Κυρώσεις Τραμπ κατά των ρωσικών Rosneft και Lukoil - Ακύρωσε τη συνάντηση με Πούτιν

Η Ουάσιγκτον στοχοποιεί τη Rosneft και τη Lukoil με νέες κυρώσεις, καθώς ο Τραμπ πιέζει τη Μόσχα να συμφωνήσει σε άμεση εκεχειρία και να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για ειρήνη στην Ουκρανία - Το Brent ενισχύθηκε έως και 3% ξεπερνώντας τα $64

Ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων στις μεγαλύτερες πετρελαϊκές εταιρείες της Ρωσίας, εγκαινιάζοντας το πρώτο μεγάλο πακέτο οικονομικών κυρώσεων εναντίον της ρωσικής οικονομίας του Βλαντίμιρ Πούτιν, στο πλαίσιο της πίεσης για τον τερματισμό του πολέμου στην Ουκρανία.

Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών ενέταξε στη «μαύρη λίστα» τη κρατική Rosneft PJSC και τη Lukoil PJSC, επικαλούμενο «την έλλειψη σοβαρής δέσμευσης της Ρωσίας στη διαδικασία ειρήνευσης», όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της Τετάρτης.

Η απόφαση σηματοδοτεί στροφή 180 μοιρών για τον Τραμπ, ο οποίος έως τώρα απέφευγε να επιβάλει κυρώσεις μεγάλης κλίμακας και είχε ανακοινώσει στις αρχές του μήνα ότι θα συναντούσε τον Πούτιν τις επόμενες εβδομάδες. Πρόκειται επίσης για ριζική αλλαγή στην προσέγγιση της Δύσης απέναντι στο ρωσικό πετρέλαιο, καθώς μέχρι σήμερα οι προσπάθειες –όπως το πλαφόν τιμής της G7– είχαν στόχο να περιορίσουν τα έσοδα του Κρεμλίνου χωρίς να διαταράξουν τη ροή του πετρελαίου στην αγορά.

Μόλις μία ημέρα πριν, ο Τραμπ είχε αφήσει να εννοηθεί πως άλλαξε στάση, δηλώνοντας ότι «δεν θέλει μια συνάντηση χωρίς αποτέλεσμα».

Οι αγορές πετρελαίου αντέδρασαν άμεσα, με το Brent να ενισχύεται έως και 3%, ξεπερνώντας τα 64 δολάρια το βαρέλι. Η απειλή για περαιτέρω περιορισμό των ρωσικών εξαγωγών ήρθε σε μια στιγμή που η παγκόσμια αγορά προετοιμαζόταν για πιθανή υπερπροσφορά.

Η Rosneft, υπό την ηγεσία του στενού συμμάχου του Πούτιν Ίγκορ Σέτσιν, και η ιδιωτική Lukoil είναι οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου της Ρωσίας, καλύπτοντας σχεδόν το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών αργού, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg. Τα έσοδα από φόρους πετρελαίου και φυσικού αερίου αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του ρωσικού προϋπολογισμού.

«Απλώς ένιωσα πως είχε έρθει η ώρα», δήλωσε ο Τραμπ από το Οβάλ Γραφείο κατά τη συνάντησή του με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε. Εξέφρασε την ελπίδα ότι οι κυρώσεις «δεν θα διαρκέσουν πολύ» και ότι ο πόλεμος «θα τελειώσει σύντομα».

«Κάθε φορά που μιλώ με τον Βλαντίμιρ, έχουμε καλές συζητήσεις, αλλά δεν οδηγούν πουθενά», πρόσθεσε ο Αμερικανός Πρόεδρος, διευκρινίζοντας πως η συνάντηση με τον Πούτιν θα πραγματοποιηθεί «σε μεταγενέστερη φάση».

Πριν από αυτή την απόφαση, ο Τραμπ είχε επανειλημμένα υπαναχωρήσει από απειλές για δασμούς ή κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Στις 29 Ιουλίου είχε δώσει στη Μόσχα δέκα ημέρες προθεσμία για να συμφωνήσει σε εκεχειρία με το Κίεβο· η διορία έληξε στις 8 Αυγούστου χωρίς αμερικανική ενέργεια. Ακολούθησε συνάντηση με τον Πούτιν στην Αλάσκα, χωρίς ωστόσο καμία πρόοδο στο ουκρανικό μέτωπο.

Η τελευταία αυτή κίνηση είχε εξεταστεί ήδη από τον πρώην Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν, αλλά εκείνος την είχε απορρίψει, φοβούμενος αναστάτωση στις διεθνείς αγορές ενέργειας και εκτόξευση των τιμών. Για τον Τραμπ, που έχει στηρίξει μεγάλο μέρος της πολιτικής του στη διατήρηση χαμηλών τιμών καυσίμων, η απόφαση αυτή αποτελεί τολμηρό ρίσκο και δείχνει ότι η υπομονή του με τον Πούτιν εξαντλείται. Όπως δήλωσε, πιστεύει ότι «η βενζίνη θα πέσει στα 2 δολάρια το γαλόνι».

Το Κίεβο χαιρέτισε την κίνηση, με την πρέσβειρα της Ουκρανίας Όλγα Στεφανισίνα να αναφέρει ότι «για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της θητείας του 47ου Προέδρου των ΗΠΑ, η Ουάσιγκτον επιβάλλει πλήρεις κυρώσεις αποκλεισμού σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες».

Το πρωί της ίδιας ημέρας, η Ρωσία εξαπέλυσε νέες επιθέσεις με drones και πυραύλους σε ουκρανικές πόλεις, σκοτώνοντας τουλάχιστον επτά πολίτες, μεταξύ τους παιδιά. Οι ρωσικές επιθέσεις σε ενεργειακές υποδομές συνεχίζονται, ενώ το Κίεβο απαντά πλήττοντας ρωσικά διυλιστήρια.

Παραμένει ωστόσο αβέβαιο αν οι νέες κυρώσεις θα επηρεάσουν ουσιαστικά τη στρατηγική του Πούτιν. Η κυβέρνηση Μπάιντεν είχε επιβάλει πολλαπλά κύματα κυρώσεων μετά την εισβολή του 2022, που έπληξαν την οικονομία αλλά δεν απέτρεψαν τη συνέχιση του πολέμου.

Δεδομένου ότι τα νέα μέτρα εστιάζουν απευθείας στις εταιρείες και όχι σε τρίτους που συνεργάζονται μαζί τους, οι εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου πιθανότατα θα συνεχιστούν, αν και με υψηλότερο κόστος.

Οι κυρώσεις ενδέχεται επίσης να έχουν παράπλευρες επιπτώσεις στην Ινδία, η οποία αποτελεί σημαντικό αγοραστή ρωσικού πετρελαίου. Η Reliance Industries Ltd, ο μεγαλύτερος ινδικός εισαγωγέας, διατηρεί μακροχρόνια συμφωνία προμήθειας με τη Rosneft.

Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ήδη επιβάλει κυρώσεις στις Rosneft και Lukoil μία εβδομάδα νωρίτερα, ενώ την Πέμπτη η Ευρωπαϊκή Ένωση αναμένεται να ανακοινώσει νέο πακέτο μέτρων, το οποίο θα περιλαμβάνει απαγόρευση εισαγωγών ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Με την ταυτόχρονη δράση ΗΠΑ, ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου, «διαμορφώνεται πλέον ένας συντονισμός που θα μπορούσε να δυσκολέψει σημαντικά την αγορά ρωσικού πετρελαίου», δήλωσε ο Κέβιν Μπουκ, διευθύνων σύμβουλος της ClearView Energy Partners στην Ουάσιγκτον. «Πρόκειται για το πρώτο ουσιαστικό βήμα της δεύτερης θητείας του Τραμπ απέναντι στο ρωσικό πετρέλαιο».

Ωστόσο, ο Τόμας Γκράχαμ από το Council on Foreign Relations προειδοποίησε ότι οι νέες κυρώσεις «ίσως τελικά αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές απ’ όσο ελπίζει ο Λευκός Οίκος».
«Αν η κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτό θα οδηγήσει σε ριζική αλλαγή στη συμπεριφορά του Κρεμλίνου ή στην πολιτική του Πούτιν, πλανάται», είπε.
«Οι κυρώσεις λειτουργούν αργά και το Κρεμλίνο έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ικανό στο να παρακάμπτει αυτού του είδους τα μέτρα», κατέληξε.

Άλμα των τιμών πετρελαίου

Το Brent ενισχύθηκε έως και 3% ξεπερνώντας τα 64 δολάρια το βαρέλι, ενώ το West Texas Intermediate (WTI) κινήθηκε κοντά στα 60 δολάρια, μετά την απόφαση της Ουάσιγκτον να εντάξει στις κυρώσεις τις Rosneft PJSC και Lukoil PJSC, επικαλούμενη την έλλειψη δέσμευσης της Μόσχας για ειρήνη. Ο Τραμπ στοχεύει παράλληλα να πιέσει τους βασικούς αγοραστές ρωσικού πετρελαίου —την Ινδία και την Κίνα.

Σύμφωνα με τον Γουόρεν Πάτερσον, επικεφαλής στρατηγικής εμπορευμάτων της ING Groep στη Σιγκαπούρη, «οι κυρώσεις αυτές σηματοδοτούν στροφή στην προσέγγιση του Προέδρου Τραμπ απέναντι στη Ρωσία και ανοίγουν τον δρόμο για ακόμη πιο αυστηρά μέτρα, που ενδέχεται να επηρεάσουν τελικά τις ρωσικές εξαγωγές». Ωστόσο, σημείωσε ότι παραμένει αβέβαιο πόσο αποτελεσματικά θα αποδειχθούν.

Μετά την ανακοίνωση των μέτρων, ο Τραμπ είπε ότι σκοπεύει να συζητήσει με τον Κινέζο Πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ για τις κινεζικές εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, στη συνάντηση που προγραμματίζεται για την επόμενη εβδομάδα στη Νότια Κορέα. Την ίδια στιγμή, δήλωσε πως ο Ινδός Πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι τον διαβεβαίωσε ότι η χώρα θα μειώσει σταδιακά τις αγορές της.

Η Κίνα και η Ινδία έχουν αναδειχθεί στους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικού πετρελαίου μετά την εισβολή στην Ουκρανία, καθώς οι δυτικές χώρες απέφυγαν τις συναλλαγές με τη Μόσχα. Ο Τραμπ επέβαλε βαρείς δασμούς στην Ινδία για τις εμπορικές της σχέσεις με τη Ρωσία, αλλά έχει αποφύγει μέχρι στιγμής να στοχεύσει την Κίνα. Την περασμένη εβδομάδα, το Ηνωμένο Βασίλειο επέβαλε κυρώσεις σε δύο κινεζικές ενεργειακές εταιρείες που διαχειρίζονται ρωσικό πετρέλαιο, καθώς και στη Rosneft και τη Lukoil.

Σύμφωνα με την αναλύτρια Ρέιτσελ Ζιέμπα από το Center for a New American Security στην Ουάσιγκτον, «πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα πιο ουσιαστικά μέτρα των ΗΠΑ, αλλά η αποτελεσματικότητά του θα περιοριστεί από τη χρήση παράνομων χρηματοοικονομικών δικτύων». Όπως εκτιμά, «Κίνα και Ινδία ίσως μειώσουν ελαφρώς τις αγορές τους, αλλά δεν πρόκειται να υπάρξει απότομη διακοπή των ρωσικών εξαγωγών».

Οι Rosneft, με επικεφαλής τον Ίγκορ Σέτσιν, στενό συνεργάτη του Πούτιν, και η ιδιωτική Lukoil είναι οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί πετρελαίου της Ρωσίας, καλύπτοντας σχεδόν το ήμισυ των συνολικών εξαγωγών της χώρας, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg. Οι φόροι από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο αντιστοιχούν περίπου στο 25% του ρωσικού κρατικού προϋπολογισμού.

Οι νέες αμερικανικές κυρώσεις συνιστούν ριζική αλλαγή πολιτικής, καθώς οι προηγούμενες προσπάθειες περιορίζονταν στο πλαφόν τιμής της G7, το οποίο στόχευε να μειώσει τα έσοδα του Κρεμλίνου χωρίς να διαταράξει την προσφορά και να προκαλέσει άνοδο των τιμών.

Η Βαντάνα Χάρι, ιδρύτρια της Vanda Insights, δήλωσε ότι «η αγορά θα χρειαστεί χρόνο για να κατανοήσει πλήρως τις συνέπειες αυτών των μέτρων», προσθέτοντας ότι «πιθανότατα θα προκαλέσουν έντονη ανησυχία στα διυλιστήρια της Ινδίας και της Κίνας».

Παράλληλα, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σε συμφωνία για ένα νέο πακέτο κυρώσεων κατά της Ρωσίας, που αναμένεται να εγκριθεί την Πέμπτη. Οι κυρώσεις θα στοχεύουν 45 οντότητες που βοήθησαν τη Ρωσία να παρακάμψει τα μέτρα, μεταξύ των οποίων 12 εταιρείες στην Κίνα και στο Χονγκ Κονγκ, σύμφωνα με ανακοίνωση της Δανίας, η οποία ασκεί την εκ περιτροπής προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ.

Το Brent έχει ανακάμψει από το χαμηλό πέντε μηνών που κατέγραψε τη Δευτέρα, ωστόσο παραμένει σε πορεία για τρίτη μηνιαία πτώση, καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι ένα παγκόσμιο πλεόνασμα προσφοράς αρχίζει να διαμορφώνεται. Τα futures ανέκαμψαν την Τετάρτη, καθώς οι επενδυτές θεώρησαν την πρόσφατη πτώση υπερβολική και τα αποθέματα στις ΗΠΑ μειώθηκαν.

Πηγή: newmoney.gr

Διαβάστε επίσης: Λογισμικό εναντίον σπάνιων γαιών: Σκληραίνει το σχέδιο Τραμπ για εμπορικά αντίποινα στην Κίνα

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ