Τα διλήμματα των τραπεζών ενόψει αρνητικών επιτοκίων

Ποια προβλήματα έχουν να αντιμετωπίσουν οι τράπεζες στο ενδεχόμενο των αρνητικών επιτοκίων.

Του Δρ Μάριου Κληρίδη*

H θεωρία λέει ότι σε περιπτώσεις ύφεσης οι κεντρικές τράπεζες πρέπει να ρίχνουν χρήμα στην αγορά. Αυτή η αύξηση της ρευστότητας στο σύστημα μειώνει τα επιτόκια, αποθαρρύνοντας τις αποταμιεύσεις και ενθαρρύνοντας την κατανάλωση και τις επενδυτικές δαπάνες, αντισταθμίζοντας έτσι τους παράγοντες που οδηγούν στην ύφεση.

Υπό κανονικές συνθήκες, οι τράπεζες δεν έχουν κάτι να χάσουν ή να κερδίσουν είτε από χαμηλά είτε από υψηλά επιτόκια, καθότι η κερδοφορία τους καθορίζεται από την επιτοκιακή «ψαλίδα» – τη διαφορά ανάμεσα στο μέσο επιτόκιο που πληρώνουν στους καταθέτες και στο μέσο επιτόκιο δανεισμού. Προβλήματα στις τράπεζες παρουσιάζονται όταν τα επιτόκια καταθέσεων φτάσουν στον πάτο (lower bound, όπως το ονομάζουμε), που είναι τα μηδενικά επιτόκια. Στην περίπτωση αυτή, η αυξημένη ρευστότητα πιέζει κυρίως τα δανειστικά επιτόκια, με αποτέλεσμα τη σημαντική συρρίκνωση της επιτοκιακής ψαλίδας και κατ’ επέκταση τη μείωση της κερδοφορίας του τραπεζικού συστήματος.

Επιπλέον, οι επενδύσεις των ρευστών διαθεσίμων των τραπεζών, που είναι συνήθως σε κυβερνητικά ομόλογα, σε τέτοιες περιόδους έχουν μηδενικές ή αρνητικές αποδόσεις, με επιπλέον πίεση στην κερδοφορία των τραπεζών. Τέλος, σε τέτοιες περιόδους (ύφεση), οι τράπεζες έχουν να διαχειριστούν τα προβληματικά δάνεια που η ύφεση δημιουργεί και τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν την κερδοφορία τους.

Και δύο κυπριακές ιδιαιτερότητες:

Πρώτον, η ύπαρξη υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και νοικοκυριών δυσκολεύει τη διοχέτευση της αυξημένης ρευστότητας του τραπεζικού συστήματος στην οικονομία, με τις τράπεζες να ανταγωνίζονται η μια την άλλη για την προσέλκυση των «καλών» (μη υπερχρεωμένων) πελατών με μείωση των επιτοκιακών περιθωρίων (spreads) στα επιτόκια δανεισμού, με αποτέλεσμα την πιθανή υποτιμολόγηση του κινδύνου τέτοιου δανεισμού. Δεύτερον, οι κύριες νέες δανειοδοτήσεις κατευθύνονται σε νέους δανειολήπτες για αγορά κατοικίας, αγνοώντας κάπως το ότι τέτοιος δανεισμός πιθανότατα θα πρέπει να θεωρείται χωρίς εξασφάλιση, λόγω της προϊστορίας των κινήσεων για προστασία της πρώτης κατοικίας. Αυτά προμηνύουν πιθανά προβλήματα στο μέλλον.

Ας εξετάσουμε τώρα τις επιπτώσεις από την απόφαση για αρνητικά επιτόκια στις καταθέσεις θεσμικών επενδυτών και τις επιπτώσεις από τη φημολογούμενη απόφαση τραπεζών για αρνητικά επιτόκια σε ιδιώτες μεγαλοκαταθέτες.

Κατ’ αρχάς, πρέπει να λεχθεί ότι επιστημονικά, ως οικονομολόγοι, είμαστε σε αχαρτογράφητα νερά, αφού είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε αρνητικά επιτόκια (Για να είμαστε απόλυτα σωστοί, στο παρελθόν είχαμε αρνητικά επιτόκια για καταθέσεις σε ελβετικές τράπεζες, οι οποίες όμως βασίζονταν στη φερεγγυότητα των ελβετικών τραπεζών και στην εχεμύθεια του ελβετικού τραπεζικού συστήματος). Μέχρι τώρα, η συζήτηση ήταν για το τι γίνεται στην οικονομία όταν τα επιτόκια φτάσουν στον πάτο, που ήταν τα μηδενικά επιτόκια. Και αυτό διότι η θεωρία έλεγε ότι σε περίπτωση αρνητικών επιτοκίων οι καταθέτες θα αποσύρουν τις καταθέσεις τους σε μετρητά και θα τα φυλάνε στο σπίτι.

Έκτοτε, οι οικονομίες έχουν αλλάξει και οι καταθέσεις, ιδίως θεσμικών καταθετών (επενδυτικά ταμεία, ασφαλιστικές εταιρείες, συνταξιοδοτικά ταμεία) ή και ιδιωτών μεγαλοκαταθετών, δεν έχουν εύκολο τόπο φύλαξης σε περίπτωση που μετατραπούν σε μετρητά. Έτσι, δημιουργείται η δυνατότητα αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις, που με τη σειρά τους μπορούν να βελτιώσουν την κερδοφορία των τραπεζών.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια τέτοια πολιτική από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έχει (ή δεν μπορεί να έχει) και σοβαρές παρενέργειες, όπως δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία ή/και δημιουργία διαφόρων επενδυτικών φουσκών (asset bubbles).

Αυτή τη στιγμή, το τι παρατηρούμε να συμβαίνει διεθνώς είναι μικρή/διαχειρίσιμη αύξηση στις λιανικές τιμές αλλά και την απαρχή διαφόρων επενδυτικών φουσκών, από το Bitcoin και τον χρυσό, στις μετοχές, τα χρηματιστήρια και τα ακίνητα. Αυτό είναι συνέπεια των χαμηλών επιτοκίων και της προσπάθειας των τραπεζών, των επενδυτικών ταμείων και ιδιωτών να ξεφορτωθούν την υπερβάλλουσα ρευστότητα και να αναζητήσουν κερδοφορία και υψηλές αποδόσεις. Οι φούσκες αυτές συνήθως «σκάνε» με καταστροφικές συνέπειες.

Όταν αρχίσουμε να βλέπουμε θέμα αρνητικών επιτοκίων σε καταθέσεις άνω των €100.000 για ιδιώτες καταθέτες, τα διλήμματα για τις τράπεζες μεγαλώνουν. Τι θα γίνει εάν το ποσό στον λογαριασμό ανήκει σε περισσότερα από ένα άτομα, π.χ. σε μια οικογένεια; Το σπάμε κατ’ αναλογία; Θα σπάσουν οι ιδιώτες μεγαλοκαταθέτες τα χρήματά τους σε καταθέσεις κάτω των €100.000 σε πολλές τράπεζες και έτσι η τράπεζα ρισκάρει μεγάλοι πελάτες της να γίνουν πελάτες και άλλων τραπεζών, χάνοντας έτσι παρεμφερή εισοδήματα – ασφάλειες, προμήθειες από τη χρήση καρτών κλπ.; Τι γίνεται εάν ο λογαριασμός αυτός ανήκει σε άτομα που την ίδια στιγμή χρωστούν στην τράπεζα, π.χ. ένα ζευγάρι με καταθετικό λογαριασμό και στεγαστικό δάνειο; Τα ερωτήματα αυτά δεν έχουν εύκολες απαντήσεις για τις τράπεζες.

Από την πλευρά της πολιτείας και της κοινωνικής πολιτικής, το θέμα είναι επίσης δύσκολο. Η ραγδαία αύξηση των τιμών στα διαμερίσματα και τις κατοικίες κάνει την ιδιοκατοίκηση για νεαρά ζευγάρια ένα άπιαστο όνειρο, ενώ τα χαμηλά επιτόκια χτυπούν τους συνταξιούχους, για τους οποίους οι καταθέσεις στις τράπεζες ήταν το κομπόδεμα για ώρα ανάγκης και πηγή κάποιου επιπλέον εισοδήματος.

Η πολιτική χαμηλών/μηδενικών επιτοκίων μακάρι να είχε τις χαμηλές παρενέργειες που βλέπουμε στα εμβολιαστικά προγράμματα.

*Οικονομολόγου

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ