Του Κωνσταντίνου Νικολαΐδη
Ο πληθωρισμός αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις Kεφαλαιαγορές και τις επενδυτικές αποφάσεις. Έχει τη δύναμη να επηρεάσει την αγοραστική δύναμη και το ευρύτερο καταναλωτικό κλίμα, το κόστος των επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση, τις αποτιμήσεις των μετοχών τους. Σε ένα περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, είναι σύνηθες για τους επενδυτές μεσοπρόθεσμου ορίζοντα να αναζητούν συχνά ασφαλή καταφύγια και να προσαρμόζουν τις στρατηγικές τους για να προστατεύσουν τα κεφάλαιά τους. Αυτό το άρθρο εξετάζει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στις Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας (Consumer Discretionary Shares), αναλύοντας πώς η αύξηση των τιμών και η μείωση της αγοραστικής δύναμης μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τις εταιρείες που εξυπηρετούν μη απαραίτητες επιθυμίες και πολυτέλειες.
Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας: O Ορισμός και η Σημασία τους
Οι Kαταναλωτικές Mετοχές Διακριτικής Ευχέρειας αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι των Κεφαλαιαγορών, συχνά βρισκόμενες στο προσκήνιο λόγω των διεθνώς γνωστών επωνυμιών που αντιπροσωπεύουν. Σε αντίθεση με τις Βασικές Καταναλωτικές, που καλύπτουν απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες όπως τρόφιμα, είδη προσωπικής φροντίδας και Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, οι Καταναλωτικές Εταιρείες Διακριτικής Ευχέρειας εξυπηρετούν μη απαραίτητες επιθυμίες και πολυτέλειες, από την ψυχαγωγία και την αναψυχή μέχρι την αυτοκινητοβιομηχανία και το υψηλής ποιότητας λιανεμπόριο.
Αυτός ο τομέας περιλαμβάνει εταιρείες που προσφέρουν προϊόντα και υπηρεσίες που επιλέγουν οι καταναλωτές όταν έχουν διαθέσιμα εισοδήματα πέρα από τα βασικά τους έξοδα. Παραδείγματα τέτοιων εταιρειών περιλαμβάνουν γνωστά ονόματα όπως οι Amazon, Tesla, McDonald’s, Booking.com, Nike, Airbnb, Starbucks, Marriott International, General Motors, Ford και eBay.
Κατά κανόνα, οι μετοχές του τομέα είναι αντικειμενικά πιο ευαίσθητες σε αλλαγές που αφορούν την οικονομική κατάσταση και την καταναλωτική εμπιστοσύνη σε σχέση με τις Βασικές Καταναλωτικές Μετοχές. Καθώς η καταναλωτική αγοραστική δύναμη και εμπιστοσύνη αυξάνονται, κατά γενικό κανόνα, το ίδιο συμβαίνει και με τις τιμές των μετοχών αυτών των εταιρειών, καθιστώντας τις βαρόμετρο της οικονομικής υγείας και δημιουργώντας γόνιμο έδαφος για ευκαιρίες ανάπτυξης. Γενικώς, οι εταιρείες του τομέα τείνουν να αποδίδουν καλά σε περιόδους οικονομικής ευημερίας, όταν οι καταναλωτές αισθάνονται ασφαλείς και έχουν διαθέσιμο εισόδημα για πολυτελή αγαθά και υπηρεσίες.
Ωστόσο, αυτό τις καθιστά επίσης ιδιαίτερα ευάλωτες σε οικονομικές κρίσεις και σε αρνητικό καταναλωτικό κλίμα. Σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας ή ύφεσης, οι καταναλωτές συνήθως περιορίζουν τις δαπάνες τους σε μη απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες, με αποτέλεσμα οι Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας να «υποφέρουν» περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας. Η απόδοση αυτών των μετοχών μπορεί να επηρεαστεί αρνητικά από παράγοντες όπως ο πληθωρισμός, η μείωση της απασχόλησης, η αύξηση των επιτοκίων και οι γεωπολιτικές εντάσεις.
Επιπτώσεις του πληθωρισμού στις Καταναλωτικές Μετοχές
Σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, όπως αυτή που διανύεται τώρα στην Αμερική και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, οι καταναλωτικές εταιρείες βρίσκονται συχνά στο περιθώριο των επιλογών των καταναλωτών για το πού θα ξοδέψουν το διαθέσιμο εισόδημά τους. Αυτό οδηγεί αναπόφευκτα σε μείωση των εσόδων. Παράλληλα, το αυξημένο κόστος εισροών, όπως οι πρώτες ύλες, συρρικνώνει περαιτέρω τα περιθώρια κέρδους, αναγκάζοντας τις εταιρείες είτε να απορροφήσουν τις αυξημένες δαπάνες και να μειώσουν τα περιθώρια κέρδους, είτε να μεταφέρουν το κόστος των δαπανών στους πελάτες και να αντιμετωπίσουν μείωση στις πωλήσεις και στα έσοδα λόγω απώλειας πελατών. Και οι δύο επιλογές οδηγούν τελικά σε χαμηλότερα κέρδη και συνεπώς, σε μειωμένες αποτιμήσεις και υποκείμενη απόδοση.
Επιπλέον, ο υψηλός πληθωρισμός μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Όταν οι καταναλωτές βλέπουν τις τιμές να αυξάνονται γρήγορα, μπορεί να αναβάλουν ή να περιορίσουν τις δαπάνες τους για μη απαραίτητα αγαθά και υπηρεσίες, προτιμώντας να εξοικονομήσουν τα χρήματά τους για πιο βασικές ανάγκες. Αυτή η μείωση της κατανάλωσης συνήθως πλήττει ιδιαίτερα τις καταναλωτικές εταιρείες διακριτικής ευχέρειας, μειώνοντας περαιτέρω τα έσοδά τους.
Επιπρόσθετα, οι επιχειρήσεις αυτές μπορεί να βρεθούν σε δύσκολη θέση όσον αφορά στη διαχείριση της ρευστότητάς τους. Καθώς τα έξοδα αυξάνονται και τα έσοδα μειώνονται, οι εταιρείες που δεν έχουν επαρκή ταμειακή ροή μπορεί να χρειαστεί να αναζητήσουν δανεισμό για να καλύψουν το λειτουργικό τους κόστος. Ωστόσο, σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, τα επιτόκια τείνουν να αυξάνονται, κάνοντας το κόστος δανεισμού υψηλότερο και επιβαρύνοντας περαιτέρω τις οικονομικές τους επιδόσεις.
Ο πληθωρισμός μπορεί επίσης να επηρεάσει τις επενδυτικές αποφάσεις. Οι επενδυτές, βλέποντας τους κινδύνους που συνοδεύουν τις Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού, μπορεί να στραφούν σε πιο σταθερές επενδύσεις, όπως οι βασικές Καταναλωτικές Μετοχές ή Κρατικά Ομόλογα. Αυτή η μετατόπιση μπορεί να προκαλέσει πτώση στις τιμές των Μετοχών των Καταναλωτικών Εταιρειών Διακριτικής Ευχέρειας, επηρεάζοντας αρνητικά την κεφαλαιοποίησή τους.
Τέλος, οι εταιρείες αυτές αντιμετωπίζουν πρόσθετες προκλήσεις στην προσπάθειά τους να προσαρμοστούν στις αλλαγές των καταναλωτικών προτύπων. Η ανάγκη για Καινοτομία και διαφοροποίηση των προϊόντων μπορεί να αυξήσει το λειτουργικό κόστος, κάτι που σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό μπορεί να επιδεινώσει την οικονομική τους κατάσταση.
Συνολικά, ο πληθωρισμός δημιουργεί ένα σύνθετο και δύσκολο περιβάλλον για τις Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας, απαιτώντας από τις εταιρείες στρατηγικές προσαρμογής και ανθεκτικότητας για να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
Σημερινή Κατάσταση των Καταναλωτικών Μετοχών
Μέχρι και τα μέσα Ιουλίου, ο τομέας των Καταναλωτικών Μετοχών Διακριτικής Ευχέρειας του S&P 500 (S&P 500 Consumer Discretionary) παρουσιάζει συνολικά θετική προοπτική, με αύξηση 11,21% από την αρχή του έτους. Η Amazon, ηγούμενη του τομέα με βάση την κεφαλαιοποίησή της, έχει συμβάλει σημαντικά σε αυτήν την άνοδο, επιδεικνύοντας εξαιρετικές επιδόσεις με αύξηση 27,37% από την αρχή του έτους. Οι επιδόσεις της Amazon, όπως και άλλων εταιρειών του τομέα, οφείλονται κυρίως στη δραστηριοποίησή της στον Τεχνολογικό τομέα και στην προοπτική της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Μερικές εταιρείες του τομέα φαίνεται να επωφελούνται από συγκεκριμένους παράγοντες, ενώ άλλες από τις δραστηριότητές τους στον Τουρισμό και στη Φιλοξενία, καταγράφοντας αύξηση εσόδων κατά την καλοκαιρινή περίοδο.
Ωστόσο, όταν εξετάσουμε μεμονωμένα τις Καταναλωτικές Μετοχές που δεν εμπίπτουν στον τομέα της Τεχνολογίας και του Τουρισμού, η εικόνα είναι λιγότερο ευνοϊκή: η Starbucks έχει πέσει κατά 20,89%, η McDonald’s κατά 12,80%, η Nike κατά 32,34% και η LVMH κατά 4,27%. Ακόμα και η Tesla, η οποία φαινόταν να πηγαίνει καλά μέσα στον χρόνο παρά την υποχώρηση στα κέρδη και στους διάφορους οικονομικούς δείκτες της, είναι πίσω από τις περσινές της αποδόσεις κατά 10,49%.
Συνολικά, οι Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας υστερούν σε σχέση με τον δείκτη S&P 500 αλλά και με τους τομείς της Τεχνολογίας, των Τηλεπικοινωνιών, της Βιομηχανίας και των Χρηματοοικονομικών, αντιμετωπίζοντας πίεση και πτώση στο τρέχον πληθωριστικό περιβάλλον. Αν εξαιρέσουμε την Amazon, η οποία θεωρείται περισσότερο τεχνολογική μετοχή, διαφαίνεται ότι ο τομέας ίσως να υστερούσε και σε σχέση με άλλους τομείς όπως της Ενέργειας, των Βασικών Καταναλωτικών και της Υγειονομικής Περίθαλψης.
Όσον αφορά στο ρίσκο, το σημερινό πληθωριστικό περιβάλλον και οι γεωπολιτικές εντάσεις έχουν οδηγήσει πολλούς επενδυτές να θεωρούν τις Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας πιο ριψοκίνδυνες από άλλες.
Σε μια μελέτη που διεξήγαγε η McKinsey & Company, οι καταναλωτές προέβλεψαν ότι θα ξοδέψουν λιγότερα σε διακριτικά αγαθά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο. Οι προβλέψεις για μειωμένη κατανάλωση αυξάνουν τον κίνδυνο μείωσης των πωλήσεων και εταιρικής απόδοσης. Επίσης, ο τομέας θεωρείται υψηλού ρίσκου σε δύο από τις τέσσερις μετρήσεις κινδύνου που αναλύει τακτικά η S&P Global Market Intelligence. Συγκεκριμένα, η αυξημένη επικινδυνότητα του τομέα αποτυπώνεται στις μειωμένες εταιρικές κατευθυντήριες γραμμές και στα δεδομένα που δείχνουν πως όλο και περισσότεροι επενδυτές προβαίνουν σε θέσεις έναντι του τομέα (short-selling).
Τα υψηλά ή αυξανόμενα επίπεδα κινδύνου μπορούν να επηρεάσουν την αξία των επιχειρήσεων στον τομέα. Αυτό σε συνδυασμό με την αντιστοιχία ότι οι παραδοσιακές Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας υστερούν σε σχέση με την αγορά, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτές οι μετοχές παρουσιάζουν μια μη ελκυστική σχέση απόδοσης-ρίσκου σε σύγκριση με άλλους τομείς.
Επιπτώσεις της πανδημίας και υπερτιμημένες αξίες
Η πανδημία COVID-19 και οι συνέπειές της οδήγησαν σε παράλογες αποτιμήσεις μετοχών, με υπερβολικά υψηλές αναλογίες τιμής προς κέρδη (P/E). Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι μετοχές απέδιδαν ασυνήθιστα καλά, παρά τα μειωμένα έσοδα των υποκείμενων εταιρειών. Αυτή η αντίφαση οδήγησε σε τεχνητές τιμές μετοχών που δεν μπορούσαν να υποστηριχθούν από τα πραγματικά κέρδη των εταιρειών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι μεγαλύτεροι επενδυτές αξίας (value investors) παγκοσμίως, όπως ο Warren Buffet και ο Benjamin Graham, έχουν ιστορικά επενδύσει σε εταιρείες με δείκτη P/E κάτω από 15, αποφεύγοντας υπερτιμημένες μετοχές.
Μέχρι τα μέσα Ιουλίου, πάνω από το 70% των εταιρειών του S&P 500 Consumer Discretionary είχαν δείκτη P/E μεγαλύτερο από 15. Για παράδειγμα, η Starbucks είχε δείκτη P/E 20,79, η McDonald’s 21,85 και η Nike 19,53. Αυτές οι αναλογίες λαμβάνουν υπόψη τη σημαντική μείωση της τιμής των εν λόγω μετοχών τον τελευταίο χρόνο, γεγονός που εγείρει το ερώτημα πώς αυτές οι εταιρείες αξιολογήθηκαν τόσο υψηλά αρχικά.
Αυτές οι υπερτιμημένες αποτιμήσεις μπορούν να αποδοθούν σε διάφορους παράγοντες. Πρώτον, στην αυξημένη ζήτηση για μετοχές κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς οι επενδυτές αναζητούσαν επενδυτικές ευκαιρίες σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Δεύτερον, στα προγράμματα οικονομικής στήριξης και στα δημοσιονομικά μέτρα που εφαρμόστηκαν από τις κυβερνήσεις παγκοσμίως, τα οποία ενίσχυσαν την καταναλωτική δαπάνη και δημιούργησαν θετικές προσδοκίες για τις μελλοντικές επιδόσεις των εταιρειών.
Ωστόσο, καθώς η πανδημία υποχώρησε και η ζήτηση για μετοχές ομαλοποιείται (15% των τωρινών λιανικών επενδυτών ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας), οι επενδυτές συνειδητοποιούν ότι οι αποτιμήσεις αυτές δεν είναι βιώσιμες. Οι μετοχές που ήταν υπερτιμημένες εξ αρχής τώρα επανέρχονται σε πιο λογικές αποτιμήσεις, αντανακλώντας τα πραγματικά οικονομικά δεδομένα και τις προοπτικές των εταιρειών που αντιπροσωπεύουν.
Τι υποδηλώνουν οι Μακροοικονομικοί Δείκτες
Οι Μακροοικονομικοί Δείκτες αποτελούν κρίσιμα εργαλεία για την κατανόηση της υγείας και της κατεύθυνσης μιας οικονομίας. Ορισμένοι εξ αυτών είναι ιδιαίτερα σημαντικοί για τις Καταναλωτικές Μετοχές Διακριτικής Ευχέρειας.
Ο Βασικός Δείκτης PCE, ο οποίος εξαιρεί τα τρόφιμα και την ενέργεια, παρέχει μια καλή ένδειξη για τις πληθωριστικές πιέσεις στην οικονομία. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση, ο PCE έδειξε σχεδόν μηδενική αύξηση τον Μάιο, ενώ αυξήθηκε κατά 2,6% σε ετήσια βάση. Αυτή ήταν η μικρότερη αύξηση από τον Μάρτιο του 2021. Τα νέα ήταν ενθαρρυντικά για τους αναλυτές, αφού τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι η αποπληθωριστική τάση φαίνεται να επανέρχεται.
Παράλληλα, τα δεδομένα για το προσωπικό εισόδημα και τις καταναλωτικές δαπάνες προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για την οικονομική ευρωστία των καταναλωτών. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα, που ορίζεται από το Γραφείο Οικονομικής Ανάλυσης των Ηνωμένων Πολιτειών (BEA) ως το προσωπικό εισόδημα μείον τους προσωπικούς τρέχοντες φόρους, αυξήθηκε κατά 0,5% τον Μάιο.
Επιπλέον, τα δεδομένα δείχνουν πως τον Μάιο οι καταναλωτές δαπάνησαν 13,1 τρισεκατομμύρια δολάρια σε υπηρεσίες και 6,2 τρισεκατομμύρια δολάρια σε αγορές αγαθών, ενώ ο συντελεστής αποταμίευσης ορίστηκε στο 3,9%, έναντι 3,7% τον Απρίλιο και 3,5% τον Μάρτιο. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, φαίνεται ότι η συνολική εικόνα των καταναλωτικών δαπανών και του εισοδήματος παραμένει σχετικά σταθερή. Παρόλα αυτά οι καταναλωτές αντιδρούν στον πληθωρισμό επιλέγοντας φθηνότερα προϊόντα και αποφεύγοντας δαπάνες για διαρκή αγαθά (durable goods) και συνεχίζουν να ξοδεύουν σε υπηρεσίες όπως διακοπές στο εξωτερικό και ψυχαγωγία. Αυτή η συμπεριφορά αντανακλάται και στις κινήσεις των τιμών μετοχών, όπου οι εταιρείες που πουλούν αγαθά υστέρησαν έναντι αυτών που δραστηριοποιούνται στις υπηρεσίες, κατά κύριο λόγο αυτές που συνδέονται με τον Τουρισμό και την Ψυχαγωγία.
Κύκλοι πιέσεων και το μέλλον
Η Βιομηχανία των Καταναλωτικών Μτοχών Διακριτικής Ευχέρειας βρίσκεται σε ένα παράδοξο. Τεχνολογικές εταιρείες όπως η Amazon και όσες σχετίζονται με καλοκαιρινές δαπάνες παρουσιάζουν σημαντική ανάπτυξη, επωφελούμενες από τις σύγχρονες τεχνολογικές τάσεις και την εποχικότητα. Αντίθετα, εταιρείες που προσφέρουν καταναλωτικά αγαθά υποφέρουν από τις αλλαγές στις καταναλωτικές προτιμήσεις και την αυξημένη οικονομική αβεβαιότητα.
Το άμεσο μέλλον φαντάζει αβέβαιο για αρκετές εταιρείες του τομέα, οι οποίες καλούνται να προσαρμοστούν για να παραμείνουν ανταγωνιστικές, παρακολουθώντας στενά τους μακροοικονομικούς δείκτες και τις αλλαγές στο καταναλωτικό κλίμα. Η σταθερότητα και η ανάπτυξη σε αυτήν την περίοδο εξαρτώνται από την ικανότητα προσαρμογής στις πραγματικότητες του σήμερα, μέχρι να μειωθεί η οικονομική αβεβαιότητα και να επανέλθει η σταθερότητα στην αύξηση των τιμών.
Διαβάστε επίσης: Η σημασία του μετασχηματισμού του Χρηματοπιστωτικού τομέα