Συνταξιοδοτικό: Η αναβολή έχει κόστος...τεράστιο κόστος

Τα ποσοστά αποταμίευσης των νοικοκυριών στην Κύπρο είναι διαχρονικά χαμηλά και σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ευρωζώνης

Του Δημήτρη Γεωργιάδη*

Πολλές φορές ακούμε φράσεις όπως «ζήσε το σήμερα σαν να μην υπάρχει αύριο» ή «μην αναβάλλεις κάτι το οποίο μπορείς να κάνεις σήμερα», ή όπως είπε και ο φιλόσοφος Επίκουρος «μια φορά υπάρχουμε, δεν υπάρχει τρόπος να υπάρξουμε δυο φορές και μάλλον δεν θα υπάρξουμε ξανά ποτέ. Κι εσύ που δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Και η ζωή πάει χαμένη με τις αναβολές…». Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης, της τάσης να προσδίδει μεγαλύτερη αξία στο σήμερα και αναπόφευκτα  να υποτιμά το αύριο. Στις πλείστες των περιπτώσεων αυτό μας οδηγεί σε ορθές αποφάσεις. Όμως σε αρκετές, οδηγούμαστε σε λανθασμένες και σε ορισμένες, σε καταστροφικές. Μια από αυτές αφορά το συνταξιοδοτικό.

Ως γενικός – εμπειρικός κανόνας (rule of thumb) οι αναλογιστές υποδεικνύουν ότι κάποιος για να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο διαβίωσης που θα έχει στα χρόνια που εργάζεται και στη περίοδο συνταξιοδότησης του θα πρέπει να αποταμιεύει περίπου το 20% των απολαβών του. Σίγουρα δεν ισχύει το ίδιο για όλους. Το ποσοστό διαφοροποιείται αναλόγως με τις συνθήκες και προτιμήσεις του καθενός όπως και με τις γενικότερες συνθήκες της οικονομίας. Η ουσία όμως είναι ότι ο κάθε πολίτης θα πρέπει να μεριμνάει από πολύ νωρίς για τη σύνταξη του. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για όλες τις σύγχρονες κοινωνίες. Πως από πολύ νωρίς θα πείσουν ένα νέο να περιορίσει τις απολαύσεις του σήμερα, για να έχει αυξημένη σύνταξη σε 35-45 χρόνια.

Κάποιες χώρες το έχουν πετύχει σε ικανοποιητικό βαθμό. Αυτές είναι κυρίως χώρες που αναπτύχθηκαν οικονομικά τον 19ο αιώνα και πέρασαν αρκετούς οικονομικούς κύκλους που τους βοήθησαν να αντιληφθούν τη σημασία της σύνταξης και το πρόβλημα της συνταξιοδοτικής ανεπάρκειας. Είναι επίσης πιο ανοικτές και φιλελεύθερες οικονομίες όπου οι πολίτες έχουν επιλέξει να έχουν περισσότερη αυτονομία και επιλογές, κάτι το οποίο συνοδεύεται με περισσότερη προσωπική ευθύνη. Ευθύνη που συμπεριλαμβάνει και τη μέριμνα για συνταξιοδοτική επάρκεια.

Η Κύπρος έχει επιλέξει να ενταχθεί σε αυτή την ομάδα χωρών. Όμως είναι ξεκάθαρο ότι απουσιάζει η κουλτούρα της αποταμίευσης για σκοπούς σύνταξης. Τα ποσοστά αποταμίευσης των νοικοκυριών είναι διαχρονικά χαμηλά. Σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Στο ποσοστό αποταμίευσης της Κύπρου συμπεριλαμβάνεται και αυτό των δημοσίων και τραπεζικών υπαλλήλων που είναι συγκριτικά αυξημένο λόγω των ψηλών εισοδημάτων τους και οι οποίοι έχουν διασφαλισμένη – επαρκή σύνταξη. Δηλαδή για το υπόλοιπο εργατικό δυναμικό τα δεδομένα είναι ακόμη πιο αρνητικά.

Πέραν των πιο πάνω, το όλο θεσμικό πλαίσιο χαρακτηριζόταν διαχρονικά από αδύναμη έως και ανύπαρκτη εποπτεία και ρύθμιση, καθώς και κακοδιαχείριση. Τα σκάνδαλα με καταχρήσεις σε ταμεία όπως της ΑΗΚ, αλλά και σε μικρότερα ταμεία είναι σε όλους γνωστά. Εργοδότες και συνδικαλιστές χρησιμοποιούσαν σε μεγάλο βαθμό τα ταμεία για άλλους σκοπούς π.χ. για να ελέγχουν και να επηρεάζουν τους εργαζομένους ή για να αντλούν έσοδα και δύναμη. Οι φορολογικές ρυθμίσεις έδιναν σε πολλές περιπτώσεις λανθασμένα κίνητρα π.χ. φορολογούσαν τη μηνιαία σύνταξη, ενώ χάριζαν το φόρο στα εφάπαξ ποσά ακόμη και όταν γινόταν η ανάληψη πολύ πριν τη συνταξιοδότηση. Επιπρόσθετα, τα προβλήματα στις τράπεζες, το κούρεμα των καταθέσεων και το χρηματιστηριακό σκάνδαλο του 1999-2000 έπληξαν την αξιοπιστία του χρηματοοικονομικού τομέα και έκαναν τους πολίτες διστακτικούς στο να αποταμιεύουν. Όλα αυτά όχι μόνο οδήγησαν στη μειωμένη αποταμιευτική κουλτούρα αλλά και στο κλείσιμο αρκετών ταμείων με την απόσυρση μερικών δις ευρώ λίγο μετά το κούρεμα του 2013.

Στην Ευρώπη, με διπλάσιο ποσοστό αποταμίευσης και τριπλάσια αποθεματικά υπάρχει έντονη η ανησυχία για τη διασφάλιση της συνταξιοδοτικής επάρκειας. Στην Κύπρο, όχι. Από το 2013 τέθηκε ως στόχος μεταρρύθμισης του συστήματος, ώστε να ανατραπεί το όλο σκηνικό. Δυστυχώς για ακόμη μια φορά το πολιτικό σκηνικό αρνείται να δει το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον και βάζει μπροστά τις ανησυχίες και συμφέροντα μερικών εργοδοτών, συνδικαλιστών και υπαλλήλων που δεν θέλουν να χάσουν τα κεκτημένα τους. Πλείστα εκ των οποίων δεν έπρεπε να είχαν ποτέ.

Από το 2013 και προηγουμένως, αρκετοί συμπολίτες μας, αν και δυστυχώς δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία, όχι μόνο δεν αποταμιεύουν αλλά αναγκάζονται και χρησιμοποιούν παλιές αποταμιεύσεις ή πωλούν περιουσιακά στοιχεία. Ήδη έχουν παρέλθει δέκα χρόνια. Το ένα τρίτο με ένα τέταρτο της εργασιακής ζωής τους. Γι’ αυτούς υπάρχουν δύο πιθανά σενάρια: (α) δεν θα έχουν την επιλογή της συνταξιοδότησης ή (β) θα χρειαστεί η δραστική παρέμβασης από το κράτος. Το τελευταίο όμως έχει δύο σημαντικές προκλήσεις. Το άμεσο δημοσιονομικό κόστος και σημαντικότερο τη δημιουργία ηθικού κινδύνου. Θα σταλεί το μήνυμα σε όλους ότι δεν χρειάζεται η συνταξιοδοτική αποταμίευση εφόσον το οποιοδήποτε κενό θα καλύπτεται από το δημόσιο. Δηλαδή θα επιδεινώσει περισσότερο το πρόβλημα. Υπάρχει φυσικά και η κοινωνική πτυχή. Ότι οι συνταξιούχοι θα πρέπει στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής τους να παρακαλούν για να πετύχουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης.

Κάθε μήνας που περνά ένας αριθμός συμπολιτών μας εντάσσεται στην ομάδα της συνταξιοδοτικής ανεπάρκειας και για άλλους αυξάνεται ο βαθμός ανεπάρκειας. Όσο παρατείνεται η ολική μεταρρύθμιση τόσο θα διογκώνεται το μελλοντικό κοινωνικό πρόβλημα και η δημοσιονομική απειλή. Κυβέρνηση και Βουλή θα πρέπει επιτέλους να προχωρήσουν με τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, χωρίς άλλη καθυστέρηση. Είναι δύσκολο να ταξινομήσει κάποιος τη σειρά που πρέπει να γίνουν οι ενέργειες, αλλά όλες θα πρέπει να προωθηθούν το συντομότερο. Ακόμη και λάθη να γίνουν η κατάσταση θα είναι καλύτερη από το τι ισχύει σήμερα. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να προωθηθούν:

  • Η ενίσχυση της Εποπτείας του συνταξιοδοτικού, αλλά και του χρηματοοικονομικού τομέα, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτούς.
  • Η διεύρυνση των επιλογών και η διευκόλυνση της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης. Σε κάποιες χώρες οι πολίτες μπορούν και δημιουργούν – καθορίζουν μόνοι τους το συνταξιοδοτικό χαρτοφυλάκιο τους και δεν είναι αναγκασμένοι να προσφεύγουν σε ταμεία ή εταιρείες. 
  • Ο περιορισμός και σε ορισμένες περιπτώσεις η απαγόρευση της είσπραξης των συνταξιοδοτικών αποταμιεύσεων πριν την συνταξιοδότηση ή σε ακόμη και τη ημέρα συνταξιοδότησης.
  • Η ενθάρρυνση – παροχή κινήτρων σε όσους έχουν περιορισμένη δυνατότητα αποταμίευσης. Σήμερα τα κίνητρα επωφελούν περισσότερο (α) αυτούς με πολύ ψηλές απολαβές και τους (β) υπαλλήλους του δημόσιου τομέα που έχουν εξασφαλισμένες πολύ ψηλές συντάξεις και που δεν χρειάζονται να αποταμιεύσουν άλλο για τη σύνταξη τους. Μπορεί δηλαδή να μεταφερθούν τα κίνητρα από τις δύο τελευταίες ομάδες στην πρώτη χωρίς επιπρόσθετο δημοσιονομικό κόστος και μακροπρόθεσμα  με θετική κοινωνική , οικονομική και δημοσιονομική επίπτωση.
  • Τέλος θα πρέπει να εφαρμοστούν πολιτικές επιμόρφωσης των πολιτών από πολύ νωρίς, ώστε να αντιληφθούν τη σημασία της συνταξιοδοτικής αποταμίευσης. Η διδασκαλία ενός μαθήματος και οι διαφημιστικές εκστρατείες έχουν μόνο περιορισμένη αποτελεσματικότητα. Πιο απλές και πρακτικές μέθοδοι, όπως δείχνουν εμπειρίες άλλων χωρών, θα φέρουν πιο θετικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, κάποιες χώρες καθιστούν υποχρεωτική την εγγραφή σε συνταξιοδοτικό ταμείο όλων των υπαλλήλων με την πρώτη εργοδότηση τους. Σε αυτές τις χώρες διαφάνηκε ότι, όταν εγγραφεί κάποιος συνεχίζει το συνταξιοδοτικό σχέδιο, έστω κι αν δεν είναι υποχρεωτικό.

Όπως έχω προαναφέρει αυτά είναι μερικά από τα βήματα που απαιτούνται να γίνουν. Δεν χρειάζεται να γίνουν ταυτόχρονα ή κατ’ ανάγκη με μια συγκεκριμένη σειρά. Αυτό που χρειάζεται είναι να ξεκινήσουν χτες. Για πολλούς συμπολίτες μας είναι ήδη πολύ αργά.

Ξεκίνησα με αναφορές σε γνωμικά και να μου επιτραπεί να κλείσω το άρθρο με ακόμη ένα, του Γάλλου ποιητή και συγγραφέα Γκρεγκουάρ Λακρουά «όταν αναβάλλει κανείς κάτι για αργότερα, αυτό το αργότερα γίνεται συχνά πολύ αργά».

*Προέδρου Δημοσιονομικού Συμβουλίου 

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ