Η ΕΕ βάζει καταθέσεις και συντάξεις στην κεφαλαιαγορά για να «σπάσει» το μονοπώλιο ΗΠΑ

Σήμερα οι Ευρωπαίοι διαθέτουν περίπου 10 τρισ. ευρώ σε τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες παρέχουν ασφάλεια και ρευστότητα, αλλά με χαμηλές αποδόσεις - Τα νοικοκυριά των ΗΠΑ είναι πολύ πιο ενεργά στις αγορές μετοχών, με ποσοστό συμμετοχής άνω του 50%, σε σύγκριση με μόλις 20% περίπου στην Ευρώπη

Το ποδόσφαιρο, «λέει» το ανέκδοτο, είναι ένα παιχνίδι όπου 22 παίκτες κυνηγάνε μια μπάλα και στο τέλος κερδίζουν οι Γερμανοί. Το χρηματιστήριο, όμως -και η κεφαλαιαγορά γενικότερα- είναι ένα παιχνίδι όπου το χρήμα γυρίζει και στο τέλος… κερδίζουν οι Αμερικανοί.

Τώρα πια, όμως, μετά τα «πέναλτι» του προέδρου Τραμπ με τους δασμούς και τις δηλώσεις για απόσυρση της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας, η Ευρώπη, εκτός από την απόπειρα για Κοινή Ευρωπαϊκή Άμυνα, επιχειρεί να χειραφετηθεί και στο πεδίο των κεφαλαιαγορών, προωθώντας την λεγόμενη Ένωση Αποταμιεύσεων και Επενδύσεων (Savings and Investment Union – SIU).

Η τελευταία είναι μια μετεξέλιξη του παλαιότερου σχεδίου για την Ένωση Κεφαλαιαγορών της Ε.Ε. η οποία, εκτός των τεχνικών δυσκολιών σκόνταφτε και στις πολιτικές διαφωνίες, καθώς Γαλλία και Γερμανία έριζαν για το εάν το νέο ευρωπαϊκό χρηματιστηριακό κέντρο θα είχε έδρα το Παρίσι ή τη Φρανκφούρτη, ενώ και η Βρετανία, όταν ήταν ακόμα μέλος της Ε.Ε., έβαζε τρικλοποδιές σε κάθε σχέδιο που θα έπληττε το Λονδίνο ως διεθνές χρηματιστηριακό κέντρο.

Σήμερα οι Ευρωπαίοι διαθέτουν περίπου 10 τρισεκατομμύρια ευρώ σε τραπεζικές καταθέσεις, οι οποίες παρέχουν ασφάλεια και ρευστότητα, αλλά με χαμηλές αποδόσεις. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκτιμά ότι, εάν τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά επένδυαν όπως τα αμερικανικά, έως και 8 τρισεκατομμύρια ευρώ θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε επενδύσεις στην αγορά τα επόμενα χρόνια.

Τα νοικοκυριά των ΗΠΑ είναι πολύ πιο ενεργά στις αγορές μετοχών, με ποσοστό συμμετοχής άνω του 50%, σε σύγκριση με μόλις 20% περίπου στην Ευρώπη.

Το ακριβές περιεχόμενο της SIU δεν έχει ακόμη οριστεί, αλλά προβλέπει παρεμβάσεις σε πολλά επίπεδα, από τη δημιουργία ενός πανευρωπαϊκού λογαριασμού αποταμίευσης και επενδύσεων, συστάσεις για φορολογικά κίνητρα και ενίσχυση των συμπληρωματικών συνταξιοδοτικών ταμείων (επικουρικά, επαγγελματικά κ.λπ), μέχρι τη δημιουργία κινήτρων για επενδύσεις στο χρηματιστήριο και κοινό πλαίσιο εποπτείας και εγγυήσεων.

Τα στοιχεία είναι ξεκάθαρα και όχι μόνο σε ότι αφορά στις αποδόσεις των μετοχών. Η αμερικανική κεφαλαιαγορά είναι επί δεκαετίες μια «μηχανή» η οποία λειτουργεί ανταγωνιστικά, με μεγάλη αποτελεσματικότητα και τροφοδοτεί με άφθονα κεφάλαια τις επιχειρήσεις. Startup, πολυεθνικοί κολοσσοί, μεσαίες εταιρείες μεταποίησης… σε κάθε μέγεθος και σε κάθε κλίμακα οι αμερικανικές εταιρείες έχουν στη διάθεσή τους κεφάλαια, τα οποία η αγορά παρέχει αξιολογώντας το ρίσκο και αναλαμβάνοντας πολύ περισσότερους κινδύνους από ότι στη Γηραιά Ήπειρο, όπου η χρηματοδότηση γίνεται κυρίως από τις τράπεζες, οι οποίες λειτουργούν συντηρητικά και με πολύ χαμηλότερες ταχύτητες.

Στις ΗΠΑ, οι κεφαλαιαγορές αποτελούν τον κύριο κινητήρα επιχειρηματικής χρηματοδότησης, με το 80% των επιχειρηματικών κεφαλαίων να προέρχεται από μετοχές και ομόλογα, έναντι 65% τη δεκαετία του 1990. Η ανάπτυξη της αγοράς εταιρικών ομολόγων ήταν εντυπωσιακή, από 150 δισεκατομμύρια σε σχεδόν 3 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε κεφάλαια επικινδύνου και ιδιωτικού κεφαλαίου εκτινάχθηκαν, με τις αμερικανικές επενδύσεις σε venture capital να αυξάνονται από 3,5 δισεκατομμύρια σε 380 δισεκατομμύρια δολάρια, τροφοδοτώντας την άνοδο των ψηφιακών κολοσσών που έχουν εξελιχθεί σε παγκόσμια μονοπώλια.

Το αποτέλεσμα είναι ότι η Ευρώπη έχει μείνει πίσω. Σε όλους τους κλάδους οι αγορές «ανήκουν» στις αμερικανικές εταιρείες, ενώ ειδικά στον κρίσιμο τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας και της Τεχνητής Νοημοσύνης οι ευρωπαϊκές εταιρείες είναι ουσιαστικά ανύπαρκτες.

Η ατμομηχανή είναι βέβαια το χρηματιστήριο:

Από το 1990 που κατέρρευσε το Τείχος του Βερολίνου μέχρι σήμερα αν είχαμε βάλει 100 δολάρια στον αμερικανικό δείκτη – βαρόμετρο S&P 500 αυτά θα είχαν γίνει 3.492 δολάρια, αλλά οι ευρωπαϊκές αγορές παρουσίασαν πιο μέτρια ανάπτυξη: ο γερμανικός DAX θα έφτανε τα 1.346 δολάρια, ο Euro Stoxx 600 τα 507 δολάρια, ο γαλλικός CAC 40 τα 378 δολάρια και ο ιταλικό FTSE MIB τα 266 δολάρια.

Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008, το χάσμα απόδοσης μεταξύ των αγορών των ΗΠΑ και της Ευρώπης έγινε ακόμη πιο έντονο. Από το Μάρτιο του  2009 μέχρι σήμερα ο S&P 500 πέτυχε αξιοσημείωτη συνολική απόδοση 741,73% ξεπερνώντας σημαντικά τους ευρωπαϊκούς δείκτες. Ο γερμανικός DAX έγραψε 246%, ο γαλλικός CAC 178% και ο ιταλικό MIB μόλις 66%.

Το ενδιαφέρον είναι ότι το 2025 έχει δείξει αντιστροφή των πρόσφατων τάσεων, λόγω κυρίως των δασμών Τραμπ, με τις ευρωπαϊκές αγορές να παρουσιάζουν ισχυρή υπεραπόδοση. Ο γερμανικός DAX προηγείται με κέρδος 22,08%, ακολουθούμενος από τον ιταλικό FTSE MIB στο 18,77%, ενώ ο αμερικανικός S&P 500, γράφει μόνο +2,62%, όπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα:

Αυτή η διαφορά αντανακλά και τον ρόλο των κεφαλαιαγορών σε κάθε οικονομία. Στις ΗΠΑ, οι κεφαλαιαγορές αποτελούν τον κύριο κινητήρα επιχειρηματικής χρηματοδότησης, με το 80% των επιχειρηματικών κεφαλαίων να προέρχεται από μετοχές και ομόλογα, έναντι 65% τη δεκαετία του 1990. Η ανάπτυξη της αγοράς εταιρικών ομολόγων ήταν εντυπωσιακή, από 150 δισεκατομμύρια σε σχεδόν 3 τρισεκατομμύρια δολάρια. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις σε κεφάλαια επικινδύνου και ιδιωτικού κεφαλαίου εκτινάχθηκαν, με τις αμερικανικές επενδύσεις σε venture capital να αυξάνονται από 3,5 δισεκατομμύρια σε 380 δισεκατομμύρια δολάρια, τροφοδοτώντας και την άνοδο των ψηφιακών κολοσσών που έχουν εξελιχθεί σε παγκόσμια μονοπώλια.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Διαμορφώνοντας μια βιώσιμη φορολογική μεταρρύθμιση - Οι αρχές που δεν πρέπει να αγνοηθούν

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ