Η διαθήκη στην πράξη (Estate planning – Μέρος Α΄)

Η παράθεση των περιουσιακών στοιχείων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τους κληρονόμους σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν τους είχε ενημερώσει εκ των προτέρων για το σύνολο της περιουσίας του

Της Ελένης Δράκου*

Το θέμα των διαθηκών και της κληρονομικής διαδοχής ενός προσώπου είναι ένα ευαίσθητο θέμα. Είναι πράγματι δύσκολο να σκεφτεί κανείς τι θα απογίνει η περιουσία του μετά τον θάνατό του. Καθότι οι περισσότεροι αποφεύγουν να σκεφτούν το τέλος, αναβάλλουν και το θέμα αυτό.

Παρ’ όλα αυτά, η μη ύπαρξη διαθήκης μετά θάνατον, σε χώρες όπως η Κύπρος, έχει ως αποτέλεσμα την εφαρμογή των κανόνων της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, σύμφωνα με τους οποίους η κληρονομιά μοιράζεται στους στενότερους συγγενείς του θανόντος, ακόμη και εάν υπήρχαν κι άλλα πρόσωπα τα οποία ήταν στενά συνδεδεμένα με τον θανόντα. Για παράδειγμα, εάν κάποιος αποβιώσει χωρίς να έχει αφήσει προηγουμένως διαθήκη, η περιουσία του, κατόπιν διαχείρισης, θα περάσει στη σύζυγο, τους γονείς και τα παιδιά του, αφήνοντας έξω άλλα άτομα τα οποία ενδεχομένως να είναι και οικονομικά εξαρτώμενα από τον θανόντα.

Παράλληλα, η μη ύπαρξη διαθήκης μετά θάνατον μπορεί να επιφέρει συνέπειες για τους αγαπημένους του θανόντος οι οποίοι επιζούν τον θάνατό του. Πολύ συχνά προκαλούνται διαμάχες μεταξύ μελών της οικογένειας για την κληρονομιά και υπάρχουν αμφισβητήσεις για το μερίδιο των κληρονόμων. Τέτοιες διαμάχες προκαλούν καθυστερήσεις στη διαχείριση και επιπλέον έξοδα, ενώ δημιουργούν ένα αρνητικό κλίμα σε μια οικογένεια η οποία έχει να αντιμετωπίσει και την απώλεια του αγαπημένου της προσώπου.

Αυτά τα θέματα μπορούν να ρυθμιστούν σε σημαντικό βαθμό με τη διαθήκη. Η διαθήκη είναι το επίσημο έγγραφο στο οποίο ο διαθέτης εκφράζει την τελευταία του βούληση αναφορικά με τη διάθεση της περιουσίας του μετά θάνατον. Είναι ένας τρόπος να προνοήσει κανείς για τα αγαπημένα του πρόσωπα και να τους εξασφαλίσει, στον βαθμό που μπορεί, όταν θα συμβεί το μοιραίο γεγονός.

Παράλληλα, η διαθήκη θα αποτελέσει έναν οδηγό στον οποίο καταγράφεται η περιουσία του θανόντος, η οποία μπορεί να είναι κινητή και ακίνητη και να συμπεριλαμβάνει κάθε οικονομικό στοιχείο αλλά ακόμη και προσωπικά αντικείμενα που έχουν αξία για τον διαθέτη, για παράδειγμα μετοχές, καταθέσεις, αυτοκίνητα, έργα τέχνης, ακίνητα, κοσμήματα, συμμετοχές σε επενδυτικά ή ασφαλιστικά ταμεία. Αυτή η παράθεση περιουσιακών στοιχείων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τους κληρονόμους σε περίπτωση που ο διαθέτης δεν τους είχε ενημερώσει εκ των προτέρων για το σύνολο της περιουσίας του. Στην πράξη είναι δύσκολο κανείς να γνωρίζει με ακρίβεια όλα τα περιουσιακά στοιχεία ενός προσώπου, ακόμη και ενός μέλους της στενής του οικογένειας. Τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα όταν υπάρχουν και περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό.

Για να υπάρχει νόμιμη διαθήκη, θα πρέπει να έχει συνταχθεί και εκτελεστεί σύμφωνα με τον τύπο που ορίζει ο περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμος (Κεφ. 195). Ως εκ τούτου, η διαθήκη θα πρέπει να γίνεται γραπτώς και να υπογράφεται από τον διαθέτη στην παρουσία δύο τουλάχιστον μαρτύρων στο κάτω μέρος κάθε φύλλου χαρτιού του εγγράφου της διαθήκης. Οι μάρτυρες θα πρέπει να πρoσυπoγράψoυv τη διαθήκη στην παρουσία του διαθέτη. Είναι σημαντικό για όλα τα μέρη, διαθέτη και μάρτυρες, να βρίσκονται παρόντα κατά τον χρόνο που κάθε μέρος θα υπογράφει τη διαθήκη, διαφορετικά θα πάσχει η εγκυρότητα της διαθήκης.

Οι μάρτυρες θα πρέπει να είναι ενήλικοι, να έχουν σώας τας φρέvας και να μπορούν να υπογράφουν τα ονόματά τους. Παρόλο που δεν χρειάζεται να γνωρίζουν το περιεχόμενο της διαθήκης, εντούτοις οι μάρτυρες θα πρέπει να κατανοούν ότι το έγγραφο που προσυπογράφουν αποτελεί διαθήκη. Επιπρόσθετα, οι μάρτυρες, καθώς και οι σύζυγοι και τα τέκνα των μαρτύρων, θα πρέπει να μη συμπεριλαμβάνονται στους κληροδόχους, καθότι τότε η συγκεκριμένη κληροδοσία θα καταστεί άκυρη. Γι’ αυτό, τρίτα μέρη προς τον διαθέτη θα ήταν προτιμότερο να επιλέγονται ως μάρτυρες.

Ο διαθέτης θα πρέπει να είναι ενήλικος και να έχει σώας τας φρέvας κατά τον χρόνο κατάρτισης της διαθήκης, διαφορετικά η διαθήκη δεν θα είναι έγκυρη. Επίσης, η διαθήκη θα πρέπει να είναι το προϊόν της ελεύθερης βούλησης του διαθέτη. Εάν η κατάρτιση της διαθήκης ή οποιουδήποτε μέρους της προκλήθηκε με εξαναγκασμό, απάτη ή ψυχική πίεση που ασκήθηκε στον διαθέτη, τότε η διαθήκη θα μπορεί να κηρυχθεί άκυρη κατόπιν αποδείξεως και δεν θα επιφέρει οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα.

Το λεκτικό της διαθήκης θα πρέπει να έχει οριστικοποιηθεί πριν από την εκτέλεσή της, αν και μπορούν να γίνουν μικρές διορθώσεις σε κατοπινό στάδιο. Για να μην επηρεαστεί η εγκυρότητα της διαθήκης όμως, τέτοιες διορθώσεις θα πρέπει να προσυπογράφονται από τον διαθέτη και από τους μάρτυρες στο περιθώριο.

Με τη διαθήκη θα πρέπει να ορίζεται ο εκτελεστής της διαθήκης, το πρόσωπο δηλαδή που αναλαμβάνει να διαχειριστεί και να διαμοιράσει την περιουσία στους κληρονόμους, σύμφωνα με τις διατάξεις της διαθήκης και σύμφωνα με τον εφαρμοστέο νόμο, μετά θάνατον. Ο εκτελεστής μπορεί να είναι οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο, ακόμη και ένας από τους κληρονόμους. Ως εκτελεστής θα πρέπει να ορίζεται ένα πρόσωπο της εμπιστοσύνης του διαθέτη, που να έχει παράλληλα γνώσεις για τα όσα θα πρέπει να ακολουθήσουν. Συχνά ορίζεται ως εκτελεστής ο δικηγόρος ο οποίος καταρτίζει τη διαθήκη.

Καθότι ο κυπριακός νόμος είναι αυστηρός αναφορικά με τον τύπο της διαθήκης, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή σε όλες τις τυπικές προϋποθέσεις που τίθενται από τον νόμο για να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα της διαθήκης. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν πάσχει ο τύπος της διαθήκης, αυτή θα θεωρηθεί ως άκυρη και δεν θα ληφθεί υπόψη, εκτός εάν επιτευχθεί θεραπεία του λάθους από το δικαστήριο κατόπιν σχετικής αίτησης ενδιαφερόμενου προσώπου.

Η εξουσία του διαθέτη να ορίζει τους κληρονόμους και την κληρονομική διαδοχή δεν είναι απεριόριστη. Ο ίδιος ο νόμος περί Διαθηκών και Διαδοχής θέτει περιορισμούς, στοχεύοντας στην προστασία και εξασφάλιση της οικογένειας, πρωτίστως. Ως εκ τούτου, η διαθέσιμη μοίρα, το μέρος δηλαδή της κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας του διαθέτη το οποίο μπορεί να διαθέσει με διαθήκη, περιορίζεται ανάλογα με την οικογενειακή του κατάσταση. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που πρόσωπο αποβιώσει αφήνοντας σύζυγο και τέκνο ή κατιόντα τέκνου, το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς δεν θα υπερβαίνει το ένα τέταρτο της καθαρής αξίας της κληρονομιάς, ενώ, αν το πρόσωπο αποβιώσει αφήνοντας σύζυγο ή πατέρα ή μητέρα αλλά όχι τέκνο ή κατιόντα τέκνου, το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς δεν θα υπερβαίνει το μισό της καθαρής αξίας της κληρονομιάς. Εάν το πρόσωπο αποβιώσει χωρίς να αφήσει σύζυγο, τέκνο ή κατιόντα τέκνου ή πατέρα ή μητέρα, τότε το διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς θα είναι το σύνολο της κληρονομιάς.

Η διαθέσιμη μοίρα της κληρονομιάς εξακριβώνεται κατά τον χρόνο θανάτου του διαθέτη και όχι κατά τον χρόνο εκτέλεσης της διαθήκης και υπολογίζεται στην καθαρή αξία της κληρονομιάς, εφόσον αφαιρεθούν τυχόν οφειλόμενοι φόροι, σχετικά έξοδα και χρέη.

Σε περίπτωση που έχει διατεθεί μεγαλύτερο μέρος της κληρονομιάς από το διαθέσιμο μέρος, τότε η διάθεση αυτή μειώνεται ανάλογα ούτως ώστε να περιοριστεί στο διαθέσιμο μέρος της κληρονομιάς.

Η διαθήκη μπορεί να περιλαμβάνει τόσο την περιουσία του διαθέτη που βρίσκεται στην Κύπρο όσο και την περιουσία του που βρίσκεται στο εξωτερικό, νοουμένου ότι ο διαθέτης έχει την κυπριακή υπηκοότητα ή εφόσον είναι μόνιμος κάτοικος Κύπρου κατά τον χρόνο θανάτου. Παρ’ όλα αυτά, σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να λαμβάνεται εξατομικευμένη συμβουλή ούτως ώστε να λαμβάνονται όλες οι παράμετροι υπόψη, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν σχέσεις ή περιουσιακά στοιχεία του διαθέτη στο εξωτερικό.

Σημαντικό είναι να τονιστεί πως στην Κύπρο δεν επιβάλλεται πλέον φόρος κληρονομίας για πρόσωπα τα οποία απεβίωσαν κατά ή μετά την 01/01/2000, σύμφωνα με τον περί Περιουσίας Αποθανόντων Προσώπων (Φορολογικές Διατάξεις) Νόμο του 2000 (Ν.78(Ι)/2000).

Καθότι η οικογενειακή κατάσταση ενός προσώπου αλλάζει κατά τη διάρκεια της ζωής του, είναι απαραίτητο να αναθεωρείται η διαθήκη όταν υπάρχουν μεγάλες αλλαγές, για παράδειγμα γάμος ή διαζύγιο, απόκτηση τέκνου, ή ακόμη και όταν υπάρχουν διακυμάνσεις στην περιουσία του διαθέτη. Σημαντικό είναι να τονιστεί πως η διαθήκη θα θεωρείται ότι ανακλήθηκε με τον γάμο του διαθέτη ή με τη γέννηση τέκνου του διαθέτη, μετά την εκτέλεση της διαθήκης, αν κατά τον χρόνο της κατάρτισης της διαθήκης o διαθέτης δεν είχε τέκνα, εκτός εάν από τη διαθήκη καθίσταται εμφανές ότι αυτή καταρτίστηκε με την προοπτική τέτοιου γάμου ή γέννησης.

Πέρα από τη διαθήκη, η οποία μπορεί να ρυθμίσει ζητήματα μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων μετά θάνατον, υπάρχουν και άλλοι τρόποι για τη διάθεση περιουσίας, είτε με μεταβίβαση εν ζωή για παράδειγμα λόγω δωρεάς, είτε με τη δημιουργία ενός εμπιστεύματος.

*Δικηγόρου-Συνέταιρου

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ