Του Φειδία Θεοφάνους*
Η πρόσφατη δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας περί του παγκόσμιου φαινομένου των αυξήσεων των τιμών παρέχει μια σημαντική ευκαιρία ανασκόπησης της μέχρι τώρα προσέγγισής μας στο κόστος ζωής των πολιτών. Αφενός, η παρατηρούμενη έκρηξη τιμών αντιμετωπίζεται ως ένας κυρίως εξωγενής παράγοντας της ακρίβειας. Αυτή η αντιμετώπιση παρέχει ένα στοιχειώδες άλλοθι στην Πολιτεία για το αυξανόμενο κόστος ζωής καθώς το περιθώριο αντίδρασης είναι περιορισμένο. Αφετέρου, θα ήταν σημαντική παράληψη να μην αναγνωρίζαμε πως την μερίδα του λέοντος στα έξοδα του διαμέσου πολίτη αποτελεί το ανοδικό κόστος στέγασης είτε στη μορφή ενοικίου ή στη μορφή αποπληρωμής δόσεως.
Σε αυτή την διάσταση της ακρίβειας, η επιλεχθείσα πολιτική των τελευταίων ετών βαραίνει την Πολιτεία με την κύρια ευθύνη. Το παρόν άρθρο προτάσσει την αναγκαιότητα ρυθμίσεως του τομέα των ακινήτων καθώς και των ενοικίων για αποτροπή της περεταίρω φτωχοποίησης στην κοινωνία μας. Προτείνονται επίσης βραχυπρόθεσμα μέτρα για την επερχόμενη έκρηξη των τιμών που δύνανται να ανατρέψουν το αυξανόμενο κόστος εάν παράλληλα υιοθετηθεί μια σειρά από τομές στην ευρύτερη οικονομία.
Αρχής γενομένης από την πρόσφατη άνοδο των τιμών, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η σωστή ανάγνωση των εξελίξεων μπορεί να αποβεί κρίσιμη για πολλά νοικοκυριά καθώς και επιχειρήσεις που έχουν φτάσει οικονομικά στα όριά τους. Το φαινόμενο αυτό ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, των συνεπειών της πανδημίας στις παγκόσμιες αλυσίδες προσφοράς, δύναται να έχει παροδικό ή μόνιμο χαρακτήρα. Ενώ οι απόψεις σοβαρών οικονομολόγων επί του θέματος διίστανται και καθώς το ΥΠΟΙΚ θεωρεί τον πληθωρισμό ως παροδικό επί του παρόντος, ως κράτος οφείλουμε να προνοήσουμε και να προετοιμαστούμε για το χειρότερο σενάριο.
Μια συνειδητή πολιτική εξασφάλισης στρατηγικών αποθεμάτων ενέργειας και άλλων βασικών αγαθών θα μας επιτρέψει να έχουμε ένα περιθώριο αντίδρασης σε περίπτωση ανοδικών διακυμάνσεων τιμών και μειωμένης προσφοράς. Παράλληλα, πρέπει να αξιοποιήσουμε βασικά οικονομικά εργαλεία όπως η οικονομική στήριξη των χαμηλόμισθων, η διόρθωση στρεβλώσεων αποσκοπώντας στον υγιή ανταγωνισμό καθώς και η επιτήρηση αγορών για πάταξη της αισχροκέρδειας η οποία μονιμοποιείται δυστυχώς στην κυπριακή αγορά.
Πέραν της βραχυπρόθεσμης διαχείρισης της ακρίβειας, οφείλουμε να εξετάσουμε τα μακροπρόθεσμα αίτιά της. Σημειώνεται ότι αποτελεί μέγα ολίσθημα να θεωρούμε πως το στρίμωγμα νοικοκυριών και επιχειρήσεων επήλθε εξ ολοκλήρου ένεκα της πανδημίας. Ομολογουμένως πολλά νοικοκυριά και μικροεπιχειρήσεις υφίσταντο ανοδικές πιέσεις στις αποπληρωμές ενοικίων/στέγασης, κόστος που ίσως αποτελεί την κατεξοχήν μερίδα του λέοντος των εξόδων. Υπενθυμίζεται ότι οι τιμές στην αγορά ακινήτων και κατά συνέπεια το επίπεδο ενοικίων διαμορφώνονται από την αγοραστική δύναμη των εν δυνάμει αγοραστών σε συνάρτηση με την προσφορά.
Η αγοραστική δύναμη στη χώρα μας υπέστη δραστική μείωση ένεκα της κατάρρευσης του 2013. Η μετέπειτα οικονομική πολιτική που υιοθετήθηκε, εστιαζόμενη στον τομέα των ακινήτων και με κορωνίδα το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα, προσέλκυσε αγοραστές δυσανάλογης αγοραστικής δύναμης για τα εγχώρια δεδομένα. Αυτό αλλοίωσε δραστικά και δυσμενώς την αναλογία εγχώριας-εξωτερικής ζήτησης. Συνεπεία και της αλλοίωσης αυτής, το καθεστώς ακινήτων-ενοικίων απέκλινε επικίνδυνα από τη μισθολογική πραγματικότητα της Κύπρου και συντονίσθηκε εν πολλοίς με την εξωτερική ζήτηση.
Η απόκλιση αυτή συνεχίζει να υφίσταται παρά τον τερματισμό του ΚΕΠ καθώς οι προαναφερθείσες στρεβλώσεις συντηρούνται αντί να διορθώνονται. Οφείλουμε έστω και την υστάτη να κατανοήσουμε πως η διαιώνιση αυτών των στρεβλώσεων λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη διαβρώνοντας παράλληλα το επίπεδο ζωής για μια μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας και πρωτίστως των νέων. Το παρόν και επερχόμενο επίπεδο της ακρίβειας σε συνάρτηση με την ευρύτερη οικονομική κατάσταση της χώρας καθώς και τις δημοσιονομικές πιέσεις που υφίστανται συνθέτουν την ανάγκη αλλαγής στην προσέγγισή μας.
Το διεθνές κύμα ακρίβειας δεν παρέχει επ’ουδενί λόγο ευκαιρία νίψεως των χειρών μας. Τουναντίον, προτάσσει την ανάγκη εξεύρεσης μηχανισμών για να ελαφρύνουμε το βάρος των νοικοκυριών και μικροεπιχειρήσεων. Σημειώνεται πως τα όποια μέτρα ληφθούν στις αγορές βασικών αγαθών και πρώτων υλών θα είναι άνευ επαρκούς αντικρίσματος εάν δεν ληφθούν τομές που να ρυθμίζουν τον τομέα των ακινήτων και συνεπώς των ενοικίων. Στην ίδια γραμμή ενός φαύλου κύκλου θα κινούνται και τα όποια μέτρα τύπου επιδότησης του κόστους στέγασης/ενοικίου ενόσω ο τομέας χρησιμοποιείται ως όχημα πλουτισμού στο όνομα της ανάπτυξης με το ευρύ κοινό να επωμίζεται πληθωριστικές συνέπειες άνευ ουσιαστικού οφέλους. Το ολοένα και αυξανόμενο μερίδιο της κοινωνίας μας που βιώνει και θα συνεχίσει να βιώνει την φτωχοποίηση, εάν δεν αλλάξουμε πορεία, μας καλεί να αποφασίσουμε να δούμε την πραγματικότητα ως έχει. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε άμεσα μια από τις κύριες πηγές του πληθωρισμού στην Κύπρο, το κόστος δηλαδή της στέγασης-ενοικίασης, που δημιουργήθηκε και συντηρείται από ενδογενείς παράγοντες.
*Ο Φειδίας Θεοφάνους είναι Guest Teacher Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics and Political Science και Επιστημονικός Συνεργάτης στο Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.