Μια από τις βασικές αρχές στις επενδύσεις είναι η ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου, που αφενός ταιριάζει με το προφίλ του επενδυτή και την ανοχή του σε αυτόν, αφετέρου συγκρίνεται με την αναμενόμενη απόδοση από αυτήν την επιλογή.
Οίκοθεν νοείται ότι ο επενδυτής μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει τον κίνδυνό του, υπενθυμίζοντας ότι αυτός ορίζεται ως η πιθανότητα να επέλθει αρνητικό σενάριο.
Επομένως, ανάλογα τί αρνητικό σενάριο θα ορισθεί εξ αρχής (απώλεια του κεφαλαίου, μέρους του κεφαλαίου, κόστος ευκαιρίας λόγω διακράτησης κ.α), ο επενδυτής θα πρέπει να ορίσει σε αδρές γραμμές και την πιθανότητα να επέλθει αυτός, όπως και την αναμενόμενη απόδοση. Με άλλα λόγια, τί πάει να χάσει και τί πάει να κερδίσει από κάθε συναλλαγή.
Αφήνοντας τη θεωρία, η παρούσα συνθήκη προάγει τη διαχείριση κινδύνου ως την -ίσως- σημαντικότερη παράμετρο, μιας και η μεταβλητότητα είναι ασύμμετρα υψηλή, ενώ παράλληλα είναι αόριστοι και οι παράγοντες που επιδρούν επί αυτής, αναφερόμενοι στην αναρχία στις αποφάσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι επενδυτές θεωρούν ότι ο κίνδυνος, οποιοσδήποτε κι αν είναι αυτός που έχουν επιλέξει ή προτίθενται να αναλάβουν, είναι πολύ υψηλός. Οπότε, μοιραία στρέφονται σε προϊόντα με μικρότερο κίνδυνο (έστω θεωρητικό), τα οποία παραδόξως αποστρέφοντο σε άλλες, πιο “ήπιες” περιόδους, λογίζοντας ότι η απόδοσή τους ήταν “μικρή”.
Ο χρυσός είναι ένα από αυτά τα προϊόντα, για γνωστούς λόγους. Έχοντας αποδείξει την ανθεκτικότητά του, συνεχίζει να ..λάμπει στη μακρόχρονη ιστορία του, μακροπρόθεσμα μόνιμα ανοδικός. Τη σήμερον, βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά, διανύοντας μια από τις πλέον ισχυρές περιόδους: αποδίδει +39% στις 52 εβδομάδες, +61% στη διετία, +90% στην πενταετία, ενώ έχει καταγράψει 12 ανοδικές στις 14 εβδομάδες του 2025. Τίποτα δεν δείχνει, προς το παρόν, να σταματά την άνοδο, και οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια διόρθωσης, αφήνει ευκαιρία (επανα)τοποθέτησης για μεσο-μακροπρόθεσμη στόχευση.
To ελβετικό φράγκο, πάντα πανίσχυρο, βρήκε την ευκαιρία να συνεχίσει σε δικά του πολυετή υψηλά έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, τα οποία είναι και πολύ κοντινά στην απίστευτη (τότε) κορυφή του 2011, εν μέσω του ευρωπαϊκού (PIGS) ζητήματος. Στην παρούσα φάση, η ισοτιμία κατάφερε να προσπελάσει τα έως πρότινος κρίσιμα επίπεδα αντίστασης στα 1,18 δολάρια ανά φράγκο, με επόμενο στόχο τα 1,26.
Μια πρωθύστερη παρατήρηση έχει να κάνει με την ταυτόχρονη ενδυνάμωση του φράγκου (ως ένας από τους αμυντικούς προορισμούς) και αποδυνάμωση του δολαρίου ΗΠΑ, όπως θα δούμε και παρακάτω. Με άλλα λόγια, το αποτέλεσμα της ανόδου της εν λόγω ισοτιμίας προκύπτει και από τις δύο συνιστώσες, ώστε τα πράγματα να μπερδεύονται περισσότερο.
Στην αγορά κρατικών ομολόγων, και με δεδομένο ότι δύο από τα πλέον ασφαλή είναι το αμερικανικό και το γερμανικό, συνυπολογίζοντας και τα μεγέθη τους, έχουμε τα εξής: πρώτον, αμφότερα επιμένουν να παρουσιάζουν “υψηλές” αποδόσεις, τουλάχιστον συγκρινόμενα με άλλα, μικρότερης επενδυτικής ασφάλειας, επίσης πολύ κοντά στα επιτόκια αναφοράς των εκάστοτε κεντρικών τραπεζών. Τουτέστιν, η αγορά δεν δίνει κάποιο premium στην τιμή τους (discount στην απόδοσή τους) σε σχέση με το θεωρητικό επιτόκιο. Tο μεν αμερικανικό (ας πούμε, 10ετές), αποδίδει 4,5%, στο άνω όριο που δίδει η Fed (4,25%-4.5%), το δε γερμανικό αποδίδει 2,58%, με το επιτόκιο πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ στις δημοπρασίες σταθερού επιτοκίου στο 2,65%.
Σε ένα απροπόνητο μάτι, μια τέτοια συσχέτιση θα φάνταζε λογική, ωστόσο η ιστορία δείχνει ότι η δευτερογενής αγορά δεν ακολουθεί πάντα (μάλλον σχεδόν ποτέ) τα βήματα της θεωρητικής valuation, τουλάχιστον σε απόλυτα μεγέθη (η κατεύθυνση θα είναι προφανώς συσχετισμένη). Για να μην πλατειάσουμε, αυτό αποδεικνύεται εύκολα αν σκεφτεί κάποιος δειγματοληπτικά πόσο απέδιδε το γερμανικό στα μέσα του 2023 (περ. 2,5%) όταν το επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν στο 4,25%-4,5%, προεξοφλώντας τις -εν καιρώ- μειώσεις , ενώ και η “ασφάλεια” του γερμανικού ομολόγου δεν επέτρεπε περαιτέρω πωλήσεις ομολογιών, ώστε να αυξηθεί τόσο η απόδοσή του.
Η προαναφερθείσα συνθήκη επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει συστημικός (ή άλλος, ασύμμετρος) κίνδυνος στα μακροοικονομικά των δύο αυτών χωρών. Διότι είναι άλλο να υφίστανται μεταβλητότητα οι (ούτως ή άλλως ευμετάβλητες μετοχικές αγορές), και άλλο να βλέπαμε (δεν βλέπουμε) ακραία φαινόμενα σε αυτά τα δύο προϊόντα, που αφορούν στην επιτομή της επενδυτικής ασφάλειας.
Προεκτείνοντας τα ευρήματα στο δολάριο ΗΠΑ, υπήρξε μια αναντιστοιχία στα μακροοικονομικά λόγω της τοπικής αποδυνάμωσης του αμερικανικού νομίσματος, τις τελευταίες ημέρες. Προς το παρόν, δεν μπορούμε να μιλάμε για κάποια αλλαγή “επιπέδου”, ωστόσο είναι μια περίπτωση που θέλει προσοχή στις επόμενες εβδομάδες.
Καταρχάς, να οριοθετηθεί ότι ο δείκτης δολαρίου DX κατήλθε σε χαμηλά τριετίας έναντι των άλλων μεγάλων νομισμάτων, έχοντας ήδη χάσει 8% στο τρίμηνο.
Η προβληματική εδράζεται επί της ανεξήγητης μεταστροφής των παικτών στην αγορά συναλλάγματος, μιας και δεν διαφαίνεται εκ πρώτης η ανάγκη κάποιου να “απαλλαγεί” από το δολάριο, πολλώ δε μάλλον να τοποθετηθεί σε άλλο νόμισμα. Κι αυτό, διότι αφενός η απόδοση των αμερικανικών χρεογράφων είναι υψηλή και υψηλότερη των περισσοτέρων παρεμφερούς επενδυτικής ασφάλειας (όπως είδαμε και παραπάνω), αφετέρου η Fed προμηνύει ότι είναι απρόθυμη να μειώσει τα επιτόκιά της, όσο η κατάσταση του υφιστάμενου αλλά και του αναμενόμενου πληθωρισμού παραμένει ως έχει.
Επί αυτού, λοιπόν, έχει εκκινήσει μια συζήτηση για την ..καθαίρεση του Προέδρου της Fed (ο Trump είχε βάλλει ευθέως προεκλογικά εναντίον του) και την αντικατάσταση με έναν πιο ..τραμπικό, ώστε έμμεσα ο Πρόεδρος των ΗΠΑ να πάρει τα ηνία της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, μειώνοντας ακαριαία τα επιτόκια ώστε παράλληλα να εκκινήσει (μάλλον) ποσοτική χαλάρωση. Εξού και η πεποίθηση ότι οι αλλαγές στο οικονομικό σύστημα θα είναι τεκτονικές, εάν συνεχιστεί αυτό το τέμπο από τον Trump.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Ιαπωνία: Δεν θα χρησιμοποιήσει τα αμερικανικά ομόλογα ως μοχλό πίεσης στις συνομιλίες με τις ΗΠΑ