Γερμανία: Πώς η χρήση των δημοσίων δαπανών 1 τρισ. ευρώ μπορεί να αποδειχθεί δύσκολη υπόθεση (πίνακες)

Το επίτευγμα του Μερτς για τη χαλάρωση του «φρένου χρέους» θα αντιμετωπίσει εκτεταμένο έλεγχο από τους νομοθέτες, ακολουθούμενο από γραφειοκρατικές αποφάσεις για την εφαρμογή του

Ο υποψήφιος καγκελάριος της Γερμανίας Φρίντριχ Μερτς έχει εξασφαλίσει πολιτική υποστήριξη για ένα μεγάλο σχέδιο αύξησης των επενδύσεων στις υποδομές και τον στρατό της.

Τώρα πρέπει να ξοδέψει τα χρήματα, κάτι που δεν είναι απλό σε μια χώρα που συχνά δυσκολεύεται να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της.

Η βιασύνη του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για ειρήνη στην Ουκρανία και η αποδέσμευσή του από την ευρωπαϊκή άμυνα θα μεταθέσει γρήγορα το βάρος στη Γερμανία και την Ευρώπη να αναλάβουν τον μανδύα της ασφάλειας – ένα έργο που ο Μερτς έχει ήδη αναγνωρίσει ως κρίσιμο. Γνωρίζει επίσης ότι η μεγαλύτερη οικονομία της περιοχής, που είναι ήδη ευάλωτη στον εμπορικό προστατευτισμό του Λευκού Οίκου, δε μπορεί να αντέξει άλλα χαμένα χρόνια.

Αλλά ακόμη και μετά την ολοκλήρωση των επίπονων συνομιλιών για τον συνασπισμό τις επόμενες εβδομάδες, το επίτευγμα του Μερτς να χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς κανόνες για να απελευθερώσει δαπάνες που θα τροφοδοτούνται από το χρέος, θα αντιμετωπίσει εκτεταμένο έλεγχο από τους νομοθέτες, ακολουθούμενο από γραφειοκρατικές αποφάσεις για την εφαρμογή του.

Η αποτυχία θα μπορούσε να αφήσει τη χώρα με ανεπαρκή άμυνα έναντι της Ρωσίας, αντιμετωπίζοντας ακόμη μεγαλύτερη οικονομική δυσπραγία και θα μπορούσε επίσης να επισκιάσει την προσπάθειά του να περιορίσει το ακροδεξιό AfD.

Τα μετρητά που θα είναι στη διάθεση της Γερμανίας υπολογίζονται συνήθως σε 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Αυτά περιλαμβάνουν ένα ειδικό ταμείο 500 δισεκατομμυρίων ευρώ για υποδομές και στη χρήματα για την άμυνα, που δεν περιορίζονται πλέον από το φρένο χρέους της χώρας.

Η ώθηση στην ευημερία από μία αύξηση των δαπανών θα μπορούσε να είναι σημαντική. Οι οικονομολόγοι της Deutsche Bank αύξησαν τις προβλέψεις τους για την οικονομική ανάπτυξη το 2026 σε 1,5% από 1%, φτάνοντας σε ρυθμό 2% το 2027. Αυτό συνάδει με τις πρόσφατες αναθεωρήσεις της Goldman Sachs και της Commerzbank.

Αλλά τα ίδια τα κεφάλαια θα μπορούσαν να αργήσουν να απελευθερωθούν: ο νόμος για το ταμείο υποδομών ενδέχεται να καθυστερήσει ενώ, όπως συμβαίνει και με άλλες προηγμένες οικονομίες, τα μεγάλα γερμανικά έργα αντιμετωπίζουν χρονοβόρες διαδικασίες προμηθειών, αδειοδότησης και σχεδιασμού που συχνά παίρνουν πολύ περισσότερο χρόνο από την ίδια την κατασκευή.

Η Deutsche Bank εκτιμά ότι οι δαπάνες για υποδομές θα ανέλθουν σε 30 δισ. ευρώ το 2026. Στη συνέχεια, θα διπλασιαστούν σε 60 δισ. ευρώ το 2027, προτού υποχωρήσουν στα 40 δισ. ευρώ το 2028. Προβλέπει ότι οι αμυντικές δαπάνες θα αυξηθούν από 80 δισ. ευρώ σε 110 δισ. ευρώ το 2026 και θα φτάσουν τα 150 δισ. ευρώ το 2027.

Η Γερμανία μπορεί να κινηθεί γρήγορα όταν χρειάζεται, με πιο χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα τη δημιουργία τερματικών σταθμών LNG σε χρόνο-ρεκόρ, αφού η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έθεσε σε κίνδυνο τον ενεργειακό εφοδιασμό.

Αυτή ήταν μια ειδική περίπτωση, ωστόσο, που έλαβε χώρα υπό πίεση. Η χώρα είναι περισσότερο συνηθισμένη σε πρότζεκτ πολλών δεκαετιών, όπως η κατασκευή του αεροδρομίου του Βερολίνου στο Βρανδεμβούργο και η ακόμη ανολοκλήρωτη αναμόρφωση του σιδηροδρομικού σταθμού της Στουτγκάρδης.

Το 2023, το εντυπωσιακό ποσό των 76 δισεκατομμυρίων ευρώ – το 16% του συνολικού χρηματοδοτικού σχεδίου της Γερμανίας – έμεινε ανεκμετάλλευτο λόγω εμποδίων όπως γραφειοκρατικά εμπόδια, εμπλοκές στις προμήθειες και ελλείψεις προσωπικού. Οι τομείς στους οποίους επικεντρώθηκε η ώθηση του Μερτς ήταν ιδιαίτερα δύσκολοι.

Το Ταμείο Κλίματος και Μετασχηματισμού, γνωστό ως KTF, το οποίο επιδοτεί έργα όπως η φόρτιση ηλεκτρικών οχημάτων, έχει εκταμιεύσει μόνο περίπου το 65% κατά μέσο όρο τα τελευταία επτά χρόνια. Θα λάβει 100 δισεκατομμύρια ευρώ από τα προγραμματισμένα κίνητρα ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Το στρατιωτικό ταμείο της Γερμανίας, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, που δημιουργήθηκε από τον συνασπισμό του Όλαφ Σολτς, είναι ένα άλλο παράδειγμα. Ενώ το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων έχει διατεθεί για αγορές όπλων, μόνο το ένα τέταρτο αυτών έχει πράγματι εκταμιευθεί τα τελευταία τρία χρόνια.

Ένα πρόβλημα είναι το αυστηρό μεταπολεμικό καθεστώς που απαγορεύει στη γερμανική βιομηχανία όπλων να αποθηκεύει όπλα. Η χαλάρωση αυτών των περιορισμών μπορεί να ενισχύσει την παραγωγή, δήλωσε η Μόνικα Σνίτσερ πρόεδρος του ανεξάρτητου συμβουλίου οικονομικών αναλυτών της χώρας. Εκτιμά επίσης ότι κατασκευαστές όπως η Rheinmetall, η Hensoldt και η Diehl Defense θα μπορούσαν να αποσπάσουν ταλέντα από τον προβληματικό κλάδο της αυτοκινητοβιομηχανίας.

Ωστόσο, οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό παραμένουν ένα ευρέως διαδεδομένο θέμα, και δεδομένου του εργατικού δυναμικού στον τομέα των κατασκευών που απαιτείται για την προώθηση των υποδομών της Γερμανίας, από την επισκευή γεφυρών έως την ανακαίνιση νοσοκομείων και σχολείων, αυτό μπορεί να αποδειχθεί ένα ακόμη φρένο στις δαπάνες.

Σύμφωνα με τον αναλυτή του Bloomberg Economics, Μάρτιν Άντεμερ, «η οικονομία της Γερμανίας είναι δομικά αδύναμη, καθώς αντιμετωπίζει τη μετατόπιση από την κινεζική ζήτηση, το υψηλότερο ενεργειακό κόστος και την παραπαίουσα αυτοκινητοβιομηχανία. Οι υψηλότερες επενδυτικές δαπάνες θα μπορούσαν να βοηθήσουν σημαντικά στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων, εξομαλύνοντας την οικονομική μετάβαση και αυξάνοντας το δυνητικό ΑΕΠ κατά 2% μακροπρόθεσμα».

Οι πιο ευέλικτες ώρες εργασίας και η προτεραιότητα της ψηφιοποίησης στη διοίκηση των δημόσιων υποδομών θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην άρση ορισμένων σημείων συμφόρησης, σύμφωνα με τον Στέφαν Κόλεφ, διευθυντή του Ludwig Erhard Forum για την Οικονομία και την Κοινωνία.

Ο ίδιος και άλλοι οικονομολόγοι, όπως ο πρόεδρος της Bundesbank, υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση δεν πρέπει να εγκαταλείψει τις φιλικές προς την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεις.

Ο ίδιος ο Μερτς γνωρίζει το διακύβευμα, ιδιαίτερα μετά από μια δημοσκόπηση της Forsa που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα και έδειξε ότι το AfD κερδίζει το 24% των ψήφων – μόλις μία μονάδα πίσω από το κόμμα του. Η επίγνωση της σημασίας για αποφάσεις και πράξεις ήταν ξεκάθαρη στην ανακοίνωσή του, η οποία περιλαμβάνει ακόμη και τη γλώσσα του πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, για τη διάσωση του ευρώ, αναφέροντας πως «πρέπει να κάνουμε ό,τι χρειαστεί».

Πηγή: newmoney.gr

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ