Ο Donald Trump έχει υποσχεθεί να φέρει μία εποχή αμερικανικού εξαιρετισμού με πολιτικές που βάζουν τις ΗΠΑ μπροστά από όλα τα υπόλοιπα κράτη. Μέχρι στιγμής, όμως, οι κινήσεις του έχουν ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα στα αμερικανικά χρηματιστήρια.
Αυτή τη στιγμή, ο S&P 500, ο οποίος επί χρόνια είχε πολύ υψηλότερες επιδόσεις από μεγάλους διεθνείς δείκτες, υποαποδίδει έναντι βασικών αγορών της Ευρώπης και της Κίνας, καθώς οι επενδυτές άρχισαν να τραβούν χρήματα από τις ΗΠΑ και να επενδύουν σε άλλα μέρη του κόσμου.
Από την ορκωμοσία του Trump, ο S&P 500 καταγράφει πτώση περίπου 6%, ενώ ο γερμανικός Dax σημειώνει άνοδο 10% και ο πανευρωπαϊκός Stoxx 600 έχει κέρδη τουλάχιστον 4%. Οι απώλειες σε άλλους αμερικανικούς δείκτες είναι ακόμα μεγαλύτερες, τη στιγμή που οι ευρωπαϊκές αγορές ανεβαίνουν λόγω των συζητήσεων για ενίσχυση των αμυντικών δαπανών, αφότου ο Trump κατέστησε σαφές ότι απαιτεί μεγαλύτερη ανεξαρτησία της Ευρώπης στον τομέα της άμυνας.
Ο δείκτης Hang Seng του Χονγκ Κονγκ καταγράφει άνοδο τουλάχιστον 20% από την ορκωμοσία, καθώς η κινεζική κυβέρνηση κάνει προσπάθειες να τονώσει την οικονομία. Επίσης, ο δείκτης IPC του Μεξικό αποδεικνύεται ανθεκτικός στους δασμούς του Trump, καταγράφοντας άνοδο περίπου 5%.
Δεδομένων των τεράστιων διακυμάνσεων στις αμερικανικές αγορές λόγω της αβεβαιότητας για την εμπορική πολιτική του Trump και των περικοπών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, οι σύμβουλοι επενδύσεων άρχισαν να στρέφουν τους πελάτες τους σε άλλες αγορές ανά τον κόσμο.
Έτσι, ακόμα και διεθνή χρηματιστήρια που καταγράφουν απώλειες έχουν καλύτερες επιδόσεις από τον S&P 500. Ο παγκόσμιος δείκτης FTSE σημειώνει πτώση περίπου 2,9% από την ορκωμοσία του Trump με βαρίδι τις μετοχές των εισηγμένων στις ΗΠΑ. Ο δείκτης TSX του Καναδά υποχωρεί περίπου 2% και ο ιαπωνικός Nikkei 225 σημειώνει απώλειες της τάξης του 3,6%.
Τις τελευταίες εβδομάδες, η Wall Street έχει στείλει μια σειρά από εκθέσεις, παρουσιάσεις, ιδέες και σημειώματα προς πελάτες, προτείνοντας την απομάκρυνσή τους από τα αμερικανικά χρηματιστήρια. Ετσι, οι επενδυτές άρχισαν να τραβούν χρήματα, τουλάχιστον 2,5 δισ. δολάρια την περασμένη εβδομάδα, από funds που τοποθετούνται σε αμερικανικές μετοχές. Συγκριτικά, οι εισροές άγγιξαν σχεδόν τα 100 δισ. δολάρια τις πρώτες εννέα εβδομάδες του 2025.
Οι ρευστοποιήσεις όμως αναμένεται να συνεχιστούν, καθώς ναι μεν ορισμένοι traders αντιδρούν γρήγορα στις νέες πληροφορίες, όμως άλλοι, και ιδίως όσοι κοιτούν μακριά στο μέλλον, μπορεί να μετακινήσουν τα χρήματα τους μετά από μήνες.
Σε κάθε περίπτωση, αν οι επενδυτές συνεχίσουν να βγάζουν χρήματα από αμερικανικές αγορές και να επενδύσουν σε ξένες, μπορεί να κλιμακωθεί η πίεση των ρευστοποιήσεων, που την περασμένη εβδομάδα έφερε τον S&P 500 σε περιοχή διόρθωσης, με πτώση τουλάχιστον 10% από την κορύφωσή του.
Η Jitania Kandhari, υψηλόβαθμο στέλεχος στη Morgan Stanley Investment Management, δήλωσε στους New York Times ότι οι αμερικανικές αγορές είναι τόσο μεγάλες που μια πλήρης έξοδος από ξένους επενδυτές είναι σχεδόν αδύνατη, «αλλά η στροφή μπορεί σίγουρα να δημιουργήσει ρεύμα στην αγορά».
Σημείο καμπής για τη Wall Street;
Αυτή η μείωση των θέσεων στη Wall Street καταγράφεται έπειτα από ολόκληρα χρόνια, που η αμερικανική αγορά ήταν πρότυπο, προσελκύοντας όσους ξένους επενδυτές αναζητούσαν υψηλότερες αποδόσεις από αυτές που μπορούσαν να τους προσφέρουν τα εθνικά χρηματιστήρια.
Το 2024 περίπου 420 δισ. δολάρια διοχετεύθηκαν σε funds που τοποθετούνται σε αμερικανικές μετοχές, συμβάλλοντας στην άνοδο βασικών δεικτών και στην ανάπτυξη μιας ομάδας τεχνολογικών εταιρειών. Σχεδόν τα δύο τρίτα της κεφαλαιοποίησης του παγκόσμιου δείκτη FTSE αφορούν αμερικανικές μετοχές, με εννέα από τις 10 κορυφαίες -σε μέγεθος- μετοχές να προέρχονται από τις ΗΠΑ.
Το δωδεκάμηνο πριν τις προεδρικές εκλογές, ο S&P 500 είχε καλύτερες επιδόσεις από πολλούς άλλους δείκτες ανά τον κόσμο, με άνοδο 32%. Αμέσως μετά ακολουθούσε ο γερμανικός Dax, με κέρδη 27%.
Πολλοί επενδυτές παραμένουν αισιόδοξοι για τις αμερικανικές αγορές σε μακροπρόθεσμο επίπεδο και πιστεύουν ότι θα υπερισχύσουν ξανά έναντι των ξένων μετοχών.
Η Ευρώπη ίσως αυξήσει τις κρατικές δαπάνες, πιθανώς δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη. Αυτή η άνθιση όμως μπορεί να πυροδοτείται από τον φόβο του πολέμου όχι εξαιτίας μιας βιώσιμης οικονομικής ισχύος. Κι αν η αμερικανική οικονομία επιβραδυνθεί, τότε είναι πιθανό να συμπαρασύρει και τον υπόλοιπο κόσμο. «Πιστεύω ότι τελικά όλη αυτή η αβεβαιότητα θα σβήσει και θα παραμείνουμε με μία αμερικανική αγορά με πλεονεκτήματα, που δεν έχουν η Ευρώπη και άλλες χώρες», δήλωσε στους NYT ο Paul Christophe, επικεφαλής στρατηγικής αγορών στο Wells Fargo Investment Institute.
Άλλοι επενδυτές, όμως, διερωτώνται αν αυτή η περίοδος είναι το σημείο καμπής, που θα ανατρέψει μία πολυετή τάση αμερικανικού εξαιρετισμού στα χρηματιστήρια. «Πιστεύω ότι γίνεται αυτή η συζήτηση», σημείωσε η Kandhari.
Πηγή: moneyreview.gr με πληροφορίες από New York Times
Διαβάστε επίσης: Αναλογικός ή ψηφιακός χρυσός; Ποια η εικόνα του πολύτιμου μετάλου και του bitcoin