Μπορεί να γίνει διάσωση εταιριών με κρατικό χρήμα;

Η συζήτηση για το αν μπορεί να γίνει bailout επιχειρήσεων με χρήματα των φορολογούμενων άνοιξε για πρώτη φορά μετά την χρηματοπιστωτική κρίση.

Του Χρήστου Μιχάλαρου

Στην χρηματοπιστωτική κρίση που ξέσπασε στις ΗΠΑ το 2008 και μεταφέρθηκε με ολέθριες συνέπειες στην Ευρώπη μόλις ένα χρόνο μετά, είδαμε τις εθνικές κυβερνήσεις, ακόμα και εκείνες των οποίων το ιδεολογικό υπόβαθρο δεν θα δικαιολογούσε υπό άλλες συνθήκες μια τέτοια κίνηση, να διασώζουν μεγάλες τράπεζες με κρατικό χρήμα, με την αιτιολογία ότι μια κατάρρευση θα κόστιζε πολύ περισσότερο από τα λεφτά που αντλήθηκαν από τους φορολογούμενους. 

Έκτοτε το φάντασμα του bailout (αλλά και του bail-in στην Κύπρο) επιστρέφει σε θεωρητικές συζητήσεις να μας θυμίσει ότι καμία σταθερότητα κανενός συστήματος δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη, όπως ακριβώς και τα χρήματα του κάθε φορολογούμενου δεν μπορούν πλέον να θεωρούνται “ανέγγιχτα” για τέτοιους σκοπούς. 

Άνω κάτω

Στις ημέρες της κρίσης του κορωνοϊού, όπου η πανδημία ήρθε να φέρει τα πάνω κάτω στην παγκόσμια οικονομία, με τον κίνδυνο της ύφεσης να είναι πλέον ζήτημα χρόνου και με εκατομμύρια μικρές ή μεγάλες εταιρίες να έχουν κατεβάσει ρολά και να προειδοποιούν με λουκέτο, το ζήτημα της διάσωσης άρχισε να ξαναμπαίνει στον δημόσιο διάλογο. Μόνο που σήμερα το ζήτημα ήγειραν οι ίδιες οι εταιρίες.

​​Τρανό παράδειγμα αποτελεί η αεροπορική βιομηχανία. Συγκεκριμένα, ο όμιλος Lufthansa τις προηγούμενες ημέρες σε επίσημες ανακοινώσεις γνωστοποίησε ότι χωρίς κρατική στήριξη και δημόσιο χρήμα, δεν θα μπορέσει να επιβιώσει, τινάζοντας στον αέρα μια ολόκληρη αυτοκρατορία αερομεταφορών και συνδεσιμότητας, αφήνοντας στον δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενων. 

Θα μπορούσε λοιπόν να γίνει στην πράξη αυτή η διάσωση; Και πολύ περισσότερο θα μπορούσε να γίνει στην Κύπρο; 

Δυο διαφορετικές περιπτώσεις

Μιλώντας στο Economy Today ο οικονομολόγος Τάσος Γιασεμίδης εξηγεί ότι το bailout είναι έννοια η οποία χρησιμοποιήθηκε ευρέος στην κρίση του 2008 -2013 με τις διασώσεις τραπεζών μέσω χρημάτων των φορολογουμένων, ενώ μετά το κούρεμα καταθετών στην Κύπρο το 2013, το μέχρι άγνωστο τότε resolution έγινε ευρωπαϊκή οδηγία και τα χρήματα των φορολογουμένων αποτελούν το τελευταίο μέσο διάσωσης ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος. 

Επιπλέον, προσθέτει, υπάρχει και η οδηγία περί κρατικών ενισχύσεων που δεν επιτρέπει ουσιαστικά την παρέμβαση του κράτους για ενίσχυση ιδιωτικών εταιρειών με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Κυπριακών Αερογραμμών.

“Η σημερινή όμως κατάσταση διαφέρει σε ένα πολύ σημαντικό παράγοντα. Τα οικονομικά προβλήματα και δυστοκία δεν έχουν δημιουργηθεί από την κακοδιαχείριση και τις εσφαλμένες αποφάσεις της διοίκησης των εταιρειών, αλλά μέσα από επιβολή διαταγμάτων των εθνικών κυβερνήσεων. Άρα αν θα υπάρξει οποιαδήποτε συζήτηση για τροποποίηση κανονισμών και bailout εταιρειών θα φορά αυτές των οποίων τα προβλήματα δημιουργήθηκαν τώρα και όχι εταιρειών που αντιμετώπιζαν ήδη προβλήματα επιβίωσης”, διευκρινίζει διαχωρίζοντας τις δύο περιπτώσεις. 

Ποια είναι όμως τα κριτήρια; Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρώτο κριτήριο ενός τέτοιου εγχειρήματος θα πρέπει να αφορά ποιες επιχειρήσεις θα ενταχθούν στο πρόγραμμα. Σίγουρα θα είναι αυτές που έχουν πληγεί από τα διατάγματα, ενώ θα είναι πολύ δύσκολο να μπουν κριτήρια επιλογής για τις συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οπότε θα αφορά όλες όσες έχουν επηρεαστεί από τα διατάγματα. Μετά, προσθέτει, θα πρέπει να μπουν συγκεκριμένοι κανονισμοί, όπως μέγιστο ποσό που πρέπει να συνεισφέρει ο φορολογούμενος και η διασφάλιση του τρόπου αποπληρωμής ή εξόδου από την επένδυση σε περίπτωση που η κυριότητα των μετοχών μεταφερθεί στο κράτος.

Το μικρό και το μεγάλο ψάρι

Από την πλευρά του ο οικονομολόγος Μιχάλης Φλωρεντιάδης επισημαίνει ότι ως γεγονός, οι μεγάλες εταιρείες ανά τον κόσμο είναι πιο εύκολο να επωφεληθούν από τα διάφορα προγράμματα διάσωσης που ετοιμάζουν οι κυβερνήσεις σε καιρούς κρίσεων. 

“Χρειάζεται όμως να επωφελούνται και οι μικρότερες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα δεδομένου του μεγάλου αριθμού θέσεων εργασίας που προσφέρουν. Υποψιάζομαι όμως ότι αυτή τη φορά και στη δεδομένη κρίση που περνούμε θα υπάρξει περισσότερη βοήθεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Σε διαφορετική περίπτωση, οι οικονομικές επιπτώσεις -αν και βραχυπρόθεσμες- μπορεί να είναι πάρα πολύ έντονες και βαθιές και να δημιουργήσουν σοβαρές κοινωνικές εντάσεις. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα ένα μέλος του συμβουλίου της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (Fed) μίλησε για ενδεχόμενη ανεργία που να φθάσει το 20% (από 3,5% που είναι σήμερα). Δηλαδή οι αρχές καλούνται να αντιμετωπίσουν όχι μόνο την υγειονομική κρίση αλλά και να αμβλύνουν τις συνέπειες από το σοκ στην κατανάλωση και σε τομείς όπως τον τουριστικό, τον ταξιδιωτικό και των αεροπορικών συγκοινωνιών”, αναφέρει. 

Αλυσιδωτές επιπτώσεις

Σύμφωνα με τον ίδιο, ένα προτέρημα που έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι ότι λόγω του μεγέθους τους, έχουν οικονομική επιφάνεια, μεγάλο αριθμό εργαζομένων και διασύνδεση με πολλές άλλες μικρότερες εταιρείες οι οποίες βασίζονται στις μεγάλες ως συνεργάτες, προμηθευτές ή παροχείς υπηρεσιών. 

Έτσι το κλείσιμο μιας μεγάλης επιχείρησης μπορεί να έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις μέσα σε μια οικονομία όπως απότομη αύξηση της ανεργίας, πλήγμα σε μια σειρά άλλων μικρότερων επιχειρήσεων και γενική υπονόμευση της εμπιστοσύνης. 

“Δυστυχώς για αυτές, οι μικρότερες επιχειρήσεις, αν και αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας και παρέχουν την πλειονότητα των θέσεων εργασίας, λόγω μικρότερης οικονομικής επιφάνειας δεν προσελκύουν στον ίδιο βαθμό την προσοχή των αρχών σε περίπτωση που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Βέβαια, όταν υπάρξει μαζικό κύμα κλεισίματος μικρών επιχειρήσεων, μπορεί οι αρνητικές επιπτώσεις να είναι αρκετά μεγαλύτερες σε σύγκριση με το κλείσιμο μιας μεγάλης και γνωστής επιχείρησης”, εξηγεί. 

Εισηγήσεις για μερική κρατικοποίηση στην Κύπρο

Σε άρθρο του πάντως ο Καθηγητής στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Πανεπιστημίου Κύπρου Ανδρέας Μιλιδώνης κάνει λόγο για μερική κρατικοποίηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Κύπρο, αν τηρηθούν κάποιες προϋποθέσεις, συνδέοντας συνδέοντας τα νέα δάνεια προς τις επιχειρήσεις με την πιθανή παραχώρηση μετοχών στους πιστωτές.

Προχωράει δε σε συγκεκριμένες τροποποιήσεις στην πρόταση της κυβέρνησης για κρατικές εγγυήσεις σε δάνεια προς επιχειρήσεις και αυτοτελώς εργαζόμενους: (α) τα δάνεια θα πρέπει να ονομαστούν «κορονοδάνεια (COVID loans)», έτσι ώστε να είναι σαφές ότι θα αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτού του εξωτερικού σοκ στην οικονομία, (β) στόχος αυτών των δανείων θα πρέπει να είναι η ελαχιστοποίηση των ακόλουθων οικονομικών παραμέτρων: Ανεργία, μη εξυπηρετούμενα δάνεια στον τραπεζικό τομέα και δημόσιο χρέος.

"Οι δανειολήπτες πρέπει να έχουν κίνητρα να μην απολύσουν προσωπικό και να μη μειώσουν την αποζημίωση του προσωπικού τους", τονίζει και προκειμένου να γίνει αυτό θα πρέπει: (α) τα δάνεια να μεταφερθούν στο κράτος (δηλαδή το κράτος να πληρώσει το 90% αλλά επίσης και να λάβει ένα ποσοστό μετοχών της επιχείρησης που ζήτησε το δάνειο) μόνο εάν οι δανειολήπτες διατηρήσουν τουλάχιστον το 90% των υπαλλήλων τους για ένα έτος και παράλληλα διατηρήσουν τουλάχιστον το 90% των συνολικών αποζημιώσεων που κατέβαλαν πριν το COVID (για ολόκληρη την εταιρεία) για ένα έτος.

Bailout μόνο με νέο δανεισμό

Όπως τονίζει ο κος Γιασεμίδης στο Economy Today πάντως, με τα δημοσιονομικά μέτρα που λαμβάνονται τα οποιαδήποτε πλεονάσματα εξαφανίζονται οπότε για το ενδεχόμενο bailout οι εθνικές κυβερνήσεις είτε πρέπει να δανειστούν από τις αγορές ή από οπουδήποτε μηχανισμό θεσπίσει η ΕΕ όπως με την έκδοση ευρωομολόγου. 

“Κάτι τέτοιο, όσο ευνοϊκοί και να είναι οι όροι, αυξάνει το ύψος του δημόσιου χρέους. Από την άλλη η παροχή εγγυήσεων όπως για επιπλέον δανεισμό όπως γίνεται στην Κύπρο δεν αυξάνει το δημόσιο χρέος άμεσα αλλά ενδεχομένως να το αυξήσει σε περίπτωση που τα δάνεια τα οποία έχει εγγυηθεί το κράτος δεν αποπληρώνονται και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα καταγράφουν  ζημιές δηλαδή μετά που έχουν πωλήσει την υποθήκη”.

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ