Της Μαριλένας Βαρνάβα*
Σκοπός αυτής της παρουσίασης είναι να δούμε συνοπτικά από μια ιστορική διάσταση την εξέλιξη της οικονομίας του νησιού, κατά την κρίσιμη δεκαετία 1964-1974 και να διερευνήσουμε σε ποιο βαθμό επηρέασε τη διαμόρφωση του κυπριακού προβλήματος την περίοδο αυτή.
Το 1969 ο τότε Βρετανός ύπατος αρμοστής στην Κύπρο, Sir Norman Costar, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ανασκόπηση της θητείας του στην Κύπρο κατέληξε στο εξής συμπέρασμα:
«Η Κύπρος, είναι η μόνη χώρα, που ξέρω, που «άνθησε» οικονομικά μέσα σε ένα ‘‘εμφύλιο πόλεμο’’», όπως χαρακτήρισε ο ίδιος την κατάσταση. Συνέχισε λέγοντας πως «η Κύπρος είναι λες και εφήρμοσε όλη της τη βλακεία μέσα στην πολιτική, ενώ αντίθετα κατάφερε να την κρατήσει έξω από την οικονομία της». Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένας αρκετά καυστικός χαρακτηρισμός, ωστόσο θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ίσως να έκρυβε μια δόση αλήθειας. Η κυπριακή κυβέρνηση, εφαρμόζοντας μια συνετή οικονομική πολιτική κατά τη δεκαετία 1964-1974 κατάφερε να οδηγήσει το νησί σε μια αξιοθαύμαστη κοινωνικο-οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο υπήρχε ένα αγκάθι σ’ αυτήν την επιτυχία. Αυτό ήταν η οικονομική κατάσταση μέσα στους τουρκοκυπριακούς θύλακες που δεν είχε υπό την έλεγχο της η κυπριακή κυβέρνηση.
Η οικονομία του νεοσύστατου κράτους: 1960-1963
Η Κύπρος το 1960 ενώ είχε το δεύτερο πιο υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα από τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, ήταν μια αγροτική οικονομία με χαμηλούς δείκτες γεωργικής παραγωγής και σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα, ενώ διένυε ήδη τον τρίτο χρόνο οικονομικής ύφεσης. Αν και κατά την επταετία 1950-1957 το νησί είχε βιώσει μια πρωτοφανή οικονομική «άνθηση», αυτό οφειλόταν σε εξωγενείς παράγοντες (όπως για παράδειγμα στις αυξημένες κατασκευαστικές δαπάνες της αποικιακής διοίκησης αλλά και στη διεθνή αύξηση των τιμών των κύριων εξαγωγικών προϊόντων του νησιού). Όταν λοιπόν οι ευνοϊκοί εξωγενείς παράγοντες αρχίζουν να ανατρέπονται το 1957, σε συνδυασμό και με τις πολιτικές εξελίξεις και αστάθεια στην περιοχή, αρχίζουν και γίνονται πιο εμφανείς οι σοβαρές αδυναμίες της κυπριακής οικονομίας, ενώ ξεκινά μια περίοδος απότομης ύφεσης στο νησί με κυριότερες συνέπειες την ανησυχητική αύξηση της ανεργίας, της μετανάστευσης και της φυγής κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Σύμφωνα λοιπόν με τον τότε υπουργό Οικονομικών, Ρένο Σολωμίδη, ο στόχος του νεοσύστατου κράτους όσον αφορά την οικονομία ήταν διπλός: αφενός θα έπρεπε επειγόντως να επαναφέρει την εμπιστοσύνη προς την κυπριακή οικονομία. Ως εκ τούτου, θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα που θα συνέβαλλαν στη δημοσιονομική και νομισματική σταθερότητα της χώρας, έτσι ώστε να τερματιστεί η φυγή κεφαλαίων και η μετανάστευση αλλά και να επιτευχθεί η προσέλκυση ξένων επενδυτών. Σημαντικό ρόλο σε αυτό διαδραμάτισε η απόφαση της κυβέρνησης να κρατήσει τη λίρα, θεσπίζοντάς την σε ισοτιμία με τη βρετανική λίρα και να γίνει μέλος της Κοινοπολιτείας και του ΔΝΤ. Αφετέρου, θα έπρεπε να δημιουργηθεί ένα σωστό πλάνο οικονομικής ανάπτυξης. Το 1960 λοιπόν, η κυβέρνηση καλεί στο νησί μια ομάδα Τεχνοκρατών του ΟΗΕ, η οποία μελετώντας όλες τις οικονομικές συνθήκες στο νησί θα εκδώσει μια σχετική έκθεση, την έκθεση Thorp, όπως ονομάστηκε από τον επικεφαλής της ομάδας, Willard Thorp. Η έκθεση αυτή θα θέσει τις κατευθυντήριες γραμμές για τη δημιουργία και εφαρμογή γερών θεμελίων αλλά και θεσμικών αλλαγών που θα οδηγούσαν τη μικρή οικονομία της Κύπρου σε μια πραγματική ανάπτυξη όλων των παραγωγικών της τομέων και ανθεκτική σε εξωγενή σοκ.
Στηριζόμενη στα συμπεράσματα τής έκθεσης Thorp, η νεοεκλεγείσα κυπριακή κυβέρνηση λοιπόν, παρουσιάζει το 1961 το πρώτο πενταετές αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας. Ήταν ένα αδιαμφισβήτητα φιλόδοξο σχέδιο στο οποίο το κράτος θα αποτελούσε τον κυριότερο επενδυτή. Αυτό σήμαινε πως η σωστή και αποδοτική λειτουργία του νεοσύστατου κράτους και όλης της κρατικής μηχανής ήταν εκ των ων ουκ άνευ. Λαμβάνοντας ωστόσο, υπόψη την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τις επιδιώξεις των ηγεσιών των δύο κοινοτήτων κατά την ανεξαρτησία, υπήρχαν τρεις ιδιαίτερες προκλήσεις για το νεοϊδρυθέν κράτος τις οποίες η έκθεση Thorp δεν ανέδειξε.
Πρώτη πρόκληση ήταν το γεγονός ότι ο θεωρητικός στόχος της κυβέρνησης για μια ενιαία και δυνατή οικονομία ήταν στην πράξη εκ διαμέτρου αντίθετος με τις εθνικές στοχεύσεις τής κάθε κοινότητας ξεχωριστά για το μέλλον του νησιού - ένωση με τη «μητέρα» Ελλάδα για τους Ελληνοκύπριους και διχοτόμηση και επιστροφή του νησιού υπό τον έλεγχο της «μητέρας» Τουρκίας για τους Τουρκοκύπριους. Δεύτερη πρόκληση, αποτελούσε το υφιστάμενο κοινωνικο-οικονομικό χάσμα μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Το κατά κεφαλήν εισόδημα των Τουρκοκύπριων των 1961 ήταν 20% λιγότερο από αυτό των Ελληνοκύπριων, ενώ η συμβολή τους στο ΑΕΠ της χώρας ανερχόταν στο 5%. Αυτό το ποσοστό φυσικά ήταν κατά πολύ λιγότερο από τη δημογραφική αλλά και τη συνταγματική δύναμη της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο νεοϊδρυθέν κράτος. Η διαφορά αυτή στην πράξη σήμαινε τα εξής: αν κοινός στόχος θα ήταν η ανάπτυξη και των δύο κοινοτήτων εξίσου και του νησιού στο σύνολό του, η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα έπρεπε να απορροφήσει κατ’ αναλογία του πληθυσμού της, περισσότερα επενδυτικά και χρηματοδοτικά κονδύλια από τα κρατικά ταμεία. Στα πλαίσια αυτής της πραγματικότητας, η κυβέρνηση θα έπρεπε επίσης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και τις τάσεις οικονομικού και εμπορικού διαχωρισμού που είχαν ενταθεί από το 1958 με την εθνικιστική πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας τού «από Τούρκο σε Τούρκο».
Τέλος, σοβαρή πρόκληση για την αποδοτική λειτουργία της κρατικής μηχανής αποτελούσε το Σύνταγμα και οι ανελαστικότητα των προνοιών του. Χαρακτηριστικό είναι και το πρόβλημα που προέκυψε με τις διαφωνίες των δύο κοινοτήτων και την αποτυχία της ψήφισης της φορολογικής νομοθεσίας το 1961. Η αδυναμία ψήφισης μιας ενιαίας φορολογικής νομοθετικής ρύθμισης θα στερήσει από το κράτος το βασικότερο εργαλείο για τη συλλογή τού πιο σημαντικότερου εσόδου για τα δημόσια ταμεία. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο έντονος δικοινοτικός χαρακτήρας του Συντάγματος και κατά συνέπεια η απαίτηση για τη δημιουργία διπλών διοικητικών δομών, όπως τα διπλά δημαρχεία σε κάθε πόλη ή οι δύο κοινοτικές συνελεύσεις, υπεύθυνες μεταξύ άλλων για την εκπαιδευτική πολιτική των δύο κοινοτήτων ξεχωριστά, αφενός επιβάρυναν οικονομικά τα κρατικά ταμεία, ενώ ταυτόχρονα εμπόδιζαν την ενιαία κοινωνική ανάπτυξη όλων των κατοίκων του νησιού.
Παρόλες τις πιο πάνω πραγματικότητες, η κυπριακή κυβέρνηση από την αρχή επέδειξε αποφασιστικότητα, δρομολογώντας σημαντικά έργα για την ανάπτυξη του νησιού. Δημιουργήθηκαν σημαντικά κρατικά και θεσμικά ιδρύματα όπως το Γραφείο Προγραμματισμού και η Κεντρική Τράπεζα, Τράπεζα Αναπτύξεως, το Ινστιτούτο Γεωργικών Ερευνών. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια από την Ανεξαρτησία διαφαίνεται ότι επανέρχεται η εμπιστοσύνη των Κυπρίων προς την οικονομία και τις δυνατότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρατηρείται σημαντική μείωση της μετανάστευσης, ενώ σημαντικά κεφάλαια επιστρέφουν πίσω στις κυπριακές τράπεζες. Παράλληλα, τα έργα υποδομής της κυβέρνησης συνέβαλαν στη μείωση της ανεργίας, ενώ η επιτυχημένη στρατηγική προσέλκυσης τουρισμού από το 1961 και έπειτα θα φέρει σημαντικά έσοδα στα κρατικά ταμεία.
Η «κατάρρευση» του δικοινοτικού κράτους και η οικονομική ανάπτυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας: Δεκέμβριος 1963-1974
Η ανοδική αναπτυξιακή πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας διακόπηκε απότομα ως αποτέλεσμα της διακοινοτικής κρίσης του Δεκεμβρίου 1963, αλλά και της αποχώρησης των Τουρκοκύπριων από την κρατική μηχανή. Απότοκο της πολιτικής αστάθειας που δημιουργήθηκε ήταν η αναστολή αρκετών αναπτυξιακών και άλλων μέτρων από την κυβέρνηση, η μείωση της εγχώριας κατανάλωσης και κατά συνέπεια η δραματική μείωση στα κρατικά έσοδα και η αύξηση της ανεργίας. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αποφασίζει να μεταφέρει ένα μεγάλο κονδύλι του αναπτυξιακού προϋπολογισμού προς την ενίσχυση της άμυνας και τη δημιουργία της Εθνικής Φρουράς. Εκθέσεις και μελέτες που είχαν εκδοθεί στις αρχές του 1964 για την κατάσταση στην Κύπρο εκτιμούν πως αν δεν υπάρξει άμεση διευθέτηση του πολιτικού προβλήματος της χώρας, η συνέχιση της οικονομικής κρίσης και η ύφεση θα είναι αναπόφευκτη.
Παρόλα αυτά, η κυπριακή οικονομία σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς να βρεθεί κάποια οριστική λύση στο κυπριακό πρόβλημα κατάφερε να διαψεύσει όλες τις δυσοίωνες προβλέψεις και από το 1965 σημειώνει σταδιακή ανάκαμψη. Ποιοι ήταν οι παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτό;. Έπειτα από μια περίοδο συνεχών αναταραχών, τον Σεπτέμβρη του 1964 με την έναρξη ενός νέου κύκλου διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό αρχίζει και διαφαίνεται μια σχετική πολιτική σταθερότητα που θα συμβάλει στην επαναφορά της ομαλότητας στο νησί. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με κυβερνητικούς αξιωματούχους, το γεγονός ότι η κρατική μηχανή πλέον αποτελείτο μόνο από Ελληνοκύπριους ενώ λειτουργούσε χωρίς τις προκλήσεις που έχουν ήδη αναφερθεί, ενδεχομένως να έδωσε μια σημαντική δυναμική στην απρόσκοπτη εφαρμογή του αναπτυξιακού προγράμματος (αυτό είναι κάτι που χρήζει περαιτέρω έρευνας). Παράλληλα όμως, ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας για τη γρήγορη ανάκαμψη της οικονομίας, ήταν το γεγονός ότι καθόλη τη διάρκεια της ύφεσης δεν επηρεάστηκε καθόλου η νομισματική σταθερότητα στο νησί. Αυτό οφείλεται κυρίως στη μεγάλη εμπιστοσύνη που επέδειξαν οι Ελληνοκύπριοι στην πολιτική τους ηγεσία και στην κυβέρνησή τους καθόλη τη διάρκεια της πολιτικής κρίσης. Σε αντίθεση με την τριετία 1957-1960 και παρόλες τις αντίξοες πολιτικές συνθήκες, δεν παρατηρήθηκε καθόλου πανικός μεταξύ εμπορικών και οικονομικών παραγόντων του νησιού και καμία τάση φυγής κεφαλαίων από τις τράπεζες.
Από το 1965 λοιπόν και έπειτα, η Κύπρος ζούσε μια σχετικά πρωτόγνωρη και μακρά περίοδο ευημερίας. Παρόλο που σε σημαντικό βαθμό η κυπριακή οικονομία εξακολουθούσε να στηρίζεται στη γεωργική παραγωγή, μέχρι το 1974 δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη άλλων παραγωγικών τομέων, όπως ο Τουρισμός, οι Κατασκευές, η Βιομηχανία αλλά και οι Υπηρεσίες που είχαν πολύ ενθαρρυντικά δείγματα εξέλιξης. Ο ετήσιος μέσος όρος ανάπτυξης της οικονομίας ανέρχεται στο 7% του ΑΕΠ. Επιπρόσθετα, είχε θεσπιστεί σημαντικό νομικό πλαίσιο το οποίο έδωσε ώθηση στις Επενδύσεις και στον Ιδιωτικό τομέα να αναπτυχθεί σε συνθήκες σταθερότητας. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι παρόλες τις περιστασιακές εκρήξεις διακοινοτικής βίας κατά την περίοδο 1965-1974, ξένοι επενδυτές διατήρησαν την εμπιστοσύνη τους στην κυπριακή οικονομία. Αξιοθαύμαστη επίσης ήταν και η κοινωνική ευημερία στο νησί. Η συντηρητική οικονομική διαχείριση των δημοσίων οικονομικών που εφαρμόστηκε είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας. Επιπρόσθετα, τα αναπτυξιακά έργα χρηματοδοτούνταν σε ένα μεγάλο ποσοστό από εθνικούς πόρους, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα η χώρα να διατηρεί ένα πολύ μικρό δημόσιο χρέος καθ’ όλη την υπό αναφορά δεκαετία. Αυτό λοιπόν ήταν πολύ συνοπτικά το «success story» της κυπριακής κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τις οικονομικές πολιτικές της πριν το 1974. Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως η ανάπτυξη αυτή αφορούσε κυρίως την ελληνοκυπριακή κοινότητα. Το γεγονός αυτό αναπόφευκτα επηρέασε την εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος και τις προσπάθειες επίλυσής του κατά τη δεκαετία 1964-1974. Αφενός, η οικονομική αυτή «άνθηση» στο νησί, σε συνδυασμό με τις πολιτικές της κυβέρνησης θέτει υπό μια πρακτική αμφισβήτηση το παλιό εθνικό όνειρο των Ελληνοκύπριων για ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Σε ένα μεγάλο μέρος της ελληνοκυπριακής κοινότητας η ιδέα της διατήρησης της ανεξαρτησίας του νησιού αρχίζει να κερδίζει έδαφος έναντι της εθνικής επιδίωξης για ένωση. Αφετέρου δε, η οικονομική ανάπτυξη του νησιού επηρέασε και τις σχέσεις των δυο κοινοτήτων. Ο ντε φάκτο διαχωρισμός από το 1964 και έπειτα ενέτεινε τις πολιτικές και κοινωνικο-οικονομικές διαφορές που υπήρχαν ήδη κατά το 1960. Το γεγονός αυτό θα δημιουργήσει αρκετές προκλήσεις στις προσπάθειες επίλυσης του κυπριακού προβλήματος στην υπό αναφορά δεκαετία. Για τον σκοπό της ανάλυσης αυτής θα επικεντρωθούμε στη δεύτερη αυτή διάσταση του ζητήματος.
Η δημιουργία και η οικονομία ενός κράτους εν κράτει στους θύλακες και το κυπριακό πρόβλημα 1964-1974
Όπως είναι ήδη γνωστό, με το ξέσπασμα των διακοινοτικών συγκρούσεων τον Δεκέμβριο του 1963 ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της τουρκοκυπριακής κοινότητας αποφασίζει - είτε εκούσια είτε ακούσια - να ακολουθήσει την τουρκοκυπριακή πολιτική και στρατιωτική ηγεσία στους θύλακες. Με τον φυσικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων επί του εδάφους μπήκε σε εφαρμογή το σχέδιο της εθνικιστικής τουρκοκυπριακής ηγεσίας για τη δημιουργία ξεχωριστών διοικητικών δομών στο νησί. Μέχρι τον Μάιο του 1964 δημιουργείται μέσα στους θύλακες μια διοικητική μηχανή που ονομάζεται «Γενική Επιτροπή» και ασκεί Εκτελεστική, Νομοθετική και Δικαστική Εξουσία.
Η Βιωσιμότητα αυτής της διοικητικής δομής σε ένα μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν φυσικά και από τη δυνατότητα χρηματοδότησής της. Ωστόσο, η εξεύρεση πόρων για μια παράνομη διοικητική μηχανή με πολύ περιορισμένο έλεγχο επί του εδάφους που ήταν αποκλεισμένη έσωθεν και έξωθεν ήταν το μεγαλύτερο στοίχημα της τουρκοκυπριακής ηγεσίας. Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Ο.Η.Ε τον Δεκέμβριο του 1964, οι θύλακες, κάλυπταν το 1,5 τοις εκατό του εδάφους του νησιού, με 59.000 Τουρκοκύπριους, εκ των οποίων 25.000 ήταν πρόσφυγες.
Με τον εγκλεισμό των Τουρκοκύπριων στους θύλακες σημειώνεται μια ραγδαία πτώση του βιοτικού επιπέδου της κοινότητας. Μέχρι και το 1963 το μεγαλύτερο ποσοστό των Τουρκοκύπριων εργοδοτείτο είτε στη Δημόσια Υπηρεσία είτε στη Γεωργία. Συνεπώς με τη μεταφορά τους στους θύλακες σημειώνεται μια απότομη αύξηση της ανεργίας αλλά ταυτόχρονα και ένα μεγάλο στεγαστικό πρόβλημα. Για την αποκατάσταση της ανεργίας, οι περισσότεροι εργοδοτούνται είτε στις τάξεις της Διοίκησης είτε στα Σώματα Ασφαλείας των θυλάκων. Αυτό, ωστόσο, σήμαινε ότι οι Τουρκοκύπριοι είχαν πλέον αποκοπεί πλήρως από παραγωγικούς τομείς Δραστηριότητας, κάτι που είχε καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία των θυλάκων. Επιπρόσθετα, το στεγαστικό πρόβλημα αλλά και οι συνθήκες διαβίωσης είχαν επηρεαστεί περαιτέρω από το καλοκαίρι του 1964, όταν η κυπριακή κυβέρνηση επιβάλλει στους θύλακες εμπάργκο επί των λεγόμενων στρατηγικών υλικών, δηλαδή όλων εκείνων των πρώτων υλών και υλικών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη στρατιωτική τους ενίσχυση, μεταξύ αυτών τσιμέντο και άλλα οικοδομικά υλικά, σίδερο, καύσιμα, μπαταρίες κ.τλ.. Για την αντιμετώπιση όλων των πιο πάνω προβλημάτων η μόνη διέξοδος της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ήταν η στροφή προς την Τουρκία.
Μέσω λοιπόν της χρηματοδοτικής και φυσικά στρατιωτικής ενίσχυσης της Τουρκίας δημιουργείται μια σχέση εξάρτησης θυλάκων-Άγκυρας που εξυπηρετεί δύο στόχους: να παρέχει τα απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί γεωγραφικά και διοικητικά ο ντε-φάκτο διαχωρισμός και επίσης να αποφευχθεί η συνθηκολόγηση των Τουρκοκύπριων σύμφωνα με τους όρους που έθετε η ελληνοκυπριακή ηγεσία.
Ποια ήταν αρχικά η στάση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας σε σχέση με τους θύλακες και τους Τουρκοκύπριους; Η ελληνοκυπριακή ηγεσία εκτιμά ότι οι συνθήκες διαβίωσης των Τουρκοκύπριων αργά ή γρήγορα θα τους οδηγήσουν στην άνευ όρων συνθηκολόγησή τους και στην επιστροφή τους στην οικονομικά ακμάζουσα Κυπριακή Δημοκρατία. Ως εκ τούτου, η ελληνοκυπριακή ηγεσία αξιώνει αρχικά από τους Τουρκοκύπριους την αποδοχή του ενιαίου κράτους υπό τον πλήρη έλεγχο της πλειοψηφίας όπως είχε διαμορφωθεί μετά την αποχώρησή τους τον Δεκέμβρη του 1963, με πλήρη αναγνώριση μειονοτικών δικαιώματων για τους Τουρκοκύπριους. Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι η διεθνής αναγνώριση που είχε δώσει το ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ στην Κυπριακή Κυβέρνηση υπό την αποκλειστικά ελληνοκυπριακή της σύνθεση, αλλά και η οικονομική υπεροχή καθιστούσε την ελληνοκυπριακή ηγεσία σε θέση ισχύος σε σχέση με τους έγκλειστους Τουρκοκύπριους. Οι Ελληνοκύπριοι πίστευαν ότι η διατήρηση της ντε φάκτο κατάστασης και το πέρασμα του χρόνου, λειτουργούσε υπέρ των ελληνοκυπριακών στοχεύσεων. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Μακάριος, σε μια προσωπική του συζήτηση με τον Βρετανό ύπατο αρμοστή, «αν οι Τουρκοκύπριοι θέλουν να συνεχίσουν να είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας και να συνεχίσουν να ζουν στα γκέτο τους, θα μπορούσε να τους περιμένει μέχρι να αλλάξουν γνώμη».
Παρόλα αυτά, μετά τη δεύτερη σοβαρή διακοινοτική ταραχή στην Κοφίνου τον Νοέμβριο του 1967, θα δημιουργηθεί μια καινούργια δυναμική στις σχέσεις των δύο κοινοτήτων. Αρχικά, τον Δεκέμβριο του 1967, η κυπριακή κυβέρνηση αποφάσισε να άρει το εμπάργκο και όλα τα περιοριστικά μέτρα έναντι των θυλάκων. Ταυτόχρονα οι ηγεσίες των δυο κοινοτήτων, συμφώνησαν στην έναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, χωρίς αυτή τη φορά να θέτουν προαπαιτούμενα για την έναρξη του διαλόγου. Αυτό που θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη είναι ότι τα ντε φάκτο τετελεσμένα που είχαν δημιουργηθεί την προηγούμενη τριετία, τόσο από την τουρκοκυπριακή ηγεσία και τους θύλακες, όσο και από την ελληνοκυπριακή ηγεσία στις δομές του κυπριακού κράτους αδιαμφισβήτητα θα αποτελούσαν τα πιο γερά διαπραγματευτικά χαρτιά στα χέρια των δύο κοινοτήτων σε αυτές τις διαπραγματεύσεις. Πιο σημαντική ένδειξη ως προς αυτό το σημείο ήταν η ανακήρυξη από την τουρκοκυπριακή ηγεσία τον Δεκέμβριο του 1967 της «Προσωρινής Τουρκοκυπριακής Διοίκησης» εντός των θυλάκων. Η πρώιμη μορφή του κράτους εν κράτει που είχε δημιουργηθεί στους θύλακες το 1964, θα πάρει μια πιο οργανωμένη μορφή και δομή λίγο πριν την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Το γεγονός αυτό θα ενίσχυε τη θέση του Τουρκοκύπριου διαπραγματευτή εντός της κοινότητας του, ενώ θα περιέπλεκε τη βάση του κυπριακού προβλήματος. Παρόλα αυτά, τον Ιούνιο του 1968, με την έναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών διαφαίνεται πως για πρώτη φορά υπάρχει ένα σημαντικό μομέντουμ για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Αρχικά, η απομόνωση των Τουρκοκύπριων στους θύλακες κατά την προηγούμενη τριετία είχε δημιουργήσει σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα τόσο εντός της κοινότητας αλλά και εντάσεις ανάμεσα στην τουρκοκυπριακή ηγεσία. Οι μετριοπαθείς Τουρκοκύπριοι πολιτικοί, μεταξύ αυτών κατά το παρόν στάδιο και ο διαπραγματευτής Ραούφ Ντενκτάς, θεωρούν ότι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την επίλυση των προβλημάτων είναι μέσα από τη γρήγορη επίλυση του κυπριακού προβλήματος και την επιστροφή των Τουρκοκύπριων σε παραγωγικές δραστηριότητες της οικονομίας. Η στρατηγική η οποία αποφάσισε να ακολουθήσει ο Τουρκοκύπριος διαπραγματευτής, μαζί με τη σύμφωνη γνώμη της Άγκυρας, ήταν η εξής: αρχικά να υιοθετήσουν μια πιο διαλλακτική γραμμή στις διαπραγματεύσεις με αρκετές παραχωρήσεις που διαχρονικά απέρριπταν (όπως την πλειοψηφία των 13 σημείων του Μακαρίου), να δεχθούν τη βάση του ενιαίου κράτους ως λύση του κυπριακού προβλήματος, έτσι ώστε να εξασφαλίσουν ως αντάλλαγμα μια γνήσια τοπική αυτονομία σαν σχεδόν ισότιμοι πολιτικοί εταίροι, όπως όριζε το Σύνταγμα του 1960 αλλά και τη γρήγορη επίλυση του κυπριακού προβλήματος.
Η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία ωστόσο υιοθέτησε μια μαξιμαλιστική γραμμή, ως μοχλό πίεσης απέναντι στον Τουρκοκύπριο διαπραγματευτή που επιθυμούσε την άμεση διευθέτηση του προβλήματος, προσφέροντας στους Τουρκοκύπριους περιορισμένη αυτονομία και πλήρη αναγνώριση μειονοτικών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα και παρόλες τις πιέσεις του Τουρκοκύπριου διαπραγματευτή η κυπριακή κυβέρνηση προσπαθεί να αποφύγει τη συζήτηση μέτρων που θα βοηθούσαν με οποιοδήποτε τρόπο την επίλυση των οικονομικών ή άλλων πρακτικών προβλημάτων των Τουρκοκύπριων πριν να υπάρξει οριστική συμφωνία. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία εκτιμούσε πως η πρόωρη παραχώρηση τέτοιων μέτρων θα ενδυνάμωνε την αντίσταση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και θα την οδηγούσε σταδιακά σε μια πιο σκληρή διαπραγματευτική γραμμή. Ωστόσο, ο φόβος της κυβέρνησης λειτούργησε σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Με το πέρασμα του χρόνου, η τουρκοκυπριακή ηγεσία άρχισε να υιοθετεί όντως μια πιο σκληρή στάση εξαιτίας της ακόλουθης πραγματικότητας που δεν είχε συνυπολογίσει η ελληνοκυπριακή πλευρά. Η συνεχώς αυξανόμενη χρηματοδότηση της Άγκυρας μέχρι το 1974 οδηγούσε και στη συνεχώς αυξανόμενη ενδυνάμωση και γεωγραφική επέκταση της ξεχωριστής τουρκοκυπριακής διοικητικής μηχανής. Η ενδυνάμωση αυτού του ουσιαστικά παράνομου κράτους εν κράτει, αρχικά φέρνει την σταδιακή εξομάλυνση των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων των Τουρκοκύπριων, ενώ παράλληλα δημιουργεί επιπλοκές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στη βάση λύσης που είχε αρχικά συμφωνηθεί. Ενώ το 1968 οι Τουρκοκύπριοι επεδίωκαν μια τοπική αυτονομία που σε γενικές γραμμές ήταν συμβατή με την αρχή του ενιαίου κράτους από το 1971 και έπειτα μιλούν ξεκάθαρα για Ομοσπονδία.
Όπως είναι γνωστό, οι διακοινοτικές συνομιλίες, ενώ ξεκίνησαν με τους καλύτερους οιωνούς τον Ιούνιο του 1968, συνεχίζονται με αρκετές δυσκολίες και αδιέξοδα μέχρι και τον Ιούλιο του 1974 οπότε και τερματίστηκαν εξαιτίας της τουρκικής εισβολής.
Επιλογικά
Κλείνοντας, λοιπόν θα πρέπει να αναφέρουμε πως η κυπριακή κυβέρνηση παρόλη την απειρία της και την οικονομική ύφεση το 1960 είχε καταφέρει σε μόλις λίγα χρόνια να μετατρέψει ένα γεωργικό κράτος με πολλά διαρθρωτικά προβλήματα, σε ένα κράτος με εντυπωσιακή οικονομική πρόοδο που έθετε σταδιακά τις βάσεις για ανάπτυξη στα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών κρατών. Ταυτόχρονα όμως οι πολιτικές που ακολουθούνται στο κυπριακό πρόβλημα οδηγούν σε μια πρακτική επιπλοκή. Αυτό ήταν η αύξηση των κοινωνικο-οικονομικών διαφορών και η αποξένωση των δύο κοινοτήτων. Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας ενώ δίνει επαίνους στην κυβέρνηση για τους στόχους του 2ου αναπτυξιακού της προγράμματος το 1968 προειδοποιεί ότι δεν έχει αντιληφθεί πλήρως και δεν έχει συνυπολογίσει την ανάγκη και τους πόρους που θα χρειαστούν για την οικονομική και κοινωνική επανένταξη των Τουρκοκύπριων. Στο ίδιο πνεύμα Βρετανοί διπλωμάτες προειδοποιούν τους Ελληνοκύπριους ότι η ύπαρξη του χάσματος μετά τη λύση θα μπορούσε να υπονομεύσει τη Βιωσιμότητα της ίδιας της λύσης αυτής. Η οικονομική υπεροχή των Ελληνοκύπριων και η θέση ισχύος τους, μπορεί όντως να ήταν το κλειδί για μια λύση του προβλήματος όπως πίστευε η κυπριακή κυβέρνηση. Αυτό ωστόσο το κλειδί ενδεχομένως να ήταν χρησιμότερο να χρησιμοποιηθεί όχι για την αποξένωση που τελικά επέφερε και την πλήρη εξάρτηση στην Τουρκία, αλλά να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Τουρκοκύπριων στο στάδιο που υπήρχαν ακόμη γέφυρες επικοινωνίας, μέσα από πολιτικές που θα ενίσχυαν την κοινωνική ενσωμάτωση και συνοχή του συνόλου του πληθυσμού καθόλη τη διάρκεια της δεκαετίας αυτής.
*Νομικού-Ιστορικού
Διαβάστε επίσης: Πόσο κοστίζει πια η αλήθεια;