Το 2002, με τα ναυπηγεία της Κίνας να παράγουν μόλις το 8% της παγκόσμιας εμπορικής χωρητικότητας, ο τότε πρωθυπουργός Ζου Ρονγκζί διετύπωσε το όραμά του. «Η Κίνα», είπε, «μπορεί να ελπίζει ότι θα γίνει η Νο. 1 ναυπηγική υπερδύναμη στον κόσμο».
Και είχε δίκιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Clarksons Research, τα οποία παραθέτει η Wall Street Journal, το περασμένο έτος τα κινεζικά ναυπηγεία παρέδωσαν το 53% της παγκόσμιας χωρητικότητας.
Με τόσα πολλά αγαθά στις ΗΠΑ που εισάγονται από το εξωτερικό, αυτό σημαίνει ότι τα πλοία κινεζικής κατασκευής είναι απαραίτητα για να παραμένουν… γεμάτα τα ράφια των αμερικανικών καταστημάτων.
Όπως έκανε στην κατασκευή του σιδηροδρομικού δικτύου υψηλής ταχύτητας και των ολυμπιακών χώρων, το Πεκίνο ανέπτυξε τη δύναμή του από πάνω προς τα κάτω για να υλοποιήσει μία εθνική -όπως την χαρακτήρισε- προτεραιότητα. Κι όπως επισημαίνει το δημοσίευμα, έθεσε συγκεκριμένους στόχους, περιόρισε τη γραφειοκρατία και διοχέτευσε, κατά μία εκτίμηση, περισσότερα από 90 δισεκατομμύρια δολάρια σε επιδοτήσεις στις κινεζικές ναυπηγικές εταιρείες.
Και αυτό δεν αρέσει στον πρόεδρο Τραμπ, ο οποίος μαζί με μία δικομματική ομάδα νομοθετών σχηματίζουν ένα σχέδιο, προκειμένου να καταστούν και πάλι οι ΗΠΑ ναυπηγική δύναμη.
Βήμα πρώτο στο σχέδιο: «σκοτώνουμε» την Κίνα
Τον περασμένο μήνα, το Γραφείο του Εμπορικού Αντιπροσώπου των ΗΠΑ πρότεινε τέλη έως και 1,5 εκατομμυρίων δολαρίων για πλοία κινεζικής κατασκευής που ελλιμενίζονται στις ΗΠΑ, μια ιδέα που η κυβέρνηση Τραμπ ετοιμάζεται να εφαρμόσει γρήγορα .
Ο εμπορικός στόλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που προμήθευε τις αμερικανικές δυνάμεις στον Ειρηνικό με ενισχύσεις, όπλα και τρόφιμα είναι μια μακρινή ανάμνηση.
Και όπως εκτιμά η Clarksons τα αμερικανικά πλοία αντιπροσώπευαν μόλις το 0,1% της παγκόσμιας εμπορικής χωρητικότητας πέρυσι.
Η Κίνα διαθέτει πλέον 232 φορές μεγαλύτερη ναυπηγική ικανότητα από τις ΗΠΑ, σύμφωνα με το Πολεμικό Ναυτικό των ΗΠΑ.
Το πλεονέκτημα αυτό θα μπορούσε να είναι καθοριστικό εάν οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας στον Ειρηνικό εξελιχθούν σε παρατεταμένη ένοπλη σύγκρουση, σχολίασε στην WSJ, ο Σεθ Τζόουνς, αναλυτής στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Μελετών. Και μάλιστα επικαλέστηκε μια παλιά παροιμία από το πεδίο της μάχης: «Οι ερασιτέχνες συζητούν για στρατηγική. Οι επαγγελματίες μιλούν για logistics».
«Αν κοιτάξετε ιστορικά τους στρατούς στον πόλεμο, χρειάζονται πλοία για να παρέχουν σταθερή επιμελητεία σε μια σύγκρουση», είπε ο Τζόουνς. «Κι αυτό δεν μπορούσε να γίνει μόνο με στρατιωτικά πλοία. Θα χρειάζονταν μεγάλα, εμπορικά πλοία», εξήγησε.
Τα αμερικανικά τέλη
Στόχος των αμερικανικών τελών σε πλοία κινεζικής κατασκευής είναι να ωθήσουν τους ναυτιλιακούς γίγαντες όπως η ελβετική Mediterranean Shipping Company και η Δανική AP Moller-Maersk να αγοράσουν τα πλοία τους αλλού. Αναλυτές στο think tank, CSIS, υπολόγισαν ότι η MSC και η Maersk θα πληρώνουν αντίστοιχα 2 δισεκατομμύρια δολάρια και 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως εάν τεθούν σε ισχύ τα λιμενικά τέλη.
Ο διευθύνων σύμβουλος της MSC μάλιστα, υποστήριξε ότι τέτοιες χρεώσεις θα αυξήσουν τις τιμές για τους καταναλωτές .
Τα λιμενικά τέλη πάντως, δεν θα βοηθούσαν άμεσα την αμερικανική ναυπηγική βιομηχανία γιατί ουσιαστικά δεν υπάρχει. Βραχυπρόθεσμα, όμως, ωφελημένοι θα είναι ναυπηγεία σε δύο συμμαχικές με τις ΗΠΑ χώρες στην Ασία, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία.
Ο Τραμπ είπε στην ομιλία του στο Κογκρέσο αυτόν τον μήνα ότι θα προσφέρει φορολογικά κίνητρα για την αναζωογόνηση της αμερικανικής ναυπηγικής βιομηχανίας.
«Κάποτε φτιάχναμε τόσα πολλά πλοία», είπε. «Δεν τα φτιάχνουμε πια, αλλά θα τα φτιάξουμε πολύ γρήγορα, πολύ σύντομα».
Το στοίχημα του Τραμπ
Το μάθημα από την Κίνα -και πριν από αυτήν, τη Νότια Κορέα και την Ιαπωνία- είναι ότι η κατασκευή πολλών πλοίων απαιτεί μεγάλη κρατική υποστήριξη.
Το σχέδιο της Κίνας τέθηκε σε εφαρμογή λίγο καιρό αφότου ο Ζου, ο Κινέζος πρωθυπουργός, διευκρίνισε τον στόχο του. Η κεντρική κυβέρνηση έθεσε συγκεκριμένους στόχους, σύμφωνα με μια ερευνητική εργασία με επικεφαλής τον Panle Jia Barwick, οικονομολόγο του Πανεπιστημίου του Ουισκόνσιν. Οι ερευνητές τονίζουν ότι οι κινεζικές εθνικές και τοπικές κυβερνήσεις έδωσαν κίνητρα στις εταιρείες να κατασκευάσουν ναυπηγεία προσφέροντας γη κατά μήκος της ακτής σε τιμές χαμηλότερες της αγοράς, παρέχοντας ευνοϊκά δάνεια και φορολογικές πολιτικές και πουλώντας τους επιδοτούμενο χάλυβα. Αυτές οι επιδοτήσεις ανήλθαν συνολικά σε περίπου 91 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2006 και 2013, πρόσθεσαν.
Το αποτέλεσμα; η Κίνα πρόσθετε περισσότερα από 30 νέα ναυπηγεία ετησίως από το 2006 έως το 2008. Την ίδια περίοδο, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, τότε οι κορυφαίες ναυπηγικές χώρες του κόσμου, είχαν κατά μέσο όρο περίπου ένα νέο ναυπηγείο ετησίως.
Η λευκή λίστα
Στη συνέχεια, προκειμένου να καταστήσει τον κλάδο πιο αποτελεσματικό μέσω συγχωνεύσεων, η κινεζική κυβέρνηση δημοσίευσε μια λευκή λίστα με ναυπηγικές εταιρείες που έτυχαν προνομιακής μεταχείρισης.
Σήμερα, τα κινεζικά ναυπηγεία είναι ανταγωνιστικά σε ποιότητα και έχουν ένα συντριπτικό πλεονέκτημα στις τιμές, υπογραμμίζει η WSJ και εξηγεί: «Ένα σκάφος υπό κατασκευή στη Φιλαδέλφεια που χωράει το ισοδύναμο 3.600 κοντέινερ 20 ποδιών κοστίζει 333 εκατομμύρια δολάρια για να κατασκευαστεί . Ένα παρόμοιο πλοίο θα κόστιζε 55 εκατομμύρια δολάρια στην Κίνα, λένε οι πλοιοκτήτες».
Για να καλύψουν τη διαφορά, οι Αμερικανοί νομοθέτες προτείνουν την αμερικανική εκδοχή του κινεζικού σχεδίου.
Οι πρωτοβουλίες
Μια δικομματική ομάδα νομοθετών με επικεφαλής τον γερουσιαστή Μαρκ Κέλι, βετεράνο του Πολεμικού Ναυτικού και πρώην αστροναύτη, έχει προτείνει τον νόμο για τα πλοία για την Αμερική. Το σχέδιο προβλέπει την παροχή ομοσπονδιακής χρηματοδότησης και κίνητρα για την αναζωογόνηση των εγχώριων ναυπηγείων και τη δημιουργία ενός στρατηγικού εμπορικού στόλου, σε μια διαδικασία που θα διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία. Στόχος, λένε, είναι να αντιμετωπιστεί η κυριαρχία της Κίνας στους ωκεανούς.
Εισηγείται επίσης τη σύσταση ενός γραφείου στον Λευκό Οίκο, που θα εστιάσει στη ναυπηγική, μια ιδέα που ο Τραμπ υποστήριξε στην ομιλία του στο Κογκρέσο.
Ενώ τα λιμενικά τέλη σε πλοία κινεζικής κατασκευής θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν ορισμένα κόστη του νόμου περί πλοίων, οι φορολογούμενοι πιθανότατα θα πρέπει να σηκώσουν μεγάλο μέρος του λογαριασμού, εκτιμά ο Μάθιου Φουναϊόλε, αναλυτής στο CSIS: «Το πιο σημαντικό μέρος αυτού θα είναι η διαρκής υποστήριξη και οι επενδύσεις από την κυβέρνηση των ΗΠΑ», είπε.
Πηγή: ot.gr