Οι δείκτες μετοχών παραμένουν κοντά στα ιστορικά τους υψηλά, τα επιτόκια σταθεροποιούνται και οι προβλέψεις ανάπτυξης για τις μεγάλες οικονομίες αναθεωρούνται οριακά προς τα πάνω. Παρόλα αυτά οι αναλυτές αρχίζουν να ανησυχούν. Οι μεγαλύτεροι οίκοι του κόσμου, από τη Bank of America και τη Citi μέχρι τη Moody’s Analytics και τη Fitch Ratings, προειδοποιούν ότι η αισιοδοξία των αγορών ίσως αποδειχθεί υπερβολική.
Η Bank of America περιγράφει τη σημερινή συγκυρία ως «την πιο παράδοξη bull market της τελευταίας δεκαετίας». Στην ανάλυσή της σημειώνει ότι οι επενδυτές «αγνοούν τρεις βασικές προκλήσεις: την πτώση της παραγωγικότητας, τη διαρκή συμπίεση των περιθωρίων κέρδους και την υπερβολική εξάρτηση από την ελπίδα της νομισματικής πολιτικής». Η BofA εκτιμά ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές μπορεί να υποχωρήσουν έως και 10% το επόμενο τρίμηνο, εάν οι αποδόσεις των ομολόγων συνεχίσουν να αυξάνονται.
Ανάλογη είναι η προσέγγιση της Fitch Ratings, η οποία σε έκθεσή της υπογραμμίζει πως «η ευφορία των αγορών δεν συνάδει με την πραγματική εικόνα της οικονομίας». Οι αναλυτές του οίκου προειδοποιούν για τον κίνδυνο «ξαφνικού σοκ», εάν οι επενδυτές αντιληφθούν ότι η επιβράδυνση της ανάπτυξης είναι πιο έντονη απ’ ό,τι δείχνουν οι προσδοκίες.
Η Moody’s Analytics δηλώνει ευθέως πως «δεν αγοράζει την αισιοδοξία των αγορών». Όπως αναφέρει, «η ΕΚΤ δεν βρίσκεται σε θέση να μειώσει τα επιτόκια επιθετικά, καθώς η βασική πληθωριστική πίεση παραμένει ανθεκτική». Η ανάλυση επισημαίνει ότι η πραγματική οικονομία δείχνει σημάδια κόπωσης, η κατανάλωση σε Γερμανία και Γαλλία υποχωρεί, οι επενδύσεις επιβραδύνονται και η παραγωγικότητα παραμένει στάσιμη.
Από την πλευρά της, η Citi κάνει λόγο για ένα «παράδοξο που ξεκίνησε πριν από τέσσερα χρόνια». Όπως εξηγεί οι αγορές τιμολογούν την ανθεκτικότητα, την ώρα που η πραγματική οικονομία επιβραδύνεται. Είναι χαρακτηριστικό οτι η έκθεση αναφέρει οτι «Η αντοχή των εταιρικών κερδών στηρίζεται περισσότερο σε επαναγορές μετοχών και λιγότερο σε αύξηση παραγωγικότητας».
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, στην πρόσφατη Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, προειδοποιεί για «υπερσυγκέντρωση κινδύνων» στα μη τραπεζικά ιδρύματα και αναφέρει ότι οι αποτιμήσεις των περιουσιακών στοιχείων «βρίσκονται σε επίπεδα που θυμίζουν το 2007». Η αναφορά στοχεύει κυρίως στα funds ιδιωτικού χρέους και στις αγορές εταιρικών ομολόγων, που τα τελευταία χρόνια απορρόφησαν ρευστότητα από το τραπεζικό σύστημα.
Τα σήματα των αγορών
Σύμφωνα με στοιχεία της Markets.com, ο δείκτης «insider sell-to-buy» έφθασε τον Οκτώβριο στο 17,3, ένα από τα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας, ένδειξη ότι κάποιοι επενδυτές μειώνουν τις θέσεις τους ενόψει πιθανής διόρθωσης. Σύμφωνα με τη Deutsche Bank, το margin debt στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 12% σε ετήσια βάση, θυμίζοντας εποχές 1999 και 2007.
Οι ευρωπαϊκές μετοχές, παρά τη βραχυπρόθεσμη ανάκαμψη, δείχνουν σημάδια κόπωσης. Ο Stoxx 600 υποχωρεί κατά 3 % από τα υψηλά του καλοκαιριού, ενώ οι αποδόσεις των γερμανικών δεκαετών ομολόγων αγγίζουν το 3,2%, το υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Η εικόνα θυμίζει αγορά που θέλει να πιστέψει στην ανάκαμψη, αλλά αμφιβάλλει για τη διάρκειά της.
Η ελληνική διάσταση
Στην Ελλάδα, το Χρηματιστήριο Αθηνών παραμένει σε θετικό έδαφος από τις αρχές του 2025, αλλά η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών εξαρτάται έντονα από τη διεθνή συγκυρία. Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται στο 3,5%, μόλις 30 μονάδες βάσης πάνω από τα γερμανικά, στοιχείο που δείχνει εμπιστοσύνη αλλά και ευαισθησία σε πιθανές αναταράξεις. Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει ήδη προειδοποιήσει ότι «η υπερβολική εφησυχασμό στις αγορές μπορεί να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, ιδίως σε μικρές οικονομίες».
Μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας
Οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι οι αγορές κινούνται ταχύτερα από την πραγματική οικονομία. Η ευφορία των τιμών, η πτώση της μεταβλητότητας και η επιστροφή της ρευστότητας δημιουργούν την αίσθηση σταθερότητας, αλλά αυτή μπορεί να αποδειχθεί εύθραυστη.
Η ιστορία έχει δείξει ότι τα ράλι που τροφοδοτούνται από υπεραισιοδοξία συχνά δοκιμάζονται σκληρά. Αν η οικονομία συνεχίσει να επιβραδύνεται και οι κεντρικές τράπεζες δεν μπορέσουν να χαλαρώσουν την πολιτική τους, η «προσγείωση» που περιγράφουν η Fitch, η Moody’s και η BofA ίσως δεν αργήσει.
Το ζητούμενο, όπως έγραφε πρόσφατα η Citi, «δεν είναι αν θα έρθει διόρθωση, αλλά αν αυτή θα είναι ανώδυνη».
Πηγή: ot.gr
Διαβάστε επίσης: Η προφητεία του Ναπολέοντα: «Όταν η Κίνα ξυπνήσει, ο κόσμος θα τρέμει»

