους 12 µε 24 µήνες. Αν, µάλιστα, ξεπεραστούν τα πλήγµατα φήµης της χώρας από το πρόγραµµα των διαβατηρίων, θα µπορούσε να καταστεί ακόµα πιο φιλόδοξο ως µέσο, όχι µόνο για την απασχόληση και την εισαγωγή καινοτοµιών και τεχνογνωσίας, αλλά και ως µέσο έστω και µερικής χρηµατοδότησης του ελλείµµατός µας µε την παγκόσµια οικονοµία.

Έχοντας αναπτύξει και υιοθετήσει όλα τα σωστά προγράµµατα αντιµετώπισης τέτοιων προκλήσεων, το µεγάλο στοίχηµα θα είναι πλέον η σωστή και προσεκτική τους υλοποίηση: το παραδοσιακό πρόβληµα της χώρας µας, που έχει να κάνει µε την εφαρµογή και την υλοποίηση των καλών ιδεών. Το ποσοστό απορρόφησης των κονδυλίων, για παράδειγµα, δεν µπορεί να είναι το µόνο µέτρο αξιολόγησης της επιτυχίας. Απαιτείται η παρακολούθηση της απόδοσης των µέτρων στην ίδια την ανάπτυξη και την ανθεκτικότητα της κοινωνίας και της οικονοµίας.

Καθώς η κοινωνία αλλάζει και η περιβαλλοντική µας πραγµατικότητα έχει πλέον φτάσει σε ένα σηµείο όπου δεν µπορούµε πλέον να την αγνοούµε, θα πρέπει να λάβουµε σηµαντικές αποφάσεις. Ενώ, για παράδειγµα, νοµοθετήµατα για την πλαστική σακούλα και το καλαµάκι είναι χρήσιµα και απαραίτητα, δεν αποτελούν άλλοθι ως περιβαλλοντικές λύσεις και πρέπει να θεωρούνται το πρώτο βήµα µιας µακράς διαδροµής.

Οι πολιτικές που έχουν σχεδιαστεί και οι οποίες στηρίζουν τόσο την ανθεκτικότητα όσο και την προστιθέµενη αξία είναι στιβαρές. Το ίδιο στιβαρή πρέπει να είναι και η υλοποίησή τους, ενώ πρέπει πάντα να έχουµε υπόψη πως υπάρχουν και δύσκολες επιλογές, κυρίως διότι η ανθεκτικότητα απαιτεί αρχικές επενδύσεις – δηλαδή υψηλές αρχικές δαπάνες.

*Προέδρου του Δημοσιονομικού Συμβουλίου

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ