Περί Εργασίας και Εργατικών Δικαιωμάτων ο Λόγος

Ο πρόεδρος που μόλις έχει αναλάβει καθήκοντα έχει μια σειρά από προκλήσεις να αντιμετωπίσει

Του Κυριάκου E. Γεωργίου*

Ο πρόεδρος που μόλις έχει αναλάβει καθήκοντα έχει μια σειρά από προκλήσεις να αντιμετωπίσει στις οποίες έγινε αναφορά στο προηγούμενο άρθρο. Τουλάχιστον  όμως αναλαμβάνει μια οικονομία σε πολύ καλύτερη κατάσταση από αυτήν που παρέλαβε ο προκάτοχός του  ο οποίος αντιμετώπισε με σχετική επιτυχία τρεις πρωτόγνωρες παγκόσμιες κρίσεις στην οικονομία, την πανδημία και  την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Στον κοινωνικό τομέα η απελθούσα κυβέρνηση μπορεί να σεμνύνεται για δύο σημαντικά επιτεύγματα την εφαρμογή (α)  του Ελάχιστου Εγγυημένου  Εισοδήματος (ΕΕΕ)   και (β) του Γενικού Συστήματος Υγείας (ΓεΣΥ). Σε έναν άλλο όμως συναφή τομέα,  αυτό των εργατικών σχέσεων,  η απελθούσα κυβέρνηση έχει αφήσει ανοικτά θέματα τα οποία θα μπορούσε να έχει αντιμετωπίσει.

Η ανάπτυξη της οικονομίας μετά την ανεξαρτησία είχε στηριχθεί στη μετεξέλιξή της από τον πρωτογενή στον δευτερογενή τομέα και στην ανάπτυξη μιας ισχυρής τριμερούς συνεργασίας η οποία εμπέδωσε τη στενή συνεργασία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και την εργατική ειρήνη. Η ισορροπία αυτή με το πέρασμα του χρόνου, έχει ανατραπεί κυρίως γιατί η οικονομία έχει γίνει πιο ανταγωνιστική, ανοικτή και εξωστρεφής. Σε κοινωνικό επίπεδο οι ισχυροί κοινωνικοί δεσμοί  στο πλαίσιο της οικογένειας, της κοινότητας και του χώρου εργασίας έχουν ατονήσει και οι άνθρωποι έχουν γίνει πιο εσωστρεφείς και ατομικιστές.    

Ως αποτέλεσμα την τελευταία δεκαετία και ως απότοκο της χρηματοπιστωτικής κρίσης, της πανδημίας και της αναστάτωσης στην οικονομία την οποία επέφερε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία,  έχουν ανατραπεί ισορροπίες εις βάρος των εργαζομένων. Δυστυχώς οι εργοδότες, με την ανοχή της κυβέρνησης, παραγνωρίζοντας το επιτυχημένο μοντέλο της τριμερούς συνεργασίας έχουν επιβάλει εργασιακές συνθήκες που παραπέμπουν σε άλλες εποχές. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις φαίνονται αποφασισμένες να επαναφέρουν την ισορροπία σε μια σειρά από θέματα όπως την κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της αποκατάστασης της ΑΤΑ, της επαναφοράς του δικαιώματος της σύνταξης στα 63 χρόνια  χωρίς αναλογιστική αποκοπή 12%  και του ορισμού του κατώτατου μισθού σε ωριαία βάση στο όριο του  60% του ενδιάμεσου εισοδήματος ως η σχετική εισήγηση εκ μέρους του καθ’ ύλην αρμόδιου  επιτρόπου της Ε.Ε.. Βεβαίως   η προσπάθεια αυτή δημιουργεί κινδύνους για την εργατική ειρήνη και την ανάπτυξη της οικονομίας.

Η ανατροπή στην ισορροπία  υπάρχει και στο επίπεδο των εισοδημάτων των εργαζομένων σε σχέση με τη συσσώρευση πλούτου εκ μέρους των εργοδοτών, των επιχειρηματιών και των επενδυτών. Αυτή η διαφορά είναι ιδιαίτερα  αισθητή με τη δραματική αύξηση στον πληθωρισμό  το 2022 της τάξης του 10%  και 8,1% στην Κύπρο η οποία έχει οδηγήσει σε απεργίες και εργατική αναταραχή σε πολλές χώρες. Οι εργαζόμενοι ζητούν αποκατάσταση των μισθών τους το οποίο συνεπάγεται μεγάλο κόστος για τους εργοδότες.  

Στην Κύπρο ο θεσμός της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής  (ΑΤΑ) προστατεύει τις αμοιβές των εργαζομένων από τον πληθωρισμό. Με βάση συμφωνία των Κοινωνικών Εταίρων η ΑΤΑ ορίζεται το 50% της αύξησης του υποκείμενου δείκτη της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ) του έτους που προηγείται, δηλαδή το 50% της αύξησης 2,54% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτών κατά το 2021, εξαιρουμένης της επίπτωσης από τη διακύμανση των φόρων κατανάλωσης.  Η προσπάθεια των κοινωνικών  εταίρων να διαπραγματευτούν την αλλαγή της συμφωνίας με τη λήξη της απέτυχε, γιατί οι εργοδοτικές  ζήτησαν την κατάργηση της ΑΤΑ και την αντικατάσταση με ένα άλλο σύστημα το οποίο θα συμφωνηθεί.   Το θέμα βρίσκεται σε εκκρεμότητα και μεταφέρεται στην επόμενη κυβέρνηση.

Ένα άλλο θέμα που προκάλεσε προστριβή το 2022 ήταν το θέμα του Κατώτατου Εθνικού Μισθού. Οι διαβουλεύσεις των κοινωνικών εταίρων υπό τον υπουργό Εργασίας κατέληξαν  σε αδιέξοδο με τον υπουργό να υπογραφεί διάταγμα που προβλέπει ότι με βάση το περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Διάταγμα του 2022 που τέθηκε σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2023, καθορίζεται ο εθνικός κατώτατος μισθός ο οποίος προβλέπει  ότι

α) κάθε εργοδοτούμενος ο οποίος/ η οποία εργάζεται με πλήρη απασχόληση πρέπει να λαμβάνει αρχικό μηνιαίο μισθό ο οποίος να ανέρχεται τουλάχιστον στα €885 ακαθάριστα και μετά από 6μηνη συνεχή περίοδο απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη, ο μισθός αυτός να αυξάνεται τουλάχιστον στα €940 ακαθάριστα

β) το ωράριο απασχόλησης των εργαζομένων είναι αυτό που ίσχυε κατά την έκδοση του εν λόγω Διατάγματος, σύμφωνα με συλλογική σύμβαση, συμφωνία ή πρακτική.

Το διάταγμα πάσχει σε σχέση με δύο παραμέτρους (α) δεν αναφέρεται στη βάση στην οποία ελήφθη η απόφαση και δεν αναφέρεται σε ωριαίο κατώτατο εθνικό μισθό ως είθισται. Στα πλαίσια της Ε.Ε. διεξάγεται κοινωνικός διάλογος και η Επιτροπή έχει δημοσιεύσει σχετική Οδηγία όπου ζητά από τις χώρες μέλη να διαμορφώσουν σχετικό πλαίσιο. Ο αρμόδιος  αντιπρόεδρος της Κομισιόν παρουσιάζεται να  εισηγείται όπως ο κατώτατος μισθός στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. αναλογεί στο 60% των μέσων απολαβών των υπαλλήλων. Με βάση αυτή τη λογική οι μέσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων για το 2021 ήταν €2.056. Οι διάμεσες ακαθάριστες μηνιαίες απολαβές των υπαλλήλων ήταν €1.606. Στη βάση των μέσων ακαθόριστων  μισθών της τάξης των €2.056 ο κατώτατος μισθός θα έπρεπε να είναι της τάξης των €1.233 .

 Αυτά τα δύο θέματα και ο τρόπος χειρισμού τους από την απελθούσα κυβέρνηση καθώς και η απροθυμία εργοδοτών να εφαρμόσουν υφιστάμενες συλλογικές συμβάσεις έχουν δημιουργήσει τριβές μεταξύ των κοινωνικών  εταίρων και των συνδικαλιστικών οργανώσεων με την κυβέρνηση.  Οι τριβές αυτές και η δυσπιστία μεταξύ των πλευρών έχουν φέρει σε αδιέξοδο κάθε προσπάθεια για διαπραγμάτευση άλλων σημαντικών θεμάτων που εκκρεμούν και θα δημιουργήσουν προβλήματα στην ανανέωση ή και σύναψη των νεών συλλογικών συμβάσεων.

Λόγω του κλίματος που έχει δημιουργηθεί και των επιπτώσεων που αυτό μπορεί να δημιουργήσει  θα πρέπει να προβληματίσει τους κοινωνικούς εταίρους το ενδεχόμενο έναρξης ενός εθνικού διαλόγου για το μέλλον των εργατικών σχέσεων στην Κύπρο.  Το μοντέλο του συστήματος το οποίο στηρίζεται στη συμφωνία κυριών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων  φαίνεται να έχει εξαντλήσει τον ρόλο του και θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα μοντέλο που θα στηρίζεται σε ένα νομικά κατοχυρωμένο μοντέλο, όπως την ηπειρωτική Ευρώπη,  το οποίο θα πρέπει να σέβονται όλες οι πλευρές. Σ’ αυτό το πλαίσιο οι συλλογικές συμβάσεις και το πλαίσιο λειτουργίας των εργατικών σχέσεων θα καθορίζονται νομικά  και θα υπάρχουν επιπτώσεις στα μέρη που εκφεύγουν  του νόμου. Δεν είμαι σίγουρος αν οι αείμνηστοι Μιχαλάκης Ιωάννου της ΣΕΚ και ο Ανδρέας Ζαρτίδης της ΠΕΟ θα συμφωνούσαν με αυτή την πρόταση αλλά οι καιροί προχωρούν και θα πρέπει να προχωρούμε με αυτούς.

*Εργάτη Γνώσης

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ