Η Βρετανία αντιμετωπίζει μία κρίσιμη οικονομική δοκιμασία, καθώς το υψηλό δημόσιο χρέος και η «αναιμική» ανάπτυξη προκαλούν ανησυχίες στους επενδυτές για μία νέα αναταραχή στις αγορές.
Με τη χώρα να εξαρτάται όλο και περισσότερο από ευμετάβλητες ξένες ροές κεφαλαίων, η ενημέρωση της υπουργού Οικονομικών Ρέιτσελ Ριβς στις 26 Μαρτίου σχετικά με τη δημοσιονομική κατάσταση θα αποτελέσει κομβικό σημείο για την εγχώρια οικονομία.
Η Ριβς έχει καταστήσει σαφές ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες της κυβέρνησης, οι οποίοι επιδιώκουν την ισορροπία μεταξύ δαπανών και εσόδων, καθώς και τη μείωση του καθαρού χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ, δεν είναι διαπραγματεύσιμοι. Ωστόσο, σύμφωνα με το Reuters, οι επενδυτές φοβούνται ότι η τήρηση αυτών των κανόνων μέσω περικοπών δαπανών ή αύξησης φόρων θα μπορούσε να περιορίσει τις επενδύσεις, υπονομεύοντας την ανάπτυξη.
Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει το μεγαλύτερο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών της G7, μετά τις ΗΠΑ, με τα δίδυμα ελλείμματα να αποτελούν το μεγάλο «αγκάθι». Παράλληλα, η χώρα βασίζεται ολοένα και περισσότερο σε βραχυπρόθεσμα κεφάλαια, τα οποία μπορούν να αποσυρθούν εύκολα σε περίπτωση κρίσης, καθιστώντας την πιο εκτεθειμένη από οποιαδήποτε άλλη μεγάλη οικονομία με παρόμοιο έλλειμμα.
Ο αναλυτής της Bank of America, Καμάλ Σάρμα, παρομοίασε τους δημοσιονομικούς κανόνες της Ριβς με τις σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες που έγιναν στόχος κερδοσκόπων κατά την ασιατική οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1990. «Το ερώτημα είναι πώς μπορεί η Βρετανία να αναπτυχθεί αρκετά ώστε να μειώσει το χρέος της; Το Ηνωμένο Βασίλειο βρίσκεται στην πρώτη γραμμή αυτού του ζητήματος», σχολίασε ο Σάρμα.
Η βρετανική οικονομία σημείωσε οριακή ανάπτυξη 0,1% το δ’ τρίμηνο του 2024, ενώ η παραγωγή μειώθηκε απροσδόκητα τον Ιανουάριο. Η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε στο μισό την πρόβλεψη ανάπτυξης για το 2025, με την εκτίμηση στο 0,75%. «Η οικονομία φαίνεται ότι έχει χάσει την ικανότητα να αναπτύσσεται», σχολίασε ο πρώην αξιωματούχος της Τράπεζας της Αγγλίας, Βίλεμ Μπούιτερ.
Η ανησυχία για τη δημοσιονομική πορεία εντείνεται, καθώς οι προοπτικές αύξησης των κρατικών εσόδων μέσω της φορολογίας παραμένουν περιορισμένες. Τον Ιανουάριο, η απότομη πτώση των ομολόγων και της στερλίνας, εν μέσω ανησυχιών για την οικονομική πολιτική του προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ανέδειξε τις ευπάθειες των βρετανικών αγορών. Η πρόσφατη άνοδος των γερμανικών ομολόγων οδήγησε επίσης σε αύξηση των αποδόσεων στα αντίστοιχα βρετανικά.
Η βρετανική κυβέρνηση είχε υποσχεθεί σταθερότητα πριν τις εκλογές του Ιουλίου 2024, ωστόσο η μεταβλητότητα στις αγορές παραμένει. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι η διακύμανση της απόδοσης του 10ετούς βρετανικού ομολόγου ήταν μεγαλύτερη από οποιοδήποτε άλλο αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Όταν ρωτήθηκε εάν ανησυχεί για ενδεχόμενη αρνητική αντίδραση των αγορών στην ανακοίνωση της 26ης Μαρτίου, η Ριβς απέφυγε να σχολιάσει. «Λάβαμε τα αναγκαία μέτρα τον Οκτώβριο για να διασφαλίσουμε τα δημόσια οικονομικά μας», δήλωσε στο περιθώριο της συνόδου G20 στη Νότια Αφρική.
Σύμφωνα με την BNP Paribas, αν η Ριβς ανακοινώσει δραστικά μέτρα, οι αγορές μπορεί να τα εκλάβουν ως σημάδι πανικού. Αντίθετα, όπως αναφέρει, μία πιο ισορροπημένη προσέγγιση με σταδιακές περικοπές δαπανών και ενδεχομένως φορολογικά μέτρα αργότερα στην κοινοβουλευτική θητεία θα ήταν προτιμότερη.
Πηγή: newmoney.gr