Πώς «κάηκαν» 9 τρισ. δολάρια σε 3 εβδομάδες στη Wall Street

Ακατάσχετη αιμορραγία στις αγορές

Σε ένα ατέρμονο σπιράλ φόβου και αβεβαιότητας περιστρέφεται η Wall Street, με τους τρεις βασικούς δείκτες να έχουν απολέσει περισσότερα από 9 τρισ. δολ. κεφαλαιοποίησης από τα τέλη Φεβρουαρίου.

Οι συγκεκριμένες απώλειες δείχνουν μία δραματική αλλαγή πλεύσης των traders, οι οποίοι σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα έχασαν την αισιοδοξία τους για το αμερικανικό ενεργητικό.

Μία σειρά από γεγονότα δημιουργούν ένα ασταθές επενδυτικό περιβάλλον, με αβέβαιη προοπτική: οι αεροπορικές επιθέσεις του Ισραήλ στη Γάζα και η απειλή Τραμπ στο Ιράν για τις επιθέσεις των Χούθι στη διεθνή ναυσιπλοΐα αναζωπυρώνουν τις γεωπολιτικές εντάσεις στη Μέση Ανατολή, ενώ η επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ και τα αντίποινα από τους εμπορικούς εταίρους τους δημιουργούν ένα τοξικό μίγμα για το εμπόριο και την οικονομία.

Το comeback της Παρασκευής δεν φάνηκε πειστικό, καθώς παραμένουν τα ερωτηματικά για την ευρωστία της αμερικανικής οικονομίας, με τους επενδυτές να εγκαταλείπουν τις μεγάλες τεχνολογικές και να εμφανίζουν ενδιαφέρον για περιοχές της αγοράς που δεν έχουν ευνοηθεί μέχρι τώρα, ενώ ταυτόχρονα βρίσκουν καταφύγιο στον χρυσό, που έκανε νέο ιστορικό υψηλό.

Μεγάλες περικοπές

Οι επενδυτές προέβησαν στις μεγαλύτερες στα χρονικά περικοπές των χαρτοφυλακίων τους με αμερικανικές μετοχές, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της BofA, με τον στρατηγικό αναλυτή Μάικλ Χάρτνετ να προβλέπει ότι ο S&P 500 θα μπορούσε να επιστρέψει πάνω από τις 6.000 μονάδες μόνο εάν αποκλιμακωθεί η εμπορική ένταση και μαζί και οι ανησυχίες για πληθωρισμό.

Το 23% των διαχειριστών κεφαλαίου στην έρευνα δίδει θέση underweight για τις αμερικανικές μετοχές, που σημαίνει πτώση 40% από την προηγούμενη έρευνα. Ενώ οι τοποθετήσεις σε αμερικανικές μετοχές είναι οι χαμηλότερες από τον Ιούνιο του 2023, η έκθεση των διαχειριστών σε ευρωπαϊκές μετοχές είναι η μεγαλύτερη από το 2021. Επίσης, σε μία ακόμη ένδειξη φόβου, οι επενδύσεις σε ρευστό αυξήθηκαν στο 4,1% από 3,5%, στη μεγαλύτερη αύξηση από το 2020.

Από την άλλη, οι επενδυτές στην αγορά ομολόγων προετοιμάζονται για οικονομική επιβράδυνση στις ΗΠΑ, περιορίζοντας την έκθεσή τους στους πιο ριψοκίνδυνους τίτλους και ποντάροντας κυρίως σε μακροπρόθεσμα χαρτιά.

Έρευνα της JPMorgan έδειξε ότι οι επενδυτές σε ομόλογα άνοιξαν τις μεγαλύτερες θέσεις long σε αμερικανικά 10ετή κρατικά ομόλογα από το φθινόπωρο του 2010.

Η Tesla

Μία μετοχή που μπήκε ξανά στο στόχαστρο των επενδυτών είναι η Tesla, με ενδοσυνεδριακές απώλειες χθες άνω του 4%, αφότου η RBC Capital Markets υποβάθμισε τον στόχο για την τιμή μετοχής της, επικαλούμενη τον αυξανόμενο ανταγωνισμό στην ηλεκτροκίνηση. Ισχυρός ανταγωνιστής η κινεζική BYD, η μετοχή της οποίας άγγιξε ιστορικό υψηλό στο Χονγκ Κονγκ, μετά την ανακοίνωση ότι ανακάλυψε μία τεχνολογία η οποία επιτρέπει τη φόρτιση των αυτοκινήτων σε πέντε λεπτά.

Στη διάρκεια του Φεβρουαρίου η μετοχή της Tesla υποχώρησε 35% και από τις αρχές του έτους περισσότερο από 43%, ενώ βρίσκεται χαμηλότερα από το ήμισυ του επιπέδου των 479 δολαρίων που είχε αγγίξει πέρυσι τον Δεκέμβριο. Ο διευθύνων σύμβουλος της κορυφαίας εταιρείας ηλεκτρικών οχημάτων Έλον Μασκ έχει δεχθεί τον τελευταίο καιρό έντονες επικρίσεις, πρώτα για την ανάμιξή του στις πολιτικές ξένων χωρών και εν συνεχεία για τις απολύσεις εργαζομένων σε ομοσπονδιακές υπηρεσίες των ΗΠΑ.

Επίσης, έχει μπει στο στόχαστρο short sellers, οι οποίοι έχουν βγάλει κέρδος 16 δισ. δολαρίων, ποντάροντας σε πτώση της μετοχής της Tesla, αφότου ο Μασκ είχε δηλώσει προηγουμένως την περιφρόνησή του σε όσους ακολουθούν αυτή την τακτική, χαρακτηρίζοντάς την «απάτη». Οι επενδυτές μπορούν να επηρεάσουν μια μετοχή πωλώντας ουσιαστικά μετοχές που δεν κατέχουν: τις δανείζονται και τις πωλούν στην αγορά, προσπαθώντας εν συνεχεία να αγοράσουν ξανά τις ίδιες μετοχές και να τις επιστρέψουν, καρπούμενοι τη διαφορά ως κέρδος.

Στη Γερμανία

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η γερμανική Βουλή έδωσε το πράσινο φως για τη μεταρρύθμιση του φρένου χρέους και την αύξηση των δαπανών για την άμυνα και τις υποδομές, ωθώντας σε ιστορικά υψηλά τις γερμανικές μετοχές. Η ΒΝP Paribas εκτιμά ότι η αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών στη Γερμανία και οι κίνδυνοι που συνεπάγονται θα μπορούσαν να ανεβάσουν τις ομολογιακές αποδόσεις στη χώρα σε επίπεδα που έχουν να επαναληφθούν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η απόδοση του 10ετούς γερμανικού θα μπορούσε να φθάσει ακόμη και το 4% έως το 2028.

Πηγή: naftemporiki.gr

Διαβάστε επίσης: Wall Street: Σε ρυθμό sell-off επέστρεψαν οι τεχνολογικές μετοχές

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ