Την Κίνα θα επισκεφτεί για πρώτη φορά μετά από εφτά και πλέον χρόνια ο Ινδός πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι, σύμφωνα με πηγή από τους κυβερνητικούς κόλπους που επικαλείται το Reuters. Κίνηση που ερμηνεύεται ως μια περαιτέρω ένδειξη διπλωματικής αναθέρμανσης με το Πεκίνο, καθώς οι εντάσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες αυξάνονται.
Ο Μόντι θα μεταβεί στην Κίνα για τη σύνοδο κορυφής του πολυμερούς Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης που ξεκινά στις 31 Αυγούστου.
Το ταξίδι του πραγματοποιείται σε μια περίοδο που η σχέση της Ινδίας με τις ΗΠΑ αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή κρίση των τελευταίων ετών, αφότου ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επέβαλε τους υψηλότερους δασμούς μεταξύ των ασιατικών χωρών σε προϊόντα που εισάγονται από την Ινδία.
Σήμερα ο Λευκός Οίκος ανακοίνωσε την επιβολή πρόσθετων δασμών 25% στην Ινδία, ανεβάζοντας το συνολικό ύψος των επιβαρύνσεων στο 50%, ως απάντηση για την εισαγωγή ρωσικού πετρελαίου από την κυβέρνηση του Νέου Δελχί.
Τι ανέφερε ο Τραμπ πριν επιβάλει τους δασμούς στην Ινδία
«Διαπιστώνω ότι η κυβέρνηση της Ινδίας εισάγει επί του παρόντος, άμεσα ή έμμεσα, πετρέλαιο από τη Ρωσική Ομοσπονδία», δήλωσε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε εκτελεστικό διάταγμα.
«Κατά συνέπεια, και όπως ορίζει η ισχύουσα νομοθεσία, τα προϊόντα προέλευσης Ινδίας που εισάγονται στο τελωνειακό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών θα υπόκεινται σε πρόσθετο δασμό 25%», προστίθεται στο διάταγμα.
Η επίσκεψη του Μόντι στην κινεζική πόλη Τιαντζίν για τη σύνοδο κορυφής του SCO, της ευρασιατικής ομάδας που περιλαμβάνει τη Ρωσία, θα είναι η πρώτη του από τον Ιούνιο του 2018. Στη συνέχεια, οι σινο-ινδικές σχέσεις επιδεινώθηκαν απότομα το 2020, μετά από την στρατιωτική σύγκρουση κατά μήκος των αμφισβητούμενων συνόρων τους με τα Ιμαλάια.
Ο Μόντι και ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ είχαν συνομιλίες στο περιθώριο μιας συνόδου κορυφής των BRICS στη Ρωσία τον Οκτώβριο, η οποία οδήγησε σε αναθέρμανση της κατάστασης. Οι δύο χώρες αποκλιμακώνουν σταδιακά τις εντάσεις που έχουν παρεμποδίσει τις επιχειρηματικές σχέσεις και τα ταξίδια μεταξύ τους.
Η Ρωσία
Στην επιβολή δευτερογενών κυρώσεων κατά της Ρωσίας προχωρά η Ουάσινγκτον από την Παρασκευή, παρά το γεγονός ότι η συνάντηση του Αμερικανού απεσταλμένου Στιβ Γουίτκοφ με τον πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν στη Μόσχα χαρακτηρίστηκε θετική.
Σύμφωνα με δήλωση αξιωματούχου του Λευκού Οίκου, η τρίωρη συνάντηση της Τετάρτης «πήγε καλά», με τη ρωσική πλευρά να εμφανίζεται «πρόθυμη να συνεχίσει την εμπλοκή με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Ωστόσο, ο ίδιος αξιωματούχος επιβεβαίωσε μιλώντας στο Reuters ότι «οι δευτερογενείς κυρώσεις εξακολουθούν να αναμένεται να εφαρμοστούν την Παρασκευή».
Η αποστολή του κ. Γουίτκοφ στη Μόσχα ήταν μια προσπάθεια της τελευταίας στιγμής με στόχο την επίτευξη προόδου στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η αμερικανική πλευρά έχει απειλήσει με κυρώσεις τη Μόσχα εάν δεν υπάρξουν κινήσεις για τον τερματισμό της σύγκρουσης.
Εν τω μεταξύ, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας της Ινδίας, Ατζίτ Ντοβάλ, βρίσκεται στη Ρωσία σε προγραμματισμένη επίσκεψη και αναμένεται να συζητήσει τις αγορές ρωσικού πετρελαίου από την Ινδία, μετά την πίεση που ασκεί ο Τραμπ, σύμφωνα με άλλη κυβερνητική πηγή.
Ο Ντοβάλ πιθανότατα θα ασχοληθεί με την αμυντική συνεργασία της Ινδίας με τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένης της ταχύτερης πρόσβασης στις εκκρεμείς εξαγωγές του συστήματος αεράμυνας S400 της Μόσχας στην Ινδία και το ενδεχόμενο επίσκεψης του Προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ινδία.
Μετά τον Ντοβάλ τη Ρωσία θα επισκεφθεί ο υπουργός Εξωτερικών Σουμπραμανιάμ Τζαϊσανκάρ τις επόμενες εβδομάδες.
Οι επιπτώσεις στις εξαγωγές
Αμερικανοί και Ινδοί αξιωματούχοι είπαν στο Reuters ότι ένα μείγμα πολιτικής λανθασμένης κρίσης, χαμένων σημάτων και πικρίας ματαίωσε τις διαπραγματεύσεις για εμπορικές συμφωνίες μεταξύ της μεγαλύτερης και της πέμπτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, των οποίων το διμερές εμπόριο αξίζει πάνω από 190 δισ. δολάρια.
Η Ινδία αναμένει ότι οι δασμοί Τραμπ θα μπορούσαν να της κοστίσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε αγαθά αξίας περίπου 64 δισ. δολαρίων ήτοι στο 80% των συνολικών εξαγωγών της, δήλωσαν στο Reuters τέσσερις ξεχωριστές πηγές
Η Ινδία εξήγαγε αγαθά που εκτιμώνται σε περίπου 81 δισεκατομμύρια δολάρια το 2024 στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, οι εξαγωγές αποτελούν μικρό κομμάτι της οικονομία της Ινδίας, ύψους 4 τρισ. δολαρίων, αναμένεται να περιορίσει τον άμεσο αντίκτυπο στην οικονομική ανάπτυξη.
Την Τετάρτη, η Κεντρική Τράπεζα της Ινδίας άφησε αμετάβλητη την πρόβλεψη για την αύξηση του ΑΕΠ για το τρέχον οικονομικό έτος Απριλίου-Μαρτίου στο 6,5% και διατήρησε σταθερά τα επιτόκια παρά τις αβεβαιότητες σχετικά με τους δασμούς.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Σε ισχύ από σήμερα οι ιστορικοί δασμοί Τραμπ – Αλλάζουν οι όροι στο παγκόσμιο εμπόριο