Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 13ης Οκτωβρίου 1902, φτάνει στον Λευκό Οίκο μια δήλωση που μοιάζει με σωσίβιο για μια χώρα που παγώνει.
Οι εκπρόσωποι του Τζ. Π. Μόργκαν παραδίδουν στον πρόεδρο Ρούζβελτ το χαρτί, με το οποίο οι ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων δηλώνουν –επιτέλους– ότι αποδέχονται τη διαιτησία για να λήξει η πεντάμηνη απεργία των ανθρακωρύχων.
Είναι η στιγμή που μια οικονομική κρίση μετατρέπεται σε θεσμική τομή: για πρώτη φορά, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν στέκεται με το μέρος της εργοδοσίας, αλλά ως ουδέτερος μεσολαβητής.
Ο χειμώνας προ των πυλών
Τους προηγούμενους μήνες ολόκληρη η Ανατολική Ακτή ζει με το άγχος του κρύου. Το κάρβουνο που θερμαίνει τα σπίτια λείπει. Η τιμή του εκτινάσσεται από τα 5 στα 30 δολάρια ο τόνος. Σχολεία κλείνουν γιατί δεν έχουν καύσιμα.
Η κυβέρνηση φοβάται «ανείπωτη δυστυχία» και ταραχές που «μπορεί να εξελιχθούν σε κοινωνικό πόλεμο».
Ο Ρούζβελτ, τραυματισμένος από τροχαίο και καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, καλεί στην προσωρινή προεδρική κατοικία της οδού Λαφαγέτ τους εκπροσώπους εργοδοτών και εργατών. Δεν έχει νομικό δικαίωμα να επιβάλει λύση. Έχει όμως πολιτική ευθύνη να αποτρέψει την κατάρρευση.
Η Αμερική αλλάζει ρόλους
Στον 19ο αιώνα, το ομοσπονδιακό κράτος συνήθως «έσπαγε» απεργίες. Από τον Τζάκσον ως τον Κλίβελαντ, στρατός και δικαστικές εντολές επιστρατεύονται για να κινηθούν τρένα και να ανοίξουν εργοτάξια.
Το 1902, κάτι σπάει. Ο επίτροπος Εργασίας Κάρολ Ντ. Ράιτ συντάσσει σε χρόνο-ρεκόρ μια ψύχραιμη αναφορά: δικαιώματα και άδικα υπάρχουν και στις δύο πλευρές, αλλά υπάρχει και το δημόσιο συμφέρον.
Προτείνει 9ωρο «πιλοτικά», επιτροπή συνδιαλλαγής, και –όπου γίνεται– συλλογική διαπραγμάτευση.
Οι ιδιοκτήτες απαντούν με αλαζονεία. Ο Τζορτζ Μπέαρ, επικεφαλής της Philadelphia & Reading, γράφει την περιβόητη επιστολή του «θεϊκού δικαιώματος»: οι «χριστιανοί άνδρες» που ελέγχουν την περιουσία της χώρας ξέρουν καλύτερα τι χρειάζεται ο εργάτης.
Η επιστολή εξοργίζει τη μεσαία τάξη των πόλεων. Για πρώτη φορά, μια μεγάλη απεργία σε βασικό κλάδο δεν δαιμονοποιείται ως επανάσταση, αλλά γίνεται αντικείμενο διαιτησίας.
Η σύγκρουση της 3ης Οκτωβρίου
Στις 3 Οκτωβρίου, δέκα άνδρες στριμώχνονται στο δωμάτιο του Προέδρου. Ο Ρούζβελτ, με συγκρατημένο πάθος, ζητά επανέναρξη λειτουργίας με τρόπο που να καλύπτει «την κραυγαλέα ανάγκη του λαού».
Ο Τζον Μίτσελ, 28χρονος χαρισματικός ηγέτης των United Mine Workers, στέκει αξιοπρεπής. Οι εργοδότες όμως είναι ανένδοτοι: «Δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε με τους υποκινητές».
Ο Πρόεδρος βγαίνει από τη συνάντηση «καταρρακωμένος». Ο χειμώνας πλησιάζει. Ο εφοδιασμός παραμένει στάσιμος. Οι φωνές για έκτακτα μέτρα πληθαίνουν – ακόμη και για στρατιωτική ανάληψη των ορυχείων.
Ο Ρουτ και ο Μόργκαν
Εκεί μπαίνει στο κάδρο ο υπουργός Πολέμου, Ελάιου Ρουτ. Έμπιστος του χρηματοπιστωτικού κατεστημένου, πιάνει γραμμή με τον ισχυρότερο τραπεζίτη της χώρας.
Στις 11 Οκτωβρίου, πάνω στο γιοτ του Τζ. Π. Μόργκαν, το περίφημο Corsair, χαράσσουν την οδό διαφυγής: τα θέματα θα παραπεμφθούν σε επιτροπή διαιτησίας, όχι με απευθείας διαπραγμάτευση εργοδοτών–σωματείου, αλλά με χωριστές παρουσιάσεις κάθε εταιρείας και των εργαζομένων της.
Έτσι οι ιδιοκτήτες «σώζουν την τιμή» τους – δεν αναγνωρίζουν το σωματείο – αλλά υποτάσσονται σε δεσμευτική κρίση.
Το τέχνασμα του «επιφανούς κοινωνιολόγου»
Οι εργοδότες δέχονται διαιτησία υπό όρους: μηχανικός στρατού, μηχανικός μεταλλείων, δικαστής, «ειδήμων» στον κλάδο και… «ένας επιφανής κοινωνιολόγος». Ο Μίτσελ ζητά και καθολικό επίσκοπο, γιατί οι περισσότεροι ανθρακωρύχοι είναι καθολικοί.
Ο Ρούζβελτ χαμογελά: θα ορίσει ως «κοινωνιολόγο» τον Έντγκαρ Κλαρκ, επικεφαλής της αδελφότητας των εισπρακτόρων σιδηροδρόμων – έναν άνθρωπο της εργασίας με άλλο όνομα.
Προσθέτει τον επίσκοπο Σπώλντινγκ και τελικά εντάσσει και τον ίδιο τον Ράιτ. Η επιτροπή στήνεται ως μωσαϊκό ισορροπίας – και ως μήνυμα ότι το κράτος δεν είναι πια ρόπαλο, αλλά ζυγαριά.
«Πριν τα μεσάνυχτα»
Κάπως έτσι φτάνουμε στο χαρτί που αλλάζει την τροχιά του χειμώνα. Ο Μόργκαν έχει πείσει τους ιδιοκτήτες: η κοινή γνώμη βράζει, οι τιμές έχουν ήδη αποζημιώσει τις «χαμένες» εβδομάδες, ο κίνδυνος κρατικής επίταξης είναι πραγματικός. Στις 13 Οκτωβρίου, λίγο πριν γυρίσει η μέρα, ο Λευκός Οίκος λαμβάνει την επίσημη συναίνεση των εταιρειών σε διαιτησία.
10 ημέρες μετά η απεργία τελειώνει χωρίς να ξανανοίξει. Οι ανθρακωρύχοι κερδίζουν 10% αύξηση και μείωση του ημερήσιου ωραρίου από 10 σε 9 ώρες.
Οι ιδιοκτήτες παίρνουν υψηλότερη τιμή πώλησης και διατηρούν –στα χαρτιά– τη μη αναγνώριση του σωματείου.
Μα πάνω απ’ όλα, κερδίζει κάτι μεγαλύτερο: ο κανόνας ότι στις βιομηχανικές συγκρούσεις υπάρχει και τρίτος πόλος – το δημόσιο συμφέρον.
Η κληρονομιά μιας νύχτας
Η 13η Οκτωβρίου 1902 δεν είναι απλώς ένα «θαύμα» του Μόργκαν ούτε μια προσωπική νίκη του Ρούζβελτ. Είναι το σημείο που η Αμερική βάζει θεμέλιο στη μεσολαβητική της ταυτότητα: ένα κράτος ικανό να βλέπει πέρα από τα χαρακώματα κεφαλαίου και εργασίας, να στήνει διαδικασίες, να απαιτεί «θυσίες για το γενικό καλό».
Από εκεί και μετά, οι ομοσπονδιακοί θεσμοί –το Υπουργείο Εργασίας, οι υπηρεσίες διαμεσολάβησης, οι στατιστικές– παύουν να είναι διακοσμητικά και γίνονται εργαλεία ειρήνευσης.
Και αν κάτι μένει από εκείνη τη νύχτα, είναι ο ήχος που δεν ακούστηκε: ο εκκωφαντικός βόμβος μιας κοινωνίας που σπάει.
Πηγή: naftemporiki.gr
Διαβάστε επίσης: Τεχνητή νοημοσύνη: Οκτώ εταιρείες είδαν την αξία τους να εκτοξεύεται κατά 4,3 τρισ. δολάρια