Η «Γαληνότατη Δημοκρατία του Σαν Μαρίνο», όπως είναι η πλήρης ονομασία του, έκανε το όνομά του πράξη για πολλούς αιώνες: Επεδίωξε τη γαλήνη, την ηρεμία και την σιγουριά που προσφέρει η απομόνωση. Και πέτυχε να διατηρήσει την ελευθερία του, κόντρα στον κανόνα της ενοποίησης των εκατοντάδων μικρών περιοχών-φέουδων της Ευρώπης, στα οποία ήταν χωρισμένη η ήπειρός μας για πολλούς αιώνες.
Το Σαν Μαρίνο (ή Άγιος Μαρίνος, για όποιον θέλει να μεταφράζει απολύτως στα ελληνικά τα ονόματα) είναι, στην ουσία, ένα κομμάτι του παρελθόντος στο παρόν. Ένα ορεινό κομμάτι γης, το οποίο εκμεταλλεύθηκε όλες τις συγκυρίες για να διατηρηθεί στο χάρτη. Μια δημοκρατία από τις παλαιότερες που ιδρύθηκαν στη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης, και λειτουργεί μέχρι σήμερα, περνώντας πολλούς ιστορικούς σκοπέλους και υφάλους. Με γνώμονα πάντα τη λέξη που αποτελεί το σύμβολο της χώρας: Libertas, ελευθερία. Σήμερα το Σαν Μαρίνο αντιμετωπίζεται ως γεωγραφικό παράδοξο, γι’ αυτό και προσελκύει δυσανάλογα μεγάλο αριθμό τουριστών. Αυτή η αίσθηση του ταξιδιού στο χρόνο, μαζί με το ειδικό φορολογικό του καθεστώς, αποτελούν μεγάλα κίνητρα για τους τουρίστες, οι οποίοι όταν βρίσκονται στην περιοχή δεν παραλείπουν να ανηφορίσουν στο Μόντε Τιτάνο και να δουν από κοντά το πέμπτο μικρότερο σε έκταση κράτος της γης, με έκταση μόλις 61,3 τετραγωνικά χιλιόμετρα.
Ο λιθοξόος από την Κροατία που έγινε Άγιος
Το Σαν Μαρίνο σαν αυτόνομη οντότητα το έφτιαξε, βέβαια, ο Άγιος Μαρίνος. Ένας προικισμένος λιθοξόος, ο οποίος άφησε τη γενέτειρά του, το νησί Ραμπ στις δαλματικές ακτές (σημερινή Κροατία) και μετακόμισε μαζί με τον επιστήθιο φίλο του Λέο στο λιμάνι του Ρίμινι, για να βρει καλύτερες δουλειές. Φανατικός χριστιανός, ο Μαρίνος τα βρήκε σκούρα με τους διωγμούς του Ρωμαίου αυτοκράτορα Διοκλητιανού προς τους Χριστιανούς κι αποφάσισε να αφήσει το Ρίμινι. Βρήκε καταφύγιο στην κορυφή του βουνού Τιτάνο, που βρίσκεται στην ενδοχώρα αυτού του σημαντικού λιμανιού, περίπου 20 χλμ. δυτικά.
Εκεί, σε υψόμετρο περίπου 700 μέτρων, ο Μαρίνος και μερικοί ακόμα ακόλουθοί του έφτιαξαν μια ιδιόρρυθμη μοναστική κοινότητα. Η τοπική παράδοση λέει ότι στις 3 Σεπτεμβρίου του 301 μ.Χ. κήρυξαν την ελευθερία της περιοχής (δηλαδή του βουνού, κατ’ ουσίαν) από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Αυτή η ανακήρυξη πέρασε κυριολεκτικά απαρατήρητη. Αφ’ ενός επειδή για το βουνό εκείνο, με ελάχιστη οικονομική σημασία, δεν ενδιαφερόταν κανείς, κι αφ’ ετέρου επειδή οι «υπερασπιστές» του ήταν άνθρωποι της θρησκείας, όχι πολεμιστές. Οπότε όλοι γνώριζαν ότι, αν ήθελαν ή αν υπήρχε ανάγκη, θα μπορούσαν να καταλάβουν αυτό το μέρος χωρίς δυσκολία. Έτσι ο λιθοξόος Μαρίνος πέθανε στα 91 του χρόνια το 366 μ.Χ., απολύτως ειρηνικά, κι αφού είχε ρίξει το σπόρο μιας απολύτως δικής του κοινότητας. Λέγεται, μάλιστα, ότι είχε πάρει την «άδεια» να ζήσει εκεί από μια αρχόντισσα του Ρίμινι, στην οποία ανήκε το βουνό. Αλλά δεν υπήρξαν ποτέ επίσημα στοιχεία που να το τεκμηριώνουν.
Τα πρώτα επίσημα χειρόγραφα που αναφέρονται σ’ αυτή την κοινότητα χρονολογούνται από τον 10ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή σχεδόν 600 χρόνια μετά τη δημιουργία της. Τόσο απαρατήρητη είχε περάσει. Η επόμενη αναφορά ήταν σε… 400 χρόνια, το 1291 μ.Χ., όταν οι έφοροι (regent) του Σαν Μαρίνο απευθύνθηκαν γραπτώς στον επίσκοπο του Αρέτσο και του ζήτησαν να τους βοηθήσει, επειδή ο εφημέριος του Μοντεφέλτρο ήθελε να τους θέσει υπό τη δικαιοδοσία του και να τους φορολογήσει. Η χρονολογία εκείνη είναι, παραδοσιακά, αυτή της «δεύτερης απελευθέρωσης» για το Σαν Μαρίνο. Εκτός από τον αυτοκράτορα, ελευθερώθηκαν και από τον πάπα. Τελικά ο ποντίφικας Βονιφάτιος Θ’ επικύρωσε ότι η περιοχή του Σαν Μαρίνο ήταν ελεύθερη φορολογίας.
Στο πέρασμα των χρόνων, μερικές γειτονικές κοινότητες (κάποια χωράφια, δηλαδή, με το κάστρο τους) αποφάσισαν να ενωθούν με το Σαν Μαρίνο λόγω του ιδιαίτερου καθεστώτος του. Σήμερα υπάρχουν εννέα τέτοια κάστρα (castelli), που αποτελούν τις παραδοσιακές κοινότητες του κράτους. Δεν υπήρχε ούτε βασιλιάς, ούτε πρίγκιπας, αλλά ένα σώμα εφόρων (capitani regenti) που άλλαζαν κάθε έξι μήνες, άρα δεν… προλάβαιναν να εδραιωθούν στην εξουσία. Το σύστημα αυτό, κάπως τροποποιημένο λόγω του κοινοβουλευτικού συστήματος, ισχύει μέχρι και σήμερα.
Από τότε ο μικρός αυτός τόπος έχει καταφέρει να διατηρήσει την ανεξαρτησία του απέναντι σε όλους και υποδουλώθηκε για πολύ μικρές περιόδους, κυρίως σε στρατεύματα σταλμένα από τον Πάπα. Τις περισσότερες φορές οι έφοροι εκμεταλλεύονταν την αντιπαλότητα των «κρατών» της περιοχής (δουκάτα και Παππικά Κράτη) και τηρούσε αυστηρή ουδετερότητα.
Ο Ναπολέων και ο Γκαριμπάλντι
Η οξυδέρκεια των ηγετών του φάνηκε σε δύο περιπτώσεις. Το 1797, όταν τα στρατεύματα του Ναπολέοντα προέλαυναν στην Ευρώπη και κατέκτησαν τα κράτη στη βόρεια Ιταλία, έφορος του Σαν Μαρίνο ήταν ο Αντόνιο Ονόφρι. Ο πανέξυπνος διπλωμάτης επεδίωξε να συναντήσει τον Ναπολέοντα, του εξήγησε το καθεστώς της περιοχής του και πέτυχε να κερδίσει την εκτίμηση και τη φιλία του. Ο θρύλος, μάλιστα, λέει ότι ο Ναπολέων όχι μόνο εγγυήθηκε προσωπικά ότι το Σαν Μαρίνο θα συνεχίσει να υπάρχει, αλλά του πρότεινε να επεκτείνει και τα σύνορα του κρατιδίου μέχρι το Ρίμινι, ώστε να έχει διέξοδο στη θάλασσα. Ο Ονόφρι αρνήθηκε την προσφορά, από φόβο μήπως στο μέλλον, όταν ο Ναπολέων θα είχε σβήσει από το χάρτη, ο τόπος του θα εξαφανιζόταν από τον ρεβανσισμό όσων έχαναν τα δικά τους εδάφη.
Η δεύτερη επίδειξη διπλωματικής ευφυίας ήλθε την δεκαετία του 1850. Το Σαν Μαρίνο αρνήθηκε να ακολουθήσει τη διαδικασία του «Risorgimento», της ενοποίησης όλης της χερσονήσου υπό μία κρατική οντότητα. Αλλά πρόσφερε άσυλο στους θιασώτες αυτής της ιδέας, κυρίως στον εμβληματικό Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και την σύζυγό του Ανίτα. Ο Γκαριμπάλντι δεν ξέχασε την βοήθεια των Σαμαρινέζων όταν ήλθε η ώρα. Τους ρώτησε ευγενικά αν ήθελαν να γίνουν μέρος της ενιαίας Ιταλίας και, όταν αυτοί αρνήθηκαν, υπέγραψε μαζί τους συνθήκη αναγνώρισης το 1862.
Στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους του 20ου αιώνα το Σαν Μαρίνο παρέμεινε ουδέτερο. Η στάση του αυτή υπήρξε παρεξηγήσιμη από την Ιταλία και στις δύο περιπτώσεις. Το 1915 η Ιταλία κατηγόρησε το Σαν Μαρίνο ότι διευκόλυνε αξιωματούχους της Αυστρο-Ουγγαρίας να παρακολουθούν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να υποκλέπτουν μηνύματα. Ως εκ τούτου, οι Ιταλοί έκοψαν όλα τα τηλέφωνα στο Σαν Μαρίνο και τα αποκατέστησαν μετά το 1920. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το Σαν Μαρίνο απέφυγε να κηρύξει τον πόλεμο στη Βρετανία, παρ’ ότι κι αυτό διοικούνταν από το Φασιστικό Κόμμα του Σαν Μαρίνο, ένα «αδελφάκι» του κόμματος του Μουσολίνι, που κυβέρνησε το κρατίδιο για 20 χρόνια (1923-1943) πριν καταρρεύσει, μόλις μερικές μέρες από τη στιγμή που κατέρρευσε και το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας.
Οι κομουνιστές στην εξουσία
Tο Σαν Μαρίνο υπήρξε και η μόνη περιοχή της Ευρώπης όπου είχε κομουνιστική κυβέρνηση μετά από εκλογές. Στο διάστημα 1945-1957 τη χώρα διοικούσε ένας συνασπισμός κομουνιστών-σοσιαλιστών, ο οποίος ενοχλούσε την ιταλική κυβέρνηση (δεδομένου ότι και η γύρω περιοχή της Ιταλίας, η επαρχία της Εμίλια-Ρομάνια, υπήρξε παραδοσιακό κάστρο του ιταλικού κομουνιστικού κόμματος). Το 1957 η κυβέρνηση αυτή έπεσε εσωτερικά (όταν έχασε την εμπιστοσύνη του κοινοβουλίου) αλλά προς μεγάλη ανακούφιση της Ιταλίας, των ΗΠΑ και της Γαλλίας, που έσπευσαν να αναγνωρίσουν τη νέα κυβέρνηση των χριστιανοδημοκρατών, την οποία στήριξαν και «αποστάτες» σοσιαλιστές βουλευτές. Συμβαίνουν αυτά και στις «γαληνότατες» δημοκρατίες.
Στο τέλος του 20ου αιώνα το Σαν Μαρίνο εγκατέλειψε την απομόνωσή του. Το 1988 έγινε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το 1992 του ΟΗΕ. Παρ’ ότι προσκλήθηκε, δεν έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε της ευρωζώνης, αλλά από το 2002 χρησιμοποιεί το ευρώ ως νόμισμα.
Οι κάτοικοι υπολογίζονται σε περίπου 34.000. Κι αυτό, επειδή δεν επιθυμούν να απογραφούν! Το 1976 έγινε η πρώτη απογραφή, αλλά συμμετείχαν λιγότεροι από τους μισούς κατοίκους. Μια δεύτερη προσπάθεια, το 2010, έδειξε ότι η καχυποψία παραμένει: Μία στις έξι σαμαρινέζικες οικογένειες αρνήθηκε να επιστρέψει τα έντυπα της απογραφής στις αρχές. Ο πληθυσμός αυτός διατηρεί πάνω απ’ όλα την υπερηφάνεια του και τις παραδοσιακές του αξίες, γι’ αυτό και η απόκτηση υπηκοότητας Σαν Μαρίνο έχει από τα δυσκολότερα κριτήρια παγκοσμίως.
Ο τουρισμός και η χαμηλή φορολογία έχουν εκτοξεύσει το εισόδημα των κατοίκων και το κατά κεφαλήν ετήσιο εισόδημα είναι σχεδόν 87.000 δολάρια, 7ο στον κόσμο και τετραπλάσιο της Ελλάδας. Εκεί έχουν την βάση τους πολλές τράπεζες και βιομηχανίες ηλεκτρονικών, μα και κεραμικών. Τα μόνα αγροτικά προϊόντα που εξάγονται είναι κρασί και τυρί. Αλλά φτάνουν και περισσεύουν για να προσφέρουν στους κατοίκους ένα υψηλότατο βιοτικό επίπεδο.
newmoney.gr
Διαβάστε επίσης: Έσπασαν τα κοντέρ οι αφίξεις τουριστών τον Αύγουστο - Ρεκόρ όλων των εποχών