Μεγάλη μέρα η χθεσινή για την ελληνική οικονομία, καθώς έπεσε το τελευταίο «οχυρό» που κρατούσε τη χώρα μακριά από την επενδυτική βαθμίδα. Ο λόγος για τη Moody’s, τον πιο αυστηρό από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, ο οποίος έδωσε στην Αθήνα το investment grade.
Στην ψεσινή του ετυμηγορία, ο αμερικανικός οίκος αναβάθμισε το rating σε «Baa3», από «Ba1» προηγουμένως. Οι προοπτικές (outlook) άλλαξαν σε σταθερές, από θετικές που ήταν πριν.
Υπενθυμίζεται ότι τον Σεπτέμβριο του 2024, η Moody’s διατήρησε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε «Ba1», μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, αλλά αναβάθμισε τις προοπτικές της χώρας από «σταθερές» σε «θετικές». Αυτό αποτύπωσε τις βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα και την καλύτερη, από την αναμενόμενη, οικονομική επίδοση.
Μόλις δε, μία εβδομάδα πριν ο καναδικός οίκος DBRS προχώρησε σε νέα αναβάθμιση για την Ελλάδα, σε «BBB» με σταθερό trend (προοπτικές). Ωστόσο, η απόφαση της Moody’s έχει σαφώς μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς αποτελεί τον πιο αυστηρό οίκο αξιολόγησης.
Τι αναφέρει η έκθεση
Ο οίκος αξιολόγησης Moody’s (Moody’s) αναβάθμισε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου τόσο για το εγχώριο νόμισμα όσο και για το ξένο νόμισμα, από Ba1 σε Baa3.
Παράλληλα, προχώρησε σε αναβάθμιση της αξιολόγησης των μη εξασφαλισμένων τίτλων σε τοπικό νόμισμα από Ba1 σε Baa3, καθώς και των αξιολογήσεων για το πρόγραμμα μη εξασφαλισμένων μεσοπρόθεσμων τίτλων (MTN) και των μη εξασφαλισμένων τίτλων σε ξένο νόμισμα από Ba1 σε Baa3.
Επιπλέον, η βραχυπρόθεσμη αξιολόγηση για άλλους τίτλους σε ξένο νόμισμα αναβαθμίστηκε από (P)NP σε (P)P-3.
Η προοπτική (outlook) της αξιολόγησης μεταβλήθηκε από θετική σε σταθερή.
Η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την άποψη του οίκου ότι το πιστοληπτικό προφίλ της Ελλάδας διαθέτει πλέον μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε ενδεχόμενους μελλοντικούς κλυδωνισμούς. Τα δημόσια οικονομικά έχουν βελτιωθεί ταχύτερα από τις αρχικές μας εκτιμήσεις.
Βασιζόμενοι στη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης, στις θεσμικές βελτιώσεις που αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς και στο σταθερό πολιτικό περιβάλλον, αναμένουμε ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να επιτυγχάνει σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία θα μειώνουν σταδιακά το υψηλό χρέος της. Παράλληλα, η κατάσταση του τραπεζικού τομέα βελτιώνεται συνεχώς, περιορίζοντας τον κίνδυνο μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά το πιστοληπτικό προφίλ της χώρας.
Η σταθερή προοπτική αντανακλά την ισορροπία μεταξύ της αργής βελτίωσης ορισμένων από τις βασικές πιστωτικές προκλήσεις της Ελλάδας και των θετικών προοπτικών που σχετίζονται με τη σταθερότητα των θεσμών και τη δημοσιονομική πολιτική που προαναφέρθηκε. Από την πλευρά των προκλήσεων, η ολοκλήρωση των θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα απαιτήσει χρόνο. Αν και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ έχει μειωθεί ταχέως τα τελευταία χρόνια, θα παραμείνει ένας από τους υψηλότερους μεταξύ των χωρών που αξιολογούμε.
Παρ’ όλα αυτά, οι ελληνικές αρχές αξιοποιούν τη θετική δυναμική που δημιουργούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για την εφαρμογή πολιτικών που στηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα.
Παράλληλα, ο οίκος επισημαίνει πως αύξησε τα όρια αξιολόγησης της χώρας για το τοπικό και το ξένο νόμισμα από A1 σε Aa3. Για τις χώρες της ζώνης του ευρώ, είναι συνήθης μια διαφορά έξι βαθμίδων μεταξύ του ανώτατου ορίου για το τοπικό νόμισμα και της πιστοληπτικής αξιολόγησης του εκδότη στο ίδιο νόμισμα, καθώς και η απουσία διαφοράς μεταξύ του ανώτατου ορίου για το τοπικό και το ξένο νόμισμα.
Αυτό αντικατοπτρίζει τα οφέλη από το ισχυρό κοινό θεσμικό, νομικό και ρυθμιστικό πλαίσιο της ευρωζώνης, καθώς και τη στήριξη ρευστότητας και τους μηχανισμούς διαχείρισης κρίσεων. Επιπλέον, αποτυπώνει την εκτίμησή για μηδαμινό κίνδυνο εξόδου της Ελλάδας από την ευρωζώνη.
Το σκεπτικό της αναβάθμισης σε επενδυτική βαθμίδα
Τα ελληνικά δημόσια οικονομικά έχουν ξεπεράσει τις βασικές μας προβλέψεις εδώ και αρκετά χρόνια, γεγονός που ενισχύει την πεποίθησή μας ότι το ελληνικό χρέος θα παραμείνει σε σταθερή πτωτική πορεία. Αυτές οι βελτιώσεις οφείλονται τόσο στη συνεχή συγκράτηση των δαπανών όσο και στην ταχεία αύξηση των φορολογικών εσόδων, ως αποτέλεσμα της προόδου που σημειώνεται στη φορολογική συμμόρφωση και στη συλλογή εσόδων.
Το 2024, η Ελλάδα απέφερε επιπλέον 2 δισεκατομμύρια ευρώ σε φορολογικά έσοδα μέσω των προσπαθειών της για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης του ελλείμματος στον ΦΠΑ. Αυτό επιτεύχθηκε εν μέρει χάρη σε μια εκτεταμένη στρατηγική ψηφιοποίησης, η οποία ενισχύει και τη φορολογική συμμόρφωση. Η προσπάθεια εκσυγχρονισμού της φορολογικής διοίκησης συνεχίζεται, γεγονός που ενισχύει την εκτίμησή μας ότι η ανάπτυξη των φορολογικών εσόδων θα παραμείνει ισχυρή μεσοπρόθεσμα.
Η υπεραπόδοση των εσόδων δεν συνοδεύεται από αύξηση του φορολογικού βάρους στην εργασία, γεγονός κρίσιμο για τη διατήρηση της οικονομικής ανταγωνιστικότητας. Αντίθετα, το φορολογικό βάρος στην εργασία έχει μειωθεί κατά περίπου 4,5 ποσοστιαίες μονάδες από το 2019, ενώ οι ελληνικές αρχές συνεχίζουν να δίνουν προτεραιότητα σε στοχευμένες μειώσεις φόρων, όπως η μείωση των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, επιτρέποντας στον πληθυσμό να αποκομίζει άμεσα οφέλη από τις προσπάθειες περιορισμού της φοροδιαφυγής.
Στο μέλλον, η Ελλάδα αναμένεται να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία προβλέπεται να κυμανθούν μεταξύ 2% και 2,5% του ΑΕΠ σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό θα επιτευχθεί μέσω ενός συνδυασμού συγκράτησης δαπανών και σταθερής δημιουργίας εσόδων.
Η τρέχουσα κατάσταση αυξημένου γεωπολιτικού κινδύνου στην Ευρώπη επηρεάζει την Ελλάδα λιγότερο σε σύγκριση με άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Η Ελλάδα έχει επιτύχει ή υπερβεί τον στόχο του ΝΑΤΟ για αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ εδώ και πολλά χρόνια, ενώ δεν αντιμετωπίζει το ίδιο έλλειμμα επενδύσεων στην άμυνα που παρατηρείται σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνολικά, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας έχει μειωθεί κατά περίπου 50 ποσοστιαίες μονάδες από το ανώτατο επίπεδό του το 2020, ενώ έχει υποχωρήσει κατά περίπου 27 ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
Εκτιμούμε ότι στο τέλος του 2024 διαμορφώθηκε στο 156,1% του ΑΕΠ, ενώ προβλέπουμε ότι θα μειωθεί στο 148,3% το 2025 και στο 140,6% το 2026. Η δομή του ελληνικού χρέους παραμένει ευνοϊκή, με μέση διάρκεια λήξης στα 18,8 έτη, ενώ το σύνολό του είναι με σταθερά επιτόκια.
Στο τέλος του 2024, η Ελλάδα προχώρησε σε πρόωρη αποπληρωμή 7,9 δισεκατομμυρίων ευρώ από το χρέος της περιόδου της κρίσης που είχε συναφθεί μέσω του Μηχανισμού Δανειοδότησης της Ελλάδας Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στα τέλη του 2024 ότι η χώρα σχεδιάζει να προχωρήσει σε νέα πρόωρη αποπληρωμή ύψους 5 δισεκατομμυρίων ευρώ από το GLF το 2025. Με την αποπληρωμή του 2024, η Ελλάδα θα έχει αποπληρώσει περίπου το 61% των εκκρεμών δανείων, ενώ τα επόμενα χρόνια στοχεύει να εξοφλήσει πρόωρα το χρέος που λήγει την περίοδο 2033-2041.
Περαιτέρω ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα
Η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων συνεχίζει να βελτιώνεται και αναμένεται να συγκλίνει στα επίπεδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPL) παραμένει από τα υψηλότερα στην ΕΕ. Η μεγαλύτερη μείωση των NPL έχει επιτευχθεί μέσω πωλήσεων χαρτοφυλακίων και τιτλοποιήσεων, μειώνοντας τον δείκτη των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο 2,9% τον Δεκέμβριο του 2024, έναντι ενός μέσου όρου περίπου 2% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η κυβέρνηση έχει επεκτείνει το Σχέδιο Ηρακλής το οποίο έχει διαδραματίσει βασικό ρόλο στη μείωση των NPL μέσω τιτλοποιήσεων, με τα ανώτερα ομόλογα να φέρουν κρατική εγγύηση. Η επέκταση του προγράμματος Ηρακλής ΙΙΙθα ενισχύσει περαιτέρω τις τιτλοποιήσεις, κυρίως για την Attica Bank S.A., τη μικρότερη τράπεζα του συστήματος, και σε μικρότερο βαθμό για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι καθώς η μείωση των NPL έχει επιτευχθεί μέσω μεταβιβάσεων επισφαλών περιουσιακών στοιχείων, τα δάνεια αυτά εξακολουθούν να υφίστανται στην οικονομία, καθώς διαχειρίζονται από εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, ακόμα και αν δεν εμφανίζονται πλέον στους τραπεζικούς ισολογισμούς. Η παραμονή αυτών των μη εξυπηρετούμενων δανείων λειτουργεί ως τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη και αποτελεί εν δυνάμει υποχρέωση για το κράτος, λόγω της κρατικής εγγύησης στα ανώτερα ομόλογα, αν και καμία εγγύηση δεν έχει ενεργοποιηθεί τα τελευταία πέντε χρόνια.
Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας βελτιώνονται επίσης, λόγω της ισχυρής οργανικής δημιουργίας κεφαλαίων, παρά τις προγραμματισμένες διανομές μερισμάτων για το 2024-2025. Επιπλέον, η ποιότητα των κεφαλαίων ενισχύεται λόγω της ισχυρής κερδοφορίας και της επιτάχυνσης της απόσβεσης των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTC).
Αναμένουμε ότι τα κέρδη θα παραμείνουν ισχυρά, παρά την πίεση στα περιθώρια κέρδους το 2025-2026, λόγω της αναπροσαρμογής των επιτοκίων των δανείων σε χαμηλότερα επίπεδα, εξαιτίας της γενικότερης πτώσης των επιτοκίων. Τα έσοδα θα υποστηριχθούν από μονοψήφια αλλά σταθερή πιστωτική ανάπτυξη και από περαιτέρω εξορθολογισμό των λειτουργικών εξόδων των τραπεζών, μέσω ψηφιακών πρωτοβουλιών και πρόσθετων μειώσεων προσωπικού.
Η επεξήγηση για το σταθερό outlook
Η σταθερή προοπτική αντανακλά την ισορροπία μεταξύ της αργής βελτίωσης ορισμένων βασικών πιστωτικών προκλήσεων της Ελλάδας και των θετικών παραγόντων που προκύπτουν από ένα σταθερό θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον. Η ολοκλήρωση των θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη θα απαιτήσει χρόνο.
Αν και η οικονομική ανάπτυξη έχει υπάρξει ισχυρή λόγω της έντονης στήριξης από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, αναμένεται επιβράδυνση όταν ολοκληρωθεί η απορρόφησή τους.
Παράλληλα, οι δυσμενείς δημογραφικές τάσεις θα αποτελέσουν σημαντικό εμπόδιο στην ανάπτυξη, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να αυξήσει τα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό. Παρότι το δημόσιο χρέος έχει μειωθεί ταχύτατα τα τελευταία χρόνια, θα παραμείνει ένα από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών που αξιολογούμε μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Ωστόσο, οι ελληνικές αρχές αξιοποιούν αποτελεσματικά τη θετική δυναμική που δημιουργείται από τα κονδύλια του Ταμείου για την εφαρμογή πολιτικών που στηρίζουν την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Αυτή η στρατηγική μειώνει τους καθοδικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να προκληθούν από τις οικονομικές και δημοσιονομικές αδυναμίες.
Οι κίνδυνοι από δημογραφικό και κλιματική αλλαγή
Η έκθεση επισημαίνει και τις πηγές κινδύνου που ελλοχεύουν από την κλιματική αλλαγή και το δημογραφικό.
Ο αυξημένος φυσικός κλιματικός κίνδυνος οφείλεται κυρίως στη μεγάλη έκθεση της Ελλάδας σε δασικές πυρκαγιές, υψηλές θερμοκρασίες και υδατικό στρες. Μια περαιτέρω αύξηση της συχνότητας και της έντασης αυτών των φαινομένων θα μπορούσε να αποδυναμώσει την οικονομία της χώρας και, μέσω του συνδυασμού μειωμένων εσόδων και αυξημένων δαπανών, να επιβαρύνει ολοένα και περισσότερο τα δημόσια οικονομικά.
Παράλληλα, ένα δυσμενές δημογραφικό προφίλ αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά τη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, οι σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα τα τελευταία χρόνια έχουν περιορίσει τον δημοσιονομικό αντίκτυπο αυτής της δημογραφικής τάσης. Παρά τη σταθερή μείωση των ποσοστών ανεργίας, το γεγονός ότι παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων, δημιουργεί σημαντικές κοινωνικές προκλήσεις.
Τι θα μπορούσε να βελτιώσει την αξιολόγηση
Ανοδικές πιέσεις στην αξιολόγηση της Ελλάδας στο επίπεδο Baa3 θα μπορούσαν να προκύψουν, εάν διαπιστωθεί αυξημένη πιθανότητα ότι το μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό της χώρας ξεπερνά τις τρέχουσες εκτιμήσεις.
Αν και οι βελτιώσεις σε τομείς όπως η ενίσχυση της αποδοτικότητας του δικαστικού συστήματος ή η διαφοροποίηση της οικονομίας θα απαιτήσουν χρόνο, ενδείξεις επιτάχυνσης της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων θα είχαν θετικό αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα.
Επιπλέον, μια μείωση του ελληνικού χρέους σημαντικά μεγαλύτερη από τις τρέχουσες προβλέψεις μας θα αποτελούσε επίσης θετικό παράγοντα για την αξιολόγηση.
Τι θα μπορούσε να κατεβάσει και πάλι τη βαθμολογία
Πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση της Ελλάδας στο επίπεδο Baa3 θα μπορούσαν να προκύψουν εάν αντιστραφεί η πορεία πολιτικής που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια ή εάν υπάρξουν ενδείξεις ότι οι παλαιότερες μεταρρυθμίσεις δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα οφέλη στην ανάπτυξη και στα δημόσια οικονομικά.
Ιδιαίτερα, μια διαρκής και σημαντική επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης της κυβέρνησης, πιθανώς σε συνδυασμό με σοβαρή επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα μπορούσε να οδηγήσει σε αρνητική αναθεώρηση της αξιολόγησης.
Επίσης, οπισθοχώρηση στις διαρθρωτικές μακροοικονομικές ή δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις θα είχε αρνητικές συνέπειες.
Πέραν των στοιχείων αυτών, υπάρχει και το γεωπολιτικό ρίσκο, καθώς μια σημαντική επιδείνωση των γεωπολιτικών κινδύνων στην Ευρώπη, που θα οδηγούσε σε αποδυνάμωση της στήριξης από βασικούς συμμάχους – ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ – θα μπορούσε να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, εφόσον δεν υπάρξουν ισχυρά μέτρα αντιστάθμισης σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πηγή: newmoney.gr