Ανοδικά κινούνται οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο τις τελευταίες εβδομάδες, προκαλώντας αναταραχή στις μετοχές και πιέζοντας τις υπερχρεωμένες χώρες. Για όσους έχουν ανησυχήσει από την άνοδο των αποδόσεων το μήνυμα των αγορών γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο μέρα με τη μέρα: Συνηθίστε το.
Η υποχώρηση στην τιμή των ομολόγων δυσχεραίνει τις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών, που αποκλιμακώνουν τα επιτόκια για να μειώσουν το κόστος δανεισμού για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Όμως η άνοδος των αποδόσεων λειτουργεί αντίθετα κάνοντας πιο «ακριβό» το δανεισμό «σφίγγοντας τις χρηματοπιστωτικές συνθήκες», σύμφωνα με τους όρους που χρησιμοποιεί η Wall Street. Το μέσο επιτόκιο των 30ετών ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ αυξήθηκε στο 6,9% την περασμένη εβδομάδα.
Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι οι ΗΠΑ έχουν οδηγήσει το πρόσφατο sell off στις αγορές ομολόγων. Στη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων του κόσμου και παγκόσμιο καμπανάκι, το κόστος δανεισμού αυξάνεται, με την προοπτική μιας παρατεταμένης περιόδου αυξημένων επιτοκίων να έχει συνέπειες για τις οικονομίες και τα περιουσιακά στοιχεία παντού.
Οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων, οι οποίες αυξάνονται όταν οι τιμές των ομολόγων πέφτουν, ξεκίνησαν την ανοδική πορεία τους τον Οκτώβριο. Τα στοιχεία για την απασχόληση έδειξαν μια ισχυρή αγορά εργασίας εξαλείφοντας τους φόβους ότι η αμερικανική οικονομία θα μπορούσε να οδηγηθεί σε ύφεση. Στη συνέχεια, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ υποσχόμενος πολιτικές που πολλοί επενδυτές θεωρούν πληθωριστικές.
Όπως έδειξαν τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Fed τα μέλη της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) εκτιμούν ότι ο πληθωρισμός μπορεί να επιβραδύνεται το 2025 ωστόσο ο παράγοντας Τραμπ και η οικονομική πολιτική που αναμένεται να ακολουθήσει αποτελεί κίνδυνο για να παραμείνει ο πληθωρισμός επίμονος. Τα μέλη της Επιτροπής μείωσαν επίσης τις προοπτικές τους για τις αναμενόμενες μειώσεις το 2025 σε δύο από τέσσερις που προέβλεπαν στην συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, υποθέτοντας αυξήσεις τριμήνου.
Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις προσδοκίες των επενδυτών για τον μέσο όρο των βραχυπρόθεσμων επιτοκίων κατά τη διάρκεια του ομολόγου, επισημαίνει ρεπορτάζ της Wall Street. Οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων (Treasurys) είναι υψηλότερες από εκείνες των γερμανικών ομολόγων, επειδή τα επιτόκια είναι χαμηλότερα στην Ευρώπη, όπου η οικονομία είναι ασθενέστερη.
Οι μεταβολές των αποδόσεων, ωστόσο, τείνουν να συσχετίζονται. Όταν οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων αυξάνονται, οι επενδυτές που αναζητούν καλύτερη απόδοση μπορούν να πουλήσουν τα γερμανικά ομόλογά τους για να αγοράσουν Treasurys. Αυτό προκαλεί αύξηση και των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων.
Η ισχυρή οικονομία των ΗΠΑ
Τα καλά νέα για τους επενδυτές είναι ότι η άνοδος των αποδόσεων του αμερικανικών ομολόγων αντανακλά γενικά μια εύρωστη οικονομία, η οποία θα μπορούσε να στηρίξει τα εταιρικά κέρδη.
Αν και ο πληθωρισμός παραμένει πάνω από τον στόχο 2% της Fed έχει μειωθεί απότομα από την κορύφωσή του το 2022. Η ανάπτυξη, εν τω μεταξύ, ήταν πολύ ισχυρότερη στις ΗΠΑ από ό,τι σε άλλες μεγάλες, πλούσιες χώρες.
Η αβεβαιότητα οδηγεί την άνοδο των αποδόσεων
Ωστόσο πίσω από το «φούσκωμα» των αποδόσεων των αμερικανικών ομολόγων μπορεί να κρύβεται και η αυξανόμενη ανησυχία για το πως θα κινηθεί ο πληθωρισμός και τα επιτόκια μακροπρόθεσμα.
Επιπλέον οι ανησυχίες για το έλλειμμα του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού είναι ένας ακόμα παράγοντας που ενισχύει τις αποδόσεις. Το αμερικανικό υπουργείο για να καλύψει τα μεγαλύτερα ελλείμματα θα πρέπει να προχωρήσει σε νέες εκδόσεις ομολόγων . Η μεγαλύτερη προσφορά μπορεί να μειώσει την αξία των υφιστάμενων ομολόγων.
Ένα σημάδι αυτών των ανησυχιών είναι η αύξηση των εκτιμήσεων για το «term premium» των αμερικανικών ομολόγων, το στοιχείο της απόδοσης του Δημοσίου που ενσωματώνει οτιδήποτε άλλο εκτός από τις βασικές προσδοκίες των επενδυτών για το επιτόκιο. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, το 10ετές term premium έφτασε πρόσφατα στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών.
Το έλλειμμα
Ωστόσο, η νομισματική πολιτική είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας. Καθώς το χρέος και τα ελλείμματα των ΗΠΑ συσσωρεύονται, οι επενδυτές ασχολούνται όλο και περισσότερο με τις δημοσιονομικές και δημοσιονομικές αποφάσεις και με το τι μπορεί να σημαίνουν για τις αγορές και τη Fed, ιδίως ενόψει της επιστροφής του Τραμπ και του Ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου αυτόν τον μήνα. Είναι ενδεικτικό ότι ο όρος «εκδικητές ομολόγων» – ένα παρατσούκλι δεκαετιών για τους επενδυτές που επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία στις κυβερνητικές δημοσιονομικές πολιτικές πουλώντας τα ομόλογά τους ή απειλώντας να το πράξουν εμφανίζεται ξανά στα σχόλια και τις συζητήσεις στη Wall Street.
Το δημοσιονομικό αποτύπωμα είναι ήδη τεράστιο. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου εκτίμησε πέρυσι ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα ξεπεράσει το 6% του ΑΕΠ το 2025, ένα αξιοσημείωτο κενό σε μια εποχή σταθερής ανάπτυξης και χαμηλής ανεργίας. Τώρα η προτίμηση του Τραμπ για δασμούς, φορολογικές περικοπές και απορρύθμιση θέτει τις βάσεις για ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα, καθώς και το ενδεχόμενο επιτάχυνσης του πληθωρισμού.
Καθώς οι πολιτικοί «προφανώς έχουν μηδενική όρεξη για δημοσιονομική σύσφιγξη, οι εκδικητές των ομολόγων ξυπνούν σιγά σιγά» εξηγεί στο Bloomberg ο Albert Edwards, παγκόσμιος στρατηγικός αναλυτής της Société Générale SA. «Το επιχείρημα ότι η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να δανείζεται σε ακραίες καταστάσεις επειδή το δολάριο είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα σίγουρα δεν θα ισχύει για πάντα».
Οι ΗΠΑ έχουν πλεονέκτημα έναντι άλλων χωρών επειδή τα Treasurys αποτελούν το θεμέλιο του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και το πιο εύκολο περιουσιακό στοιχείο για τους επενδυτές να αγοράζουν και να πωλούν.
Αυτό ιστορικά έχει βοηθήσει τις ΗΠΑ να έχουν μεγάλα ελλείμματα χωρίς να δημιουργούνται προβλήματα στις αγορές. Όμως η αύξηση των αποδόσεων έχει ήδη γίνει παράγοντας στις συζητήσεις για τον προϋπολογισμό στη Βρετανία, όπου η κατάρρευση της αγοράς ομολόγων οδήγησε στην κατάρρευση της κυβέρνησης της Λιζ Τρας το φθινόπωρο του 2022.
Όσον αφορά το βάρος του χρέους, η τεράστια τόνωση μετά την πανδημία το εκτόξευσε στα ύψη, ως μέρος μιας παγκόσμιας τάσης. Με επικεφαλής τις ΗΠΑ, το ανεξόφλητο δημόσιο χρέος μεταξύ του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, μιας ομάδας των πιο προηγμένων οικονομιών, αυξήθηκε κατά 35% σε 54 τρισεκατομμύρια δολάρια το 2023 από το 2019. Ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ των χωρών του ΟΟΣΑ εκτινάχθηκε στο 83% από το προ της πανδημίας επίπεδο του 73%.
Δεν σταματάει εκεί: Το Bloomberg Economics προβλέπει ότι ο λόγος του χρέους των ΗΠΑ προς το ΑΕΠ θα φτάσει το 132% έως το 2034 – κάτι που πολλοί παρατηρητές της αγοράς θεωρούν ως μη βιώσιμο επίπεδο.
Καμπανάκι για τις μετοχές
Οι ιστορικοί επισημαίνουν ότι η άνοδος των αποδόσεων των 10ετών ομολόγων έχει προαναγγείλει κρίσεις της αγοράς και της οικονομίας, όπως η κρίση του 2008, καθώς και το σκάσιμο της φούσκας dot-com την προηγούμενη δεκαετία. Και ενώ τα εξαιρετικά χαμηλά επιτόκια των τελευταίων ετών επέτρεψαν σε ορισμένους δανειολήπτες να κλειδώσουν ευνοϊκούς όρους που συνέβαλαν στη θωράκισή τους από την τελευταία άνοδο των αποδόσεων, ενδέχεται να δημιουργηθούν σημεία πίεσης αν η τάση αυτή συνεχιστεί.
Πέρα από τα ιστορικά στοιχεία άνοδος των αποδόσεων μπορεί να ασκήσει πίεση στις μετοχές, καθώς αυξάνει το κόστος δανεισμού σε ολόκληρη την οικονομία και αυξάνει την απόδοση χωρίς κίνδυνο που μπορούν να έχουν οι επενδυτές διατηρώντας τα κρατικά ομόλογα μέχρι τη λήξη τους. Καθώς αυτή η ασφαλής απόδοση αυξάνεται, τα πιο ριψοκίνδυνα περιουσιακά στοιχεία, όπως οι μετοχές, μπορεί να εμφανίζονται πιο ακριβά.
Παρά τα ενθαρρυντικά οικονομικά στοιχεία και την αρχικά θετική αντίδραση της Wall Street στην εκλογική νίκη του Τραμπ, οι αμερικανικές μετοχές είχαν ένα δύσκολο τέλος χρονιάς μετά το ράλι του Νοεμβρίου.
«Η νευρικότητα στην αγορά ομολόγων είναι πιθανό να συνεχιστεί,» σημειώνει ο Mark Cranf, στρατηγικός αναλυτής του Bloomberg «ή και να ενταθεί, καθώς οι επενδυτές προετοιμάζονται για τους αριθμούς του πληθωρισμού στις ΗΠΑ αυτή την εβδομάδα. Η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων θέτει τις αμερικανικές μετοχές καθώς και τα ευρύτερα περιουσιακά στοιχεία κινδύνου ευάλωτα σε περαιτέρω πτώση».
Επιπλέον οι μετοχές θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στην άνοδο των αποδόσεων τώρα, επειδή ήδη φαίνονταν ακριβές με βάση τα ιστορικά πρότυπα.
Ένα μέτρο των αποτιμήσεων των μετοχών είναι η «υπερβάλλουσα απόδοση CAPE» που ανέπτυξε ο οικονομολόγος Robert Shiller. Αυτό δείχνει τον προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό λόγο κερδών προς τιμές του S&P 500 μείον τις προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό αποδόσεις των ομολόγων. Στα τέλη Δεκεμβρίου, η εν λόγω υπερβάλλουσα απόδοση ήταν μόλις 1,24% – ένα επίπεδο που ιστορικά μεταφράζεται σε χαμηλές αποδόσεις για τις μετοχές τα επόμενα 10 χρόνια.
Οι εκτιμήσεις των αναλυτών
Για τον Jim Bianco, ιδρυτή της Bianco Research, η άνοδος των αποδόσεων των ομολόγων δεν είναι απαραίτητα δυσοίωνη. Έτσι ήταν ο κόσμος πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Επισημαίνει ότι οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων ήταν κατά μέσο όρο περίπου 5% κατά τη δεκαετία μέχρι το 2007.
Η πραγματική εξαίρεση, είπε, ήταν η περίοδος μετά το 2008, όταν τα επιτόκια ήταν καθηλωμένα στο μηδέν, ο πληθωρισμός ήταν επίμονα χαμηλός και οι κεντρικές τράπεζες αγόραζαν μαζικά ομόλογα ως απάντηση στην κρίση. Αυτό εφησύχασε τη νέα γενιά επενδυτών να δεχτεί ότι η απόδοση των ομολόγων 2% και το μηδενικό προσαρμοσμένο στον πληθωρισμό – ή πραγματικό – επιτόκιο ήταν «φυσιολογικά».
Τα λουκέτα της πανδημίας και η επακόλουθη μαζική κυβερνητική τόνωση επαναφέρουν την παγκόσμια οικονομία και «άλλαξαν τα πράγματα, ειλικρινά, για το υπόλοιπο της ζωής μας», δήλωσε ο Bianco. Η συνέπεια είναι ο επίμονα υψηλότερος πληθωρισμός, γύρω στο 3%, και τα προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό επιτόκια 2%. Αν τα προσθέσουμε μαζί, προκύπτει ένα επιτόκιο 5% που σύμφωνα με τον Bianco φαίνεται περίπου σωστό. Ο ίδιος αναμένει ότι οι αποδόσεις των 10 ετών θα κινηθούν προς την περιοχή του 5% έως 5,5%.
Ορισμένοι σημειώνουν ότι υπάρχουν διαρθρωτικοί λόγοι πίσω από τη μετατόπιση των αποδόσεων προς τα πάνω που σηματοδοτούν μια αλλαγή παραδείγματος σε αντίθεση με την επιστροφή στο φυσιολογικό.
Σε έκθεσή τους αυτό το μήνα, οι στρατηγικοί αναλυτές της JPMorgan Chase & Co. ανέφεραν την αποπαγκοσμιοποίηση, τη γήρανση του πληθυσμού, την πολιτική αστάθεια και την ανάγκη να δαπανηθούν χρήματα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής ως λόγους που θα οδηγήσουν στο να αναμένεται ότι η απόδοση του 10ετούς ομολόγου θα είναι 4,5% ή υψηλότερη στο μέλλον.
BoA (Hartnett): "Treasuries entering 6th year of 3rd Great Bond Bear Market of past 240 years (Chart 2) [due to] global shift to populism, rising US government debt (set to hit $40tn on 6th Feb'26, exactly 400 days into Trump 2.0), inflationary central banks; recession and/or… pic.twitter.com/l4obOU7yNn
— Neil Sethi (@neilksethi) January 10, 2025
Για την Bank of America, τα αμερικανικά κρατικά ομόλογα έχουν ήδη μπει για τα καλά στην τελευταία «Great Bond Bear Market», την τρίτη μέσα σε 240 χρόνια μετά από μια ανοδική πορεία δεκαετιών που έληξε το 2020, όταν τα επιτόκια άγγιξαν ιστορικά χαμηλό κατά την έναρξη των κλειδωμάτων του Covid.
«Αυτός ο κύκλος έχει τελειώσει», δήλωσε ο Bianco.
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Έτος διαχείρισης κρίσεων το 2025 για την Ευρώπη - Τι προβλέπει ο Economist