Του Μιχάλη Φλωρεντιάδη*
Ένα απότοκο της πανδημίας του κορωνοϊού είναι τα μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια, τα οποία χρησιμοποιούν οι κεντρικές τράπεζες για να τονώσουν την οικονομική δραστηριότητα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι μια από τις κεντρικές τράπεζες ανεπτυγμένων χωρών που εικάζεται ότι θα καθυστερήσουν πάρα πολύ να αυξήσουν τα επιτόκιά τους – δηλαδή σε ορίζοντα 1-2 χρόνων είναι αρκετά πιθανό τα επιτόκια του ευρώ να εξακολουθήσουν να βρίσκονται κάτω από το 1%.
Τα μηδενικά επιτόκια δεν είναι ένα καινούργιο εργαλείο, αφού χρησιμοποιήθηκαν για αρκετά χρόνια μετά τη μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια, μαζί με τις αγορές κυβερνητικών χρεογράφων από τις ίδιες τις κεντρικές τράπεζες, αποτέλεσαν τα κυριότερα εργαλεία με τα οποία αποφεύχθηκαν τα χειρότερα στην παγκόσμια οικονομία, τόσο κατά την κρίση του 2008 όσο και στην πρόσφατη περίπτωση της πανδημίας.
Τα μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια αποτελούν όμως σοβαρή πρόκληση για τις τράπεζες και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς. Ο παραδοσιακός τρόπος με τον οποίο δημιουργούν κερδοφορία οι τράπεζες είναι το λεγόμενο επιτοκιακό περιθώριο. Δηλαδή, οι τράπεζες πληρώνουν τόκο στους καταθέτες τους που είναι πιο χαμηλός από το βασικό επιτόκιο, ενώ στους δανειολήπτες χρεώνουν επιτόκιο πιο ψηλό από το βασικό επιτόκιο.
Σε ένα υποθετικό παράδειγμα, όταν το βασικό επιτόκιο βρίσκεται στο 2%, οι τράπεζες μπορεί να δίνουν στους καταθέτες επιτόκιο 1% ενώ στους δανειολήπτες να χρεώνουν 3%, δηλαδή να έχουν ένα περιθώριο κέρδους 2% σε κάθε ευρώ που δέχονται σε καταθέσεις και μετά το δανείζουν. Όταν γίνεται λόγος για περιθώριο κέρδους, αυτό δεν σημαίνει ότι πηγαίνει απευθείας στους μετόχους των τραπεζών, αφού οι τράπεζες πρέπει να καλύψουν πρώτα τα λειτουργικά και άλλα έξοδα, όπως προβλέψεις για επισφάλειες και άλλα.
Όταν όμως το βασικό επιτόκιο είναι στο μηδέν ή ακόμα και αρνητικό, είναι δύσκολο για τις τράπεζες να χρεώνουν τους καταθέτες τους, αφού θεωρητικά οι καταθέτες μπορούν να αποσύρουν τις καταθέσεις τους και να τοποθετήσουν τα ρευστά διαθέσιμά τους σε κάποιο ασφαλισμένο χώρο, όπως θυρίδες ή χρηματοκιβώτια. Έτσι οι τράπεζες είναι διστακτικές στο να «χρεώνουν» τους καταθέτες τους για το προνόμιο να έχουν τα χρήματά τους ασφαλισμένα στις τράπεζες. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για μικροκαταθέτες. Έτσι, στο τέλος της ημέρας, το επιτοκιακό περιθώριο προκύπτει κυρίως μέσα από τα δανειστικά επιτόκια, αφού για πολλές καταθέσεις είναι ρεαλιστικά δύσκολο να υπάρξει χρέωση μέσω αρνητικών επιτοκίων σε λογαριασμούς όπως τους τρεχούμενους και άλλους.
Μια άλλη σχετιζόμενη πρόκληση που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες, όμως, είναι η δυσκολία να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές αποδόσεις πάνω στη δική τους πλεονάζουσα ρευστότητα, αφού οι αποδόσεις των χρεογράφων είναι επίσης πάρα πολύ χαμηλές λόγω των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων από τις κεντρικές τράπεζες. Έτσι, είναι δύσκολο οι τράπεζες να βρουν ασφαλείς επενδύσεις που να έχουν θετικές αποδόσεις, ενώ οι επόπτες θέτουν περιορισμούς στις τράπεζες, που δεν τις αφήνουν να επενδύσουν σε μετοχές και πιο ριψοκίνδυνες επενδύσεις, όπως κάνουν πολλοί άλλοι επενδυτές σε ένα τέτοιο περιβάλλον ώστε να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές αποδόσεις. Η πρόκληση αυτή αφορά και άλλους χρηματοοικονομικούς οργανισμούς και ταμεία, τα οποία είναι αναγκασμένα από τους κανονισμούς να επενδύσουν σε χαμηλού κινδύνου χρεόγραφα.
Μια προέκταση της πολιτικής μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων είναι ότι ποσά καταθέσεων που για παράδειγμα υπερβαίνουν τις 100.000, ίσως χρεώνονται με αρνητικό επιτόκιο. Ενώ το μέτρο αυτό μπορεί αρχικά να ακούγεται παράδοξο, αφού οι τράπεζες χρειάζονται τις μεγάλες καταθέσεις, για τράπεζες που έχουν πλεονάζουσα ρευστότητα τέτοιου είδους καταθέσεις μπορούν να αποτελέσουν τελικά πονοκέφαλο. Χρειάζεται επίσης να υπενθυμιστεί ότι, όταν οι ίδιες οι τράπεζες καταθέτουν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, «χρεώνονται» με αρνητικό επιτόκιο -0,50%. Επιπρόσθετα, τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά –τα λεγόμενα EURIBOR, δηλαδή το επιτόκιο που ισχύει όταν οι τράπεζες δανείζουν βραχυπρόθεσμα η μια την άλλη– είναι ελαφρά πιο κάτω ακόμη, στο -0,50% με -0,60%. Γι’ αυτό, δεν είναι λογικό να αναμένει κανείς ότι οι πελάτες των τραπεζών θα απολαμβάνουν πιο ευνοϊκούς όρους (δηλαδή καλύτερο επιτόκιο) από τις ίδιες τις τράπεζες όταν καταθέτουν χρήματα η μια στην άλλη στη διατραπεζική αγορά. Οι μικροκαταθέτες μάλλον δεν θα επηρεαστούν, αφού εκεί υπεισέρχονται άλλοι παράγοντες και ευαισθησίες, αλλά οι μεγαλύτερες καταθέσεις θα είναι δύσκολο να μην επηρεαστούν.
*Οικονομολόγου