50 χρόνια από την καταστροφή στο «οικονομικό θαύμα»

Οι οικονομικές επιπτώσεις της εισβολής, η διά των όπλων αλλαγή πορείας της κυπριακής οικονομίας και ο αγώνας των Ελλήνων Κυπρίων για την ανοικοδόμηση του τόπου.

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Έχουν φέτος περάσει 50 χρόνια από την τουρκική εισβολή του 1974 και τη μεγαλύτερη οικονομική καταστροφή που συντελέστηκε στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η οικονομική πτυχή της τουρκικής επιδρομής και της συνεχιζόμενης κατοχής είναι ένα ζήτημα που δεν έχει αναλυθεί επαρκώς, τόσο λόγω της ευαισθησίας του εγχειρήματος, αφού οι ανθρώπινες απώλειες και οι τουρκικές θηριωδίες δεν μπορούν να υπολογιστούν, αλλά και εξαιτίας της έλλειψης των διαθέσιμων δεδομένων. 

«Δὲν δύναται νὰ ὑπάρχη ἀμφιβολία ὅτι τὰ τουρκικά σχέδια διά τὴν κατάλυσιν τοῦ Κυπριακοῦ κράτους καὶ τὴν ἐπιβολὴν τῆς διχοτοµήσεως ἑστηρίζοντο κατά πολὺ εἰς τὸν στραγγαλισμὀν τῆς Κυπριακῆς οἰκονομίας» έγραφε η Εφημερίδα Εμπορική στις 13 Ιουνίου του 1975, σημειώνοντας ότι έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την κατάληψη του 70% των πλουτοπαραγωγικών μας πηγών «καὶ ὅμως ἡ κυπριακἡ οἰκονομία δὲν ἐξακολουθεῖ ἁπλῶς νὰ ἀναπνέει, ἀλλὰ ἤρχισεν ἤδη νά ἐμφανίζει σημεῖα θετικῆς ἀναζωογονήσεως. Τὸ θαῦμα τοῦτο διατὶ πῶς ἀλλοιῶς νὰ τὸ χαρακτηρίσωµε ὀφείλεται τόσον εἰς τὴν κυβερνητικὴ μέριμνα, ὅσον καὶ εἰς τὴν ἰδιωτικὴ Πρωτοβουλία τοῦ ἁκαταμάχητου Ἑλληνα τῆς Κύπρου».

«Η καταληφθείσα περιοχή είναι το πλουσιότερο τμήμα της νήσου»

Η αξιοθαύμαστη πορεία της κυπριακής οικονομίας, με μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 7,4%, κατά τα πρώτα 14 χρόνια της Ανεξαρτησίας της ανακόπηκε βίαια από την τουρκική εισβολή του καλοκαιριού του 1974, καταγράφοντας συνολική συρρίκνωση του ΑΕΠ που ανήλθε στο 23% (7,7% το 1974 και 15,6% το 1975). Περίπου 200.000 Έλληνες της Κύπρου εκδιώχθηκαν με την απειλή των όπλων από τις περιουσίες τους, ενώ περίπου το 70% των πλουτοπαραγωγικών πόρων και των κεφαλαιουχικών επενδύσεων βρέθηκε υπό κατοχή.

Ενδεικτική για τα μεγέθη της οικονομικής καταστροφής είναι η ομιλία του υπουργού Οικονομικών, Ανδρέα Πατσαλίδη, το 1977 στο Διεθνές Δημοσιογραφικό Συμπόσιο ο οποίος αναφέρει ότι «ο εκτοπισμός του 40% του ελληνικού πληθυσμού, όχι μόνο επέφερε βαρύ πλήγμα επί της οικονομίας, αλλά δημιούργησε πραγματικά προβλήματα επιβίωσης». Όπως σημειώνει, «η καταληφθείσα περιοχή είναι το πλουσιότερο τμήμα της νήσου» και «η μείωση των εισοδημάτων, η διακοπή των διατομεακών σχέσεων και η επικρατούσα αβεβαιότητα είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας σε όλους τους τομείς με συσσωρευτικές επιπτώσεις». Μετά από μια δεκαετία πλήρους απασχόλησης, (το 1973 το ποσοστό ανεργίας ήταν στο 1,3%), η ανεργία προσέλαβε τρομακτικές διαστάσεις, «με τον αριθμό των εγγεγραμμένων και μη εγγεγραμμένων ανέργων υπολογίζεται ότι ανήλθε στο 35% περίπου του οικονομικώς ενεργού πληθυσμού αμέσως μετά την εισβολή».

Οι επιπτώσεις και το τέλος του Γεωργικού τομέα

Η τουρκική εισβολή του 1974 επέφερε την κατακόρυφη μείωση ενός τομέα, της Γεωργίας, που στις αρχές της δεκαετίας του 1970 αντιπροσώπευε το 20% της κυπριακής οικονομίας. Όπως σημείωνε ο οικονομολόγος Πάνος Πασιαρδής στη μελέτη του Πανεπιστημίου Κύπρου για το Κόστος της Τουρκικής Εισβολής, «οι επιπτώσεις της κατοχής της εύφορης περιοχής της Μόρφου, της πεδιάδας της Μεσαορίας (που συγκέντρωνε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής σιτηρών) της χερσονήσου της Καρπασίας και της επαρχίας Κερύνειας (που ήταν πλούσια σε εσπεριδοειδή, ελιές και χαρούπια) επέδρασαν ανασταλτικά στην πορεία του τομέα της Γεωργίας».

Πιο αναλυτικά, οι κατεχόμενες περιοχές συγκέντρωναν το 79% της παραγωγής εσπεριδοειδών, το 68% της παραγωγής σιτηρών, το 45% της παραγωγής ελιών, το 100% της παραγωγής καπνού και το 25% της παραγωγής πατατών. Τα δεδομένα δείχνουν ότι ο Γεωργικός τομέας ουδέποτε μπορούσε να ανακάμψει στα προηγούμενα ιστορικά επίπεδα λόγω της στέρησης πρόσβασης προς τις πιο εύφορες γεωργικά περιοχές.

Σημείο αναφοράς της οικονομικής καταστροφής είναι το γεγονός ότι το 1974 χάθηκαν οι κύριες πύλες εισόδου και εξόδου της χώρας, τόσο για προϊόντα όσο και για τους ανθρώπους. Χάθηκε το Λιμάνι της Αμμοχώστου, μέσω του οποίου εκτελούνταν πάνω από το 80% του συνολικού εμπορίου της χώρας, όπως επίσης και το Διεθνές Αεροδρόμιο Λευκωσίας με πλήρη διακοπή αεροπορικών συνδέσεων της Κύπρου μεταξύ Ιουλίου 1974 και Φεβρουαρίου 1975. Επίσης, οι τουριστικές μονάδες Αμμοχώστου και Κερύνειας, που αντιπροσώπευαν το 70% της Τουριστικής Βιομηχανίας, είχαν καταληφθεί από τον τουρκικό στρατό κατοχής. Το κατεχόμενο μέρος της Κύπρου περιλάμβανε όλη σχεδόν την αναπτυγμένη τουριστική υποδομή, τα κυριότερα ξενοδοχεία, ενώ οι πιο γνωστοί αρχαιολογικοί χώροι και μνημεία βρέθηκαν υπό τουρκική κατοχή.

Τα ελλείμματα που δημιουργήθηκαν στα δημόσια οικονομικά, στο εμπορικό ισοζύγιο και γενικότερα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν τεράστια. Οι γιγαντιαίες ανάγκες για επενδύσεις καθώς και τα ελλείμματα, που ήταν αδύνατον να χρηματοδοτηθούν από εσωτερικούς πόρους, αύξησαν σημαντικά τις πιέσεις στα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας και έθεσαν επιτακτικά την ανάγκη για εξωτερική χρηματοδότηση. Όπως σημείωνε ο οικονομολόγος Συμεών Μάτσης στην 3η Ημερίδα Ιστορικού Αρχείου της Τράπεζας Κύπρου, «Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Κύπρος φάνταζαν ανυπέρβλητα και σίγουρα δεν αναμενόταν να ξεπεραστούν εύκολα».

Καταρρακώθηκε η κατανομή εισοδήματος

Η προσφυγοποίηση, η απώλεια εργασίας, η αναγκαστική αστικοποίηση και η στέρηση πρόσβασης και αξιοποίησης των κατεχόμενων περιουσιών επέφερε αρνητικές επιπτώσεις στην κατανομή του εισοδήματος. Η εισβολή προκάλεσε ανακατανομή περιουσιών και εισοδήματος σε βάρος των εκτοπισμένων.

Στη μελέτη του Πάνου Πασιαρδή για τον Κεντρικό Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών στις αρχές του 21ου αιώνα, καταγράφεται ότι «τον Σεπτέμβριο του 1976 βάσει μη δημοσιευθέντων στοιχείων από την Απογραφή Νοικοκυριών του 1976, το 17% των προσφυγικών νοικοκυριών που διέμεναν σε αστικές περιοχές δεν διέθετε ξεχωριστή κουζίνα, 40% δεν διέθετε μπάνιο ή ντους, ενώ το 5,5% και 13,5% των νοικοκυριών αυτών δεν ήταν συνδεδεμένα με ηλεκτρισμό και νερό. Τα αντίστοιχα ποσοστά για τα αστικά μη προσφυγικά νοικοκυριά ήσαν πολύ χαμηλότερα: 5%, 22%, 1,5% και 4%». Στην ίδια μελέτη, γίνεται η παραδοχή ότι «σχεδόν το σύνολο των νοικοκυριών που εξακολουθούσαν το 1976 να παραμένουν σε ακατάλληλα υποστατικά (7,6% του συνόλου των νοικοκυριών σύμφωνα με την πιο πάνω αναφερόμενη απογραφή) αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά προσφυγικά νοικοκυριά».

Αξιοσημείωτη είναι και η αναφορά στο Τρίτο Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης 1979-1981, στο οποίο καταγράφονται τα εξής «το στεγαστικό πρόβλημα της Κύπρου όπως δημιουργήθηκε μετά την εισβολή είναι η έλλειψη κατάλληλων στεγαστικών μονάδων, ενώ οι οικιστικές διευκολύνσεις είναι δευτερευούσης σημασίας. Κατοικίες όπως τα αντίσκηνα οι παράγκες, ημιτελείς ή βοηθητικές κατοικίες δεν μπορούν να θεωρηθούν σαν κατάλληλη στέγη από την άποψη ψυχικής και σωματικής υγιεινής και δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες του πληθυσμού». Συνεχίζοντας αναφέρεται ότι «το μέσο μέγεθος κατοικίας μειώθηκε σημαντικά σαν αποτέλεσμα της εισβολής, λόγω του ότι ο εκτοπισμένος πληθυσμός αναγκάστηκε να στεγασθεί σε ακατάλληλες κατοικίες, ενώ το μέσο μέγεθος των κατοικιών στις κατεχόμενες περιοχές ήταν μεγαλύτερο, εν αντιθέσει με τις νέες κατοικίες που κατασκευάσθηκαν στις περιοχές που ελέγχει το κράτος, στις οποίες το μέγεθος είναι μικρότερο από τον μέσο όρο των κατοικιών του νησιού».

Το «οικονομικό θαύμα» μετά την εισβολή

Για τον όρο με τον οποίο αναφέρονταν οι ξένοι για την ανάκαμψη της κυπριακής οικονομίας, ο Ανδρέας Πατσαλίδης αναφέρει στην ομιλία του το 1977 «Εάν με τον όρο οικονομικό θαύμα εννοούμε την επιτυχία αποτροπής της πλήρους κατάρρευσης, η οποία φαινόταν να επέρχεται την επόμενη μέρα της εισβολής και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, τότε ο όρος είναι ακριβής». Για την αντιμετώπιση της κρίσης καταρτίστηκε το 1975 το πρώτο Διετές Έκτακτο Σχέδιο Οικονομικής Δράσης για να ακολουθήσουν ακόμα τρία αργότερα. Τα Σχέδια είχαν ως στόχο τους «τη δημιουργία προϋποθέσεων για την αυτοδύναμο οικονομική ανέλιξη και βαθμιαία επάνοδο εις τα προ της εισβολής βιοτικά επίπεδα διά της πλέον ενεργού κινητοποιήσεως και ορθολογιστικότερης αξιοποίησης των εναπομείναντων οικονομικών πόρων εις τας υπό του κράτους ελεγχόμενες περιοχές».

Κυριότεροι πυλώνες των σχεδίων ήταν η ανακούφιση και η προσωρινή στέγαση των εκτοπισμένων, η δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης, η αναπλήρωση της χαμένης παραγωγής και η επανέναρξη των επενδύσεων. Ακολουθήθηκε επιθετική επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με τη δημιουργία ελλειμμάτων που κυμαινόταν κατά μέσο όρο για την περίοδο 1975-85 στο -5,7% με ορθή κατανομή των κεφαλαίων για τις παραγωγικές δομές της οικονομίας, όπως η αναβάθμιση των Λιμανιών Λεμεσού και Λάρνακας και η δημιουργία του Νέου Αεροδρομίου Λάρνακας. Σημαντική ήταν επίσης και η ξένη βοήθεια για τη στήριξη των δημοσιονομικών πολιτικών που όπως αναφέρει ενδεικτικά ο Συμεών Μάτσης από την Ελλάδα περίπου 126 εκατομμύρια λίρες για τη δεκαετία που ακολούθησε, ενώ στα 45 εκατομμύρια λίρες από τις ΗΠΑ. Ουσιώδης ήταν για την ανάκαμψη η μετανάστευση των Κυπρίων στο εξωτερικό, μειώνοντας αφενός τα ποσοστά ανεργίας που το 1977 κατέβηκε στο 3,1%, αφετέρου δημιουργώντας νέες σχέσεις, οικονομικές ευκαιρίες και διείσδυση σε νέες αγορές. Ενδεικτικά αξίζει να αναφερθεί ότι τα εμβάσματα των προσωρινά απασχολούμενων εργατών στο εξωτερικό τα χρόνια 1976-85 ανήλθαν σε 255 εκατομμύρια λίρες, ξεπερνώντας τη ξένη συνολική οικονομική βοήθεια. Ο Τουρισμός, με τη δημιουργία νέων ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων, ανέκαμψε ξανά το 1978, φτάνοντας τον αριθμό αφίξεων του 1973. Τη δεκαετία που ακολούθησε, από το 1976 μέχρι το 1985, ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ ξεπερνούσε το 15%.

Στραμμένοι προς τομείς Εντάσεως Εργασίας

Σύμφωνα με την ανάλυση των οικονομολόγων Γιώργου Συρίχα, Άννας Μαρκίδου και Μάριου Λουκά, στην Έκδοση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου το 2012, η επαναδραστηριοποίηση της οικονομίας στηρίχθηκε στην προώθηση πολιτικών Εντάσεως Εργασίας. «Προωθήθηκαν, δηλαδή, οι Βιομηχανίες που απαιτούσαν σχετικά υψηλή προστιθέμενη αξία του εργατικού δυναμικού, όπως για παράδειγμα οι Βιομηχανίες Ένδυσης και Υπόδησης, καθώς και η εκτέλεση πολλών έργων υποδομής, ιδιαίτερα στεγαστικών». Είχαν παραχωρηθεί γενναία φορολογικά κίνητρα στον Ιδιωτικό τομέα για προώθηση έργων εντάσεως εργασίας για απορρόφηση των ανέργων, ενώ υπήρξε στήριξη και λόγω της αποδοχής των συντεχνιών κάποιων μειώσεων μισθών, ούτως ώστε οι εξαγωγές να καταστούν πιο ανταγωνιστικές και να ενθαρρυνθούν οι εργοδότες να προσλάβουν προσωπικό.

Η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική που υιοθετήθηκε περιλάμβανε ιδιαίτερα αυξημένες δαπάνες για την κατασκευή μεγάλων έργων κοινής ωφελείας, βιομηχανικών περιοχών, την αναβάθμιση και σχεδόν ανακατασκευή των Λιμανιών Λάρνακας και Λεμεσού και του Αερολιμένα Λάρνακας, ενώ μεγάλα ποσά δαπανήθηκαν για την κατασκευή προσφυγικών καταυλισμών για στέγαση των προσφύγων. Ως αποτέλεσμα των πολιτικών, το ποσοστό εξαγωγών των βιομηχανικών εμπορευμάτων αυξήθηκε από το 37,6% το 1975 στο 55,1% το 1980, με κύρια προϊόντα τα είδη ένδυσης και υπόδησης, τις πατάτες και το τσιμέντο.

Τρεις εξωγενείς παράγοντες ευνόησαν την ανάκαμψη

Το κυπριακό «οικονομικό θαύμα» υποβοηθήθηκε και από μια σειρά ευνοϊκών εξωτερικών παραγόντων, βάσει της ανάλυσης των Συρίχα, Μαρκίδου και Λουκά. Πρώτον, η αύξηση της αγοραστικής δύναμης των αραβικών χωρών, ένεκα των διαδοχικών αυξήσεων στην τιμή του πετρελαίου. Αυτό αξιοποιήθηκε από την επιχειρηματική τάξη της Κύπρου, που κέρδισε συμβόλαια εκτέλεσης έργων, εξασφάλισε απασχόληση σε χιλιάδες Κύπριους εργάτες, διείσδυσε με βιομηχανικές εξαγωγές, ενώ μπόρεσε να προσελκύσει και τουρισμό από αυτές τις χώρες.

Δεύτερον, από την κρίση του Λιβάνου και την καταστροφή του ως κέντρο παροχής υπηρεσιών στη Μέση Ανατολή. «Ως επακόλουθο, η Κύπρος άρχισε σταδιακά να παίρνει τη θέση του Λιβάνου στον τομέα Παροχής Υπηρεσιών, ενώ παράλληλα πολλές εταιρείες και Λιβανέζοι βρήκαν καταφύγιο στην Κύπρο». Οι ξένες εταιρείες λόγω των κοινών χαρακτηριστικών της Κύπρου με τον Λίβανο επέλεξαν να μετεγκατασταθούν εδώ, κάτι το οποίο φάνηκε από την έντονη επίδραση του αριθμού των εταιρειών διεθνών δραστηριοτήτων που μετέτρεψε σταδιακά την Κύπρο σε Διεθνές Χρηματοοικονομικό και Ναυτιλιακό Κέντρο.

Τρίτον, η ξένη βοήθεια σε χρήμα και είδος συμπλήρωσε σημαντικά κενά στην αντιμετώπιση των αναγκών των προσφύγων, ενώ κάλυψε και μεγάλο μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας. Τα ελλείμματα τόσο στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και στο Δημόσιο περιορίστηκαν λόγω της χρηματικής βοήθειας. Χωρίς τα λεφτά από το εξωτερικό, η χρηματοδότηση των αναγκών της Κυπριακής Δημοκρατίας θα ήταν ακόμα δυσκολότερη, σε μια περίοδο που η χώρα βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική κρίση και η φερεγγυότητά της ήταν περιορισμένη.

Πέραν του οικονομικού θαύματος

Παρά το γεγονός ότι έχουν περάσει 50 χρόνια, οι επιπτώσεις της τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης κατοχής παραμένουν. Η βίαιη στροφή της κυπριακής οικονομίας και η πορεία που ακολουθήθηκε για την ταχεία ανάκαμψη, αφήνει ακόμη και σήμερα αποτυπώματα, ενώ η στέρηση της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων και αγαθών σε όλο το νησί δημιουργεί στρεβλώσεις οι οποίες αποτυπώνονται στο κυπριακό παραγωγικό μοντέλο. Ο Πρωτογενής τομέας θα εξελισσόταν πολύ διαφορετικά χωρίς τη βίαιη κατοχή της Μεσαορίας, ο τουρισμός θα είχε μια άλλη πιο υγιή εξέλιξη, οι αναγκαστικές πολιτικές εντάσεως εργασίας επέφεραν πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα που είναι ορατό μέχρι σήμερα, οι άμεσες ξένες επενδύσεις χωρίς την παρουσία ενός ξένου εισβολέα θα έπαιρναν διαφορετική τροπή και εν τέλει η Κύπρος σήμερα θα είχε μια διαφορετική εικόνα.

Παραθέτουμε ένα ακόμη κομμάτι της ομιλίας τού τότε υπουργού Οικονομικών, Ανδρέα Πατσαλίδη, που παρά το ότι γράφτηκε το 1977, παραμένει επίκαιρο και το 2024. «Εις τον περαστικό επισκέπτη, εις τον αμύητον ταξιδιώτη ο οποίος παραμένει ολίγας ημέρας εις το ελεύθερο μέρος της Κύπρου, επισκεπτόμενος τοπία τουριστικού ενδιαφέροντος και αστικά εμπορικά κέντρα, η σημερινή Κύπρος δύναται να παρουσιάσει παραπλανητική εικόνα της πραγματικής καταστάσεως. Οι εξωτερικές εντυπώσεις μπορεί να αποκρύπτουν το όραμα του λαού και την τραγωδία που έπληξε τη μαρτυρική νήσο.

Αν κάποιος δεν εμβαθύνει και ζητήσει να πληροφορηθεί τι πραγματικά συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει μετά την τουρκική εισβολή του 1974, ίσως να μη μάθει ότι περίπου το 40% του πληθυσμού της ελεύθερης περιοχής της Κύπρου είναι πρόσφυγες, στην ίδια τους την πατρίδα, οι οποίοι εκδιώχθηκαν και ξεριζώθηκαν από τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους διά της βίας χωρίς να μεταφέρουν τίποτε εκτός από τα ενδύματά τους. Ίσως να μη μάθει ότι τα σπίτια και οι περιουσίες των ανθρώπων αυτών, αξίας δισεκατομμυρίων λιρών, έχουν υφαρπαγεί και λεηλατηθεί συστηματικώς. Ίσως να μη μάθει ποτέ ότι από πλευράς πόρων και οικονομικών δυνατοτήτων το υπό ξένη κατοχή τμήμα της Κύπρου αντιπροσωπεύει περίπου το 70% του συνόλου. Ίσως να μην ακούσει για των άνευ διακρίσεων φόνων χιλιάδων αθώων ανθρώπων, του οράματος των οικογενειών των αγνοουμένων, των ωμοτήτων που διαπράχθηκαν από τους εισβολείς.

Όπως πίσω από το χαμόγελο και την αξιοπρέπεια βρίσκονται οι σκληρά οικονομικές πραγματικότητες, η αγωνία και το όραμα και η αποφασιστικότητα τής μη υποταγής στην ωμή βία και η εμμονή και η αντοχή μέχρι εξευρέσεως μιας αξιοπρεπούς λύσης και δικαίας λύσης του πολιτικού προβλήματος».

Φωτογραφία εξωφύλλου: Στέφανος Στεφάνου

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ