Πώς τα ελληνικά ομόλογα κατάφεραν και μπήκαν στην ευρωπαϊκή ελίτ

Καταλύτης για την ενίσχυση των τιμών τους κατά κύριο λόγο ήταν η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος

Την δική τους πορεία είχαν τα ελληνικά ομόλογα την περίοδο από την άνοιξη του 2023 μέχρι τους πρώτους μήνες του 2024, καθώς οι αποδόσεις τους αποκλιμακωνόταν περισσότερο έναντι των αντίστοιχων της ευρωζώνης. Καταλύτης για την ενίσχυση των τιμών τους κατά κύριο λόγο ήταν η αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας, όπως αναφέρεται στην ενδιάμεση έκθεση για τη νομισματική πολιτική της ΤτΕ.

Η υποχώρηση των αποδόσεων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους δανεισμού και την καλύτερη διαχείριση του δημόσιου χρέους από τον ΟΔΔΗΧ.

Οι αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης

Οι τέσσερις από τους πέντε οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης που είναι αποδεκτοί με βάση το πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος (δηλ. Fitch, Morningstar DBRS, Scope Ratings και S&P) έχουν αποδώσει κρατική πιστοληπτική αξιολόγηση για την Ελλάδα εντός της επενδυτικής κατηγορίας ενώ οι προοπτικές για περαιτέρω αναβαθμίσεις είναι θετικές. στην εκπνοή της χρονιάς ο οίκος Scope Ratings αναβάθμισε το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας από ΒΒΒ- σε ΒΒΒ. Η μείωση του δημόσιου χρέους, η βελτιωμένη ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος και η ισχυρότερη τάση ανάπτυξης οδηγούν την αναβάθμιση.

Το ακόμη αυξημένο δημόσιο χρέος και οι διαρθρωτικές οικονομικές αδυναμίες παραμένουν πιστωτικοί περιορισμοί. Εντός του έτους, μεταβλήθηκαν οι προοπτικές της κρατικής πιστοληπτικής αξιολόγησης για την ελληνική οικονομία σε θετικές, υποδηλώνοντας σημαντική πιθανότητα περαιτέρω αναβαθμίσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Σύμφωνα με τους οίκους, οι παράγοντες που έχουν οδηγήσει στις αναβαθμίσεις μέχρι τώρα ήταν η ισχυρότερη του αναμενομένου ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, σε συνδυασμό με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και τη σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, καθώς και η πολιτική σταθερότητα και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση, από τις συνακόλουθες αναβαθμίσεις των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων «η εξέλιξη αυτή έχει σημαντικές θετικές συνέπειες  για το αξιόχρεο των επιχειρήσεων αλλά για τη μείωση του κόστους δανεισμού ευρύτερα στην ελληνική οικονομία.Η συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της ισχυρής επίδοσης της ελληνικής οικονομίας, στην οποία αναμένεται να συμβάλει και η αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων του NGEU, εκτιμάται ότι θα στηρίξει τις πιστοληπτικές αξιολογήσεις και θα οδηγήσει σε περαιτέρω αναβαθμίσεις.»

Από την άνοιξη του 2023 πολλά επενδυτικά κεφάλαια είχαν αρχίσει να αυξάνουν τις θέσεις τους σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. «Η επίδραση των αναβαθμίσεων, προερχόμενη κυρίως από την αυξημένη ζήτηση εκ μέρους των διεθνών επενδυτών συνεχίστηκε και τους πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους και εξηγεί την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά περίπου 110 μ.β. από τις αρχές του 2023, επιπλέον της μείωσης που προκαλείται από τη διαμόρφωση προσδοκιών για μείωση των βασικών επιτοκίων, και η οποία αντιστοιχεί σε επιπλέον 70 μ.β. περίπου» τονίζεται στην έκθεση.

Ακολουθώντας τα ομόλογα των χωρών της ευρωζώνης

Μετά τους πρώτους μήνες του 2024 τα ελληνικά ομόλογα ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό τις μειώσεις των αποδόσεων των υπόλοιπων ομολόγων των χωρών της ευρωζώνης , που είχαν πτωτική πορεία λόγω των προσδοκιών για τη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ.

Οι διαφορές αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων έναντι άλλων κρατικών ομολόγων της ευρωζώνης έχουν μειωθεί σημαντικά. Συγκεκριμένα, η διαφορά αποδόσεων (spread) του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου έναντι του αντίστοιχου γερμανικού τίτλου βρισκόταν περίπου στις 81 μ.β. στις 13.12.2024, περίπου 114 μ.β. χαμηλότερη σε σχέση με το μέσο επίπεδό της το α΄ τρίμηνο του 2023, δηλ. πριν τη διαμόρφωση προσδοκιών για επι-κείμενη αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία. Επίσης, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν μειωθεί και έναντι άλλων ομολόγων της ευρωζώνης με συγκρίσιμη αξιολόγηση, όπως τα ιταλικά κρατικά ομόλογα (ενδεικτικά, η διαφορά μεταξύ ελληνικού και ιταλικού δεκαετούς ομολόγου ήταν -33 μ.β. στις 13.12.2024, έναντι -11 μ.β. την 1.1.2023).

Η μείωση του κόστους δανεισμού και η διαχείριση του δημόσιου χρέους

Η χώρα αύξησε την άντληση κεφαλαίων μέσω ομολόγων μεσομακροπρόθεσμης διάρκειας κατά την υπό εξέταση περίοδο του 2024 σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2023.

Οι νέες εκδόσεις, όπως τονίζεται στην έκθεση, χαρακτηρίστηκαν από ισχυρή ζήτηση. «Οι εκδόσεις ομολόγων εντός του 2024 είχαν μειωμένη μεσοσταθμική απόδοση σε σύγκριση με εκείνες του 2023. Στις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων παρατηρείται σημαντική μείωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου, γεγονός που συνδέεται με την αναβάθμιση στην επενδυτική κατηγορία και τη συνακόλουθη αύξηση της ζήτησης ελληνικών τίτλων, ιδίως ελληνικών κρατικών ομολόγων, εκ μέρους διεθνών επενδυτών.»

Το χαμηλότερο κόστος δανεισμού καθιστά πιο εύκολη τη διαχείριση του δημόσιου χρέους από τον ΟΔΔΗΧ, ο οποίος σταδιακά αντικαθιστά χρέος, κυρίως δάνεια υψηλότερου κόστους, με ομόλογα με χαμηλότερο κόστος στην έκδοση, καθώς και την αντικατάσταση τίτλων βραχείας διάρκειας με πιο μακροπρόθεσμες εκδόσεις. «Συγκεκριμένα, κατά το υπό εξέταση διάστημα του 2024 εκδόθηκαν βραχυπρόθεσμοι τίτλοι (δηλ. έντοκα γραμμάτια διάρκειας 3, 6 και 12 μηνών) συνολικού ύψους 15,7 δισ. ευρώ (έναντι 2 δισ. ευρώ για το ίδιο διά-στημα του 2023), με το μεσοσταθμικό κόστος των εκδόσεων να παραμένει σχετικά σταθερό 3,39% από 3,48% το 2023.

«Τέλος, παρουσιάζεται ελαφρά μείωση στους όγκους συναλλαγών στη δευτερογενή αγορά. Συγκεκριμένα, η μέση ημερήσια αξία συναλλαγών στην ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ηΔΑΤ) έχει διαμορφωθεί σε περίπου 110 εκατ. ευρώ μεσοσταθμικά από την αρχή του έτους, έναντι 110 εκατ. ευρώ για το ίδιο διάστημα του 2023. Στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), μέσω του οποίου διακανονίζονται τόσο εγχώριες όσο και διεθνείς συναλλαγές σε ομό- λογα του Ελληνικού Δημοσίου, η μέση ημερήσια αξία αγοραπωλησιών για το 2024 έως τα μέσα Δεκεμβρίου διαμορφώθηκε σε 488 εκατ. ευρώ, έναντι 589 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα του 2023.»

Πηγή: ot.gr

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ