Το ερώτημα "ποιες αλλαγές συνεπάγεται για τη Μέση Ανατολή η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ" βρίσκεται σε όλα τα στόματα. Αξίζει όμως να αναρωτηθεί κανείς και το αντίστροφο: ποιες αλλαγές θα υποχρεωθεί να επιφέρει ο Τραμπ στην πολιτική του απέναντι σε μία Μέση Ανατολή πολύ διαφορετική σε σχέση με την προηγούμενη προεδρική θητεία του;
Η πρώτη τετραετία Τραμπ σημαδεύθηκε από δύο επιλογές: την άσκηση "μέγιστης πίεσης" στο Ιράν (με την απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης, τη θέσπιση νέων σκληρότατων κυρώσεων, τη δολοφονία του Κάσεμ Σολεϊμανί) και την προώθηση των "Συμφωνιών του Αβραάμ", ήτοι της εξομάλυνσης των σχέσεων κομβικών αραβικών κρατών με το Ισραήλ, δίχως επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος.
Επρόκειτο για μια πολιτική βγαλμένη από τα όνειρα του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος εκτός των άλλων είδε τον Τραμπ να μεταφέρει στην Ιερουσαλήμ την αμερικανική πρεσβεία και να αναγνωρίζει την προσάρτηση των συριακών Υψωμάτων του Γκολάν στο εβραϊκό κράτος.
Ο προεδρικός γαμπρός Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος βρισκόταν στο επίκεντρο της χάραξης αυτών των πολιτικών, φαίνεται πως δεν θα έχει επίσημο ρόλο στον νέο Λευκό Οίκο. Όμως ούτε η κατεύθυνση ούτε η στελέχωση της νέας κυβέρνησης Τραμπ υπολείπεται της προηγούμενης σε φιλο-ισραηλινά αισθήματα – πόσο μάλλον που η χώρα του Νετανιάχου δίνει πλέον μάχη σε επτά μέτωπα. Και μόνο η ανακοίνωση του διορισμού της βουλευτού Ελίζ Στέφανικ στη θέση της πρέσβειρας των ΗΠΑ στον ΟΗΕ το εικονογραφεί αυτό χαρακτηριστικά.
Όμως στην εξίσωση έχει αλλάξει κάτι πολύ σημαντικό: η στάση της Σαουδικής Αραβίας. Το Ριάντ δεν είναι πλέον πρόθυμο ούτε να συμμετέχει σε μία πολιτική αποκλεισμού του Ιράν, ούτε να εξομαλύνει τις σχέσεις του με το Ισραήλ δίχως επίλυση του παλαιστινιακού ζητήματος.
Η ιρανο-σαουδαραβική συμφιλίωση, η οποία επετεύχθη έπειτα από κινεζική μεσολάβηση και ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 2023 στο Πεκίνο, ενόψει και της διεύρυνσης της Ομάδας BRICS, αποτέλεσε εξέλιξη που αποδείχθηκε ότι διαθέτει βάθος και αντοχή.
Αρκεί να αναλογισθούμε ότι Τεχεράνη και Ριάντ έχουν εισέλθει σε φάση "αμυντικής συνεργασίας" και ότι, ενώ σημαίνουν τύμπανα πολέμου μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Σαουδικής Αραβίας, Φαγιάντ αλ-Ρουαϊλί επισκεπτόταν την Κυριακή τον Ιρανό ομόλογό του, Μοχάμαντ Μπαγερί.
Η συνέχεια, εξίσου θεαματική, παίχτηκε στην κοινή σύνοδο Αραβικού Συνδέσμου και Οργανισμού Ισλαμικής Συνεργασίας που διοργανώθηκε στο Ριάντ με πρωταγωνιστή, εκ των πραγμάτων, τον διάδοχο και πραγματικό κυβερνήτη του βασιλείου, πρίγκιπα Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν (ενώπιον των αντιπροσωπειών 50 κρατών, συμπεριλαμβανομένης και ιρανικής).
Ο Σαουδάραβας διάδοχος δεν δίστασε να κάνει λόγο για "γενοκτονία" του παλαιστινιακού λαού από το Ισραήλ, να καταδικάσει τις ενέργειες του Ισραήλ κατά της υπηρεσίας του ΟΗΕ για του Παλαιστίνιους πρόσφυγες (UNRWA) και να ζητήσει άμεση κατάπαυση του πυρός σε Γάζα και Λίβανο. Όπως έχει τονίσει ο υπουργός του των Εξωτερικών, ο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν τόνισε ότι είναι εκτός συζήτησης η εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ όσο δεν υλοποιούνται τα ψηφίσματα του ΟΗΕ και προανήγγειλε ανάληψη πρωτοβουλίας για την προώθηση μιας λύσης "δύο κρατών" στο Μεσανατολικό – αυτής δηλ. την οποία ρητά αποκρούει η ισραηλινή βουλή και κυβέρνηση.
Είναι θέμα αυτοσεβασμού για τον Οίκο των Σαούντ να εμμένει στο πλαίσιο που υιοθέτησε το 2002 ο Αραβικός Σύνδεσμος, με εισήγηση του τότε διαδόχου και μετέπειτα βασιλιά Αμπντουλάχ, για την δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους στα σύνορα του 1967 με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ ως προϋπόθεση για την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ.
Είναι όμως και μια κίνηση αυτοπροστασίας, στον βαθμό που το Ριάντ επιθυμεί να ανεβάσει διαπραγματευτικά τις "μετοχές" του απέναντι στη νέα αμερικανική κυβέρνηση, αλλά και να αποτρέψει την κλιμάκωση των πολεμικών εντάσεων στην περιοχή, η οποία αντικειμενικά θα έθετε σε κίνδυνο και το ίδιο το βασίλειο.
Το "βαρυτικό πεδίο" που δημιουργεί η κινεζική ανάδυση και η ευρασιατική ολοκλήρωση, η επιθυμία εκσυγχρονισμού της σαουδαραβικής οικονομίας και κοινωνίας, ο φόβος ότι ο αμερικανικός παράγοντας ευνοεί άλλους παίκτες εντός της δυναστείας, καθώς και η απογοήτευση από τις παλινωδίες της Ουάσιγκτον (από την οποία το Ριάντ διεκδικεί ειδική σχέση ασφαλείας και μεταφορά πυρηνικής τεχνογωσίας) εξηγούν την αυτονόμηση αυτή του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Μια αυτονόμηση η οποία εκτυλίσσεται αργά και προσεκτικά, δεδομένου και του γεγονότος ότι τα χρηματοπιστωτικά assets του βασιλείου είναι τοποθετημένα σε αμερικανικούς τίτλους.
Πηγή: capital.gr
Διαβάστε επίσης: ΗΠΑ: Το who is who της κυβέρνησης Τραμπ