Γαλλία και Ιταλία φορολογούν επιχειρήσεις και πλούσιους για να καλύψουν το δημοσιονομικό κενό

Οι ειδικές φορολογικές αυξήσεις αυτού του είδους μπορεί να αποδειχθούν μια βραχυπρόθεσμη λύση για μια περιοχή που χρειάζεται ριζική αναμόρφωση

Η Γαλλία και η Ιταλία θέλουν να αποσπάσουν περισσότερους φόρους από τις επιχειρήσεις για να θέσουν υπό έλεγχο τα διογκωμένα δημοσιονομικά ελλείμματα και να διασφαλίσουν την αξιοπιστία τους έναντι των επενδυτών της αγοράς ομολόγων.

Οι χώρες ολόκληρης της Ευρώπης χρειάζονται επιπλέον χρήματα για να καλυφθεί η τρύπα που προκάλεσαν οι πολλαπλές κρίσεις, όπως το κόστος αντιμετώπισης της πανδημίας, η στήριξη των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της έξαρσης του πληθωρισμού και η χρηματοδότηση της άμυνας της Ουκρανίας.

Τα μέτρα που στοχοποιούν τις επιχειρήσεις και τους πλούσιους βοηθούν τις κυβερνήσεις να αποφύγουν λιτότητα παρόμοιας κλίμακας με αυτή που παρατηρήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους της ευρωζώνης. Επιτρέπουν επίσης στους πολιτικούς να πουν στους απογοητευμένους ψηφοφόρους ότι το βάρος της αποκατάστασης των κρατικών οικονομικών δεν πέφτει όλο πάνω τους.

Παρ’ όλα αυτά, οι ειδικές φορολογικές αυξήσεις αυτού του είδους μπορεί να αποδειχθούν μια βραχυπρόθεσμη λύση για μια περιοχή που χρειάζεται ριζική αναμόρφωση. Παράλληλα, θα υπάρχει αβεβαιότητα σχετικά με το πόσο καιρό θα παραμείνουν σε ισχύ τέτοιες πολιτικές και πόσο θα κοστίζουν χρόνο με το χρόνο. Ορισμένες βιομηχανίες έχουν ήδη επικρίνει τις προτάσεις.

Η δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας βρίσκεται στο επίκεντρο. Το ασφάλιστρο που πρέπει να πληρώσει για να δανειστεί σε σύγκριση με ορισμένες από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης έχει διευρυνθεί προς τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν για τελευταία φορά κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Καθώς αντιμετωπίζει μία δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση, η γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι χρειάζεται επιπλέον δύο χρόνια για να περιορίσει το έλλειμμά της εντός του ορίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν ενέκρινε την εφαρμογή προσωρινού φόρου στις μεγαλύτερες εταιρείες της χώρας, μια κίνηση που σηματοδοτεί απόκλιση από τη μακροχρόνια φιλοεπιχειρηματική του στάση.

Μία ημέρα αργότερα, ο υπουργός Οικονομικών της Ιταλίας δήλωσε ότι θα αυξήσει τους φόρους στις εταιρείες που επωφελήθηκαν περισσότερο από την οικονομική αναταραχή των τελευταίων ετών.

«Οι προσωρινές αυξήσεις φόρων προσφέρουν μια απτή άμεση ώθηση στα δημοσιονομικά, αλλά φυσικά αυτό δεν πρόκειται να διαρκέσει, οπότε αυτού του είδους τα μέτρα δεν βελτιώνουν καθόλου τη δημοσιονομική βιωσιμότητα», δήλωσε ο Τζέιμι Ρας, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη στο Bloomberg Economics. «Στην πραγματικότητα, δημιουργώντας αβεβαιότητα γύρω από τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος, μία τέτοια κίνηση μειώνει τα κίνητρα για επενδύσεις και επομένως έχει μακροπρόθεσμο οικονομικό και δημοσιονομικό κόστος».

Η γαλλική κυβέρνηση προγραμματίζει περίπου 60 δισ. ευρώ σε περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων το επόμενο έτος για να μειώσει το έλλειμμά της στο 5% του ΑΕΠ από περίπου 6,1% φέτος. Σημειωτέον πως αυτό δεν θα φτάσει το όριο του 3% της Ε.Ε. μέχρι το 2029.

Λίγο κάτω από 20 δισ. ευρώ θα προκύψουν από προσωρινές αυξήσεις φόρων σε πλούσιους ιδιώτες και μεγάλες εταιρείες, καθώς και από την αύξηση της «πράσινης» φορολογίας.

Ένας συνδυασμός πρόσθετων εισφορών και δημοσιονομικής εξυγίανσης μπορεί να επιβαρύνει τις δαπάνες και τη ζήτηση στην περιοχή του ευρώ.

Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί πολύ επικίνδυνη επιλογή, δεδομένων των ζοφερών αναπτυξιακών προοπτικών, ιδίως στη Γερμανία, η οποία έχει πληγεί από πολλαπλές προκλήσεις και προβλέπεται να παραμείνει στάσιμη φέτος.

Η ΙΑΤΑ χαρακτήρισε τα γαλλικά σχέδια «καταστροφικά». Ο γενικός διευθυντής Γουίλι Γουόλς δήλωσε ότι η απάντηση δεν μπορεί να είναι «να φορολογηθούν τα παραγωγικά τμήματα της οικονομίας μέχρις ακινησίας».

Επιπροσθέτως, οι αγορές χαρακτηρίζονται από αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με το αν η γαλλική κυβέρνηση διαθέτει πλειοψηφία στο κοινοβούλιο για να εγκρίνει τον προϋπολογισμό.

Ο πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ θα πρέπει πιθανότατα να χρησιμοποιήσει συνταγματικά εργαλεία για να παρακάμψει την ψηφοφορία επί του νομοσχεδίου, μια κίνηση που αυξάνει την πιθανότητα υποβολής προτάσεων δυσπιστίας.

Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της χώρας διαπραγματεύεται περίπου 80 μονάδες βάσης πάνω από το αντίστοιχο γερμανικό. Πρόσφατα ξεπέρασε ακόμη και την αντίστοιχη της Ισπανίας, η οποία φέρει χαμηλότερη πιστοληπτική αξιολόγηση.

«Αυτό το νέο σχέδιο μπορεί να είναι πιο ρεαλιστικό, αλλά θα μπορούσε επίσης να προκαλέσει απογοήτευση στους επενδυτές», δήλωσε ο Τιερί Βίζμαν, παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτής συναλλάγματος και επιτοκίων της Macquarie Group Ltd. «Όπως είδαμε στο Ηνωμένο Βασίλειο τον Σεπτέμβριο του 2022 κατά τη διάρκεια της σύντομης κυβέρνησης της Λιζ Τρας, οι επενδυτές μπορεί να μην είναι τόσο υπομονετικοί».

Η προσοχή των επενδυτών θα στραφεί τώρα σε έναν καταιγισμό αναθεωρήσεων των αξιολογήσεων της Γαλλίας, με τη Fitch στα μέσα Οκτωβρίου, τη Moody’s στις 25 Οκτωβρίου και την S&P Global στις 29 Νοεμβρίου.

Σύμφωνα με τις αναλυτές του Bloomberg Economics, Ελεονώρα Μαυροειδή και Μαέβα Κάζιν, «η δημοσιονομική προσπάθεια που απαιτείται για την επίτευξη των νέων στόχων του Μπαρνιέ είναι ήδη σημαντική. Η απόφαση να χρηματοδοτήσει το ένα τρίτο των σχεδίων εξυγίανσης μέσω αυξήσεων της φορολογίας σε πλούσιους ιδιώτες και κερδοφόρες επιχειρήσεις, παρά την έντονη αντίθεση των συμμάχων του στο στρατόπεδο του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν, υπογραμμίζει το μέγεθος της πρόκλησης».

Τα σχέδια της Ιταλίας είναι πιθανό να αποδειχθούν εξίσου δύσκολο να εφαρμοστούν. Πέρυσι, οι προτάσεις για επιβολή πρόσθετου φόρου στις τράπεζες ουσιαστικά εγκαταλείφθηκαν αφού προκάλεσαν μεγάλο ξεπούλημα στις ιταλικές μετοχές. Ο υπουργός Οικονομικών Τζιανκάρλο Τζορτζέτι υποσχέθηκε ότι δεν θα επαναληφθεί αυτό το λάθος.

Ο ίδιος, πάραυτα, σημείωσε ότι η αμυντική βιομηχανία είδε τα κέρδη της να εκτοξεύονται, αν και δεν έδωσε περισσότερες λεπτομέρειες.

Θα μπορούσε επίσης να υπάρξει αντίδραση από το φιλοεπιχειρηματικό κόμμα Forza Italia που αποτελεί μέρος της κυβέρνησης συνασπισμού της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι.

Μέχρι στιγμής, οι επενδυτές έχουν αποδειχθεί πολύ πιο αισιόδοξοι για την Ιταλία. Ιστορικά, η χώρα βρισκόταν στο επίκεντρο των ανησυχιών, δεδομένου ότι έχει το υψηλότερο ποσοστό χρέους στην Ευρώπη μετά την Ελλάδα, αλλά οι αγορές έχουν καθησυχαστεί από την προσέγγιση της Μελόνι.

Παρ’ όλα αυτά, η Γαλλία και η Ιταλία συγκαταλέγονται μεταξύ των χωρών που τέθηκαν σε καθεστώς στενής παρακολούθησης από την Ε.Ε. για τα υπερβολικά ελλείμματα. Η Ιταλία στοχεύει να μειώσει το δημοσιονομικό της κενό κάτω από το 3% το 2026, σε σχέση με το αναμενόμενο, φετινό 3,8%.

Τα όρια της Ε.Ε. για το χρέος και τα ελλείμματα τέθηκαν εκ νέου σε ισχύ στις αρχές του τρέχοντος έτους μετά από μήνες δύσκολων διαπραγματεύσεων που είδαν τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ε.Ε. – τη Γερμανία και τη Γαλλία – να συγκρούονται για το επίπεδο των προσπαθειών που απαιτούνται. Σημειωτέων πως οι κανόνες είχαν ανασταλεί για να επιτραπούν οι δαπάνες έκτακτης ανάγκης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Οι τρεις «μεγάλοι» της ΕΕ ζητούν λιγότερες ρυθμίσεις στις τράπεζες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ