Η νομισματική πολιτική το επόμενο έτος - Γιατί το 2024 θα έχει ενδιαφέρον

Σε άρθρο του στο Economy Today, ο οικονομολόγος Τάσος Γιασεμίδης αναλύει τους λόγους που δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον το επόμενο έτος.

Του Τάσου Γιασεμίδη*

Οι αγορές υποδέχθηκαν θετικά τις ανακοινώσεις μετά τις τελευταίες συνεδριάσεις των διοικητικών συμβουλίων της Ευρωπαϊκής (ΕΚΤ) και Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED), με το χρηματιστήριο στις ΗΠΑ να καταγράφει σημαντική άνοδο. Τα στατιστικά στοιχεία που αφορούσαν τον πληθωρισμό τον Νοέμβριο καταδεικνύουν σημαντική μείωσή του, κάτι που ενδεχομένως αφορά σε αλλαγή ρητορικής από τις Κεντρικές Τράπεζες. Πάντως ο διοικητικής της FED άφησε να νοηθεί ότι αναμένει τρεις μειώσεις επιτοκίων το επόμενο έτος.

Η Κριστίν Λαγκάρντ ήταν πιο συγκρατημένη, τονίζοντας ότι κανένας δεν συζήτησε μείωση των επιτοκίων στη συνεδρίαση. Σημειώνεται ότι είναι η δεύτερη συνεχόμενη συνεδρίαση που η ΕΚΤ αφήνει τα επιτόκια αμετάβλητα. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η λήξη της επανεπένδυσης περιουσιακών στοιχείων που απέκτησε η ΕΚΤ, μέσα από τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης το τέλος του 2024.

Η ΕΚΤ βλέπει και πράττει

Υπενθυμίζεται ότι μέσα στα πλαίσια ενίσχυσης της ρευστότητας και διατήρησης του κόστους δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης σε χαμηλά επίπεδα, η ΕΚΤ προχώρησε σε σημαντικές αγορές τίτλων. Η απόφαση για τερματισμό των επανεπενδύσεων σκοπεύει, σύμφωνα με την ανακοίνωση, στον εξορθολογισμό του ισολογισμού της ΕΚΤ.

Επισημάνθηκε όμως ότι, η ΕΚΤ έχει τα εργαλεία για έκτακτες παρεμβάσεις εκεί και όπου χρειαστεί για να βοηθήσει συγκεκριμένες χώρες της Ευρωζώνης με προβλήματα όσον αφορά το δημόσιο χρέος. Για παράδειγμα, η Ιταλία παραμένει σημαντικά υπερδανεισμένη και αυτός είναι ένας από τους λόγους που η κυβέρνησή της αντιτίθεται στην άμεση δημοσιονομική προσαρμογή μέσα από τις αλλαγές του Δημοσιονομικού Συμφώνου.

Επιπλέον, επισημαίνεται ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να μειώνεται, με βραδύτερο ρυθμό, κυρίως λόγω των αναπροσαρμογών στην αγορά εργασίας και τους μισθούς. Σημαντικό μέρος στην επιβράδυνση της αύξησης των τιμών οφείλεται στην πορεία των τιμών του πετρελαιού και παρόμοιων αγαθών στις διεθνείς αγορές.

Οι δηλώσεις του διοικητή της FED συνδυάστηκαν με θετικές ανακοινώσεις που αφορούν μακροοικονομικά στοιχεία των ΗΠΑ όπως η ανεργία, κάτι που έδωσε θετική ώθηση στις χρηματαγορές. Την ίδια στιγμή, αύξηση στις τιμές παρουσιάζουν πολύτιμα μέταλλα όπως ο χρυσός, με τους επενδυτές να προεξοφλούν ενδεχομένως τις μειώσεις των επιτοκίων το 2024 και να αναζητούν πιο «σκληρές» επενδύσεις λόγω της μεταβλητότητας που παρουσιάζει το διεθνές οικονομικό σκηνικό.

Πώς θα διαμορφωθεί η νομισματική πολιτική;

Είναι με ιδιαίτερη σημασία που αναμένονται τα στοιχεία για το 2023 για τις πορείες των οικονομιών και ειδικότερα της Ευρωζώνης. Πολλές από τις χώρες παρουσιάζουν αρνητικές αποδόσεις λόγω της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής, τα στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ημερών όμως, δίνουν την εικόνα της ομαλής μετάβασης και όχι της ύφεσης.

Η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και η αφαίρεση σημαντικής ρευστότητας από τις αγορές, οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση της κατανάλωσης και της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οπότε αν η πορεία των οικονομιών είναι χειρότερη από την αναμενόμενη ή υπάρξουν γεγονότα που να οδηγούν σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενδεχομένως να δούμε τις μειώσεις των επιτοκίων γρηγορότερα.

Θεωρείται δεδομένο, άλλωστε το ανέφερε και η κα. Λαγκάρντ, ότι θα υπάρξει μια σημαντική περίοδος αυξημένων επιτοκίων, ενώ οποιεσδήποτε μειώσεις δεν θα έχουν τον ίδιο ρυθμό με τις αυξήσεις που είδαμε τους τελευταίους δεκαοκτώ με είκοσι τέσσερις μήνες. Οι Κεντρικές Τράπεζες με τη μη στοχευμένη πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης και των μηδενικών επιτοκίων για μεγάλο χρονικό διάστημα ενδεχομένως να συνέτειναν στη δημιουργία του προβλήματος του αυξημένου πληθωρισμού. Όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι η περίοδος των χαμηλών και μηδενικών επιτοκίων θα λήξει, αυτό που δεν είχε υπολογιστεί ήταν η επιθετικότητα με την οποία είδαμε τις αυξήσεις.

Οι αυξήσεις των επιτοκίων βελτίωσαν σημαντικά τις αποδόσεις των κεφαλαίων των τραπεζικών ιδρυμάτων και αυτό φαίνεται τόσο στα αποτελέσματα που ανακοινώνουν όσο και στα στοιχεία των ΕΚΤ.

Δεν αναμένεται αύξηση των ΜΕΔ αλλά τα νοικοκυριά ανησυχούν

Την ίδια στιγμή τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν αυξάνονται σημαντικά για δύο ενδεχομένως λόγους: πρώτο οι δανειολήπτες αντιλαμβανόμενοι την πορεία των επιτοκίων προχώρησαν σε αναδιαρθρώσεις / αναδιαπραγμάτευση των όρων των δανείων και φυσικά σε αναπροσαρμογή του οικογενειακού και επιχειρηματικού προϋπολογισμού και δεύτερο, χρησιμοποιήθηκε η συσσωρευμένη ρευστότητα από την περίοδο «αδράνειας» του κορωνοϊού για περιορισμό των δανειακών υποχρεώσεων.

Σε κάθε όμως περίπτωση νοικοκυριά και επιχειρήσεις φαίνεται να έχουν σημαντικά προβλήματα στην καθημερινότητά τους. Ο οικογενειακός προϋπολογισμός (βασικά η αγοραστική του δύναμη) συρρικνώθηκε σημαντικά μέσα από το πλέγμα της ακρίβειας και των υψηλών επιτοκίων, ενώ η μεταφορά των δανείων εκτός των ισολογισμών των τραπεζών (μπορεί να βελτίωσε τους δείκτες των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων) δεν σημαίνει ότι περιόρισε το πρόβλημα του υψηλού ιδιωτικού χρέους για την κοινωνία.

Φυσικά η πιο πάνω κατάσταση θα πρέπει να αξιολογείται σε συνεχή βάση τόσο από τα τραπεζικά ιδρύματα όσο και από τους δανειολήπτες, διότι μια παρατεταμένη περίοδος ακρίβειας και υψηλού κόστους δανεισμού πιθανώς να αυξήσει τα προβλήματα. Κάποιες ανάσες αναμένεται να δοθούν το επόμενο έτος, αλλά θα πάρει αρκετό χρόνο μέχρι να δούμε σημαντικές μειώσεις των επιτοκίων.

Το στοίχημα της συνεχούς προσαρμογής

Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, η πορεία των οικονομιών παρόλο που επιβραδύνεται, καταδεικνύει σημάδια καλής προσαρμογής. Οι προκλήσεις φυσικά παραμένουν σημαντικές, όπως και η μεταβλητότητα κυρίως όσον αφορά την Ευρώπη, με οικονομίες του πυρήνα της να παρουσιάζουν προβλήματα. Η ίδια η Ε.Ε. παρουσιάζει δομικά προβλήματα και ζητήματα συνεννόησης όπως φαίνεται από τις συζητήσεις για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο.

Επιβοηθητικά στις ευρωπαϊκές οικονομίες ενεργεί το Ταμείο Ανασυγκρότησης εφόσον χρηματοδοτεί αρκετά έργα και μεταρρυθμίσεις διατηρώντας έμμεσα τις κρατικές δαπάνες και ενισχύοντας την επιχειρηματική δραστηριότητα. Μπορεί η ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα λόγω του υψηλού κόστους δανεισμού να είναι μικρότερη, εντούτοις δίνει τη δυνατότητα περιορισμού της οικονομικής επιβράδυνσης. Αυτό αναμένεται να συμβεί και στην Κύπρο, που σταδιακά αρχίζει να αντλεί τα κεφάλαια που δικαιούται.

Σημειώνεται ότι, η μεταβλητότητα στο διεθνές πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον παραμένει. Ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, όπως και η ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή. Είναι φυσιολογικό τέτοια γεγονότα να επιβαρύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και να ενεργούν συνδυαστικά με το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης. Είναι γι΄ αυτούς τους λόγους που δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον το επόμενο έτος.

*Οικονομολόγου

Διαβάστε επίσης: Σύννεφα πάνω από τον ESM ελέω Ιταλίας - Γιατί ανησυχούν Κύπρος και χώρες Ευρωζώνης

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ