Του Αντρέα Γιασεμίδη*
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια ανακατάταξη στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου λόγω του υψηλού αριθμού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Είναι γνωστό ότι τα κυπριακά νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά δανεισμού, απόρροια της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης κατά την περίοδο πριν από την κρίση και το μνημόνιο. Το πρόβλημα για την κοινωνία συνεχίζει να υφίσταται και μετά την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε επενδυτικά ταμεία. Το ότι οι ισολογισμοί των τραπεζών απαλλάσσονται από το βάρος αυτών των δανείων, μετά την πώληση, δεν σημαίνει ότι παύουν να υπάρχουν τα προβλήματα για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις.
Έχουμε πολλά παραδείγματα εταιρειών που δανείστηκαν ποσά τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να αποπληρώσουν. Άλλωστε, πριν από μια δεκαετία, βασική παράμετρος για να πάρει κάποιος δάνειο ήταν η αξία των εξασφαλίσεων (ο τρόπος υπολογισμού άλλαξε άρδην τώρα), χωρίς να δίνεται η απαραίτητη σημασία στη δυνατότητα αποπληρωμής. Επιπλέον, πολλοί οργανισμοί απέτυχαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς και υπό την πίεση του υψηλού δανεισμού οδηγήθηκαν στο κλείσιμο.
Είναι σύνηθες το φαινόμενο τα επιχειρηματικά σχέδια και ο προϋπολογισμός που ετοιμάζεται για μια εταιρεία να είναι φιλόδοξα, χωρίς να ανταποκρίνονται στις συνθήκες της εγχώριας αγοράς και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεταβλητότητα.
Η αναγκαιότητα για συνεχή εξέλιξη των επιχειρηματικών οργανισμών και για λήψη διορθωτικών μέτρων όταν οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται είναι επιβεβλημένη. Το ίδιο σημαντική είναι και η εκ των προτέρων εξασφάλιση σωστής χρηματοδότησης χωρίς υπερβολική μόχλευση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.
Οι αλλαγές εντός των επιχειρήσεων τροφοδοτούνται είτε λόγω των προβλημάτων που έχουν συσσωρευθεί είτε λόγω των ευκαιριών που δημιουργούνται. Για παράδειγμα, αν δύο εταιρείες θεωρούν ότι με τη συγχώνευσή τους θα δημιουργηθούν συνέργειες που θα μειώσουν το κόστος και θα ενισχύσουν το συνολικό μερίδιο αγοράς, τότε, παρά να δρουν ανεξάρτητα ανταγωνιζόμενες η μια την άλλη, το πιο πιθανό είναι πως θα προχωρήσουν σε συγχώνευση.
Δυστυχώς, τα μοντέλα διοίκησης έχουν πολλές φορές την ευθύνη για την κατάρρευση ενός οργανισμού, είτε λόγω της αδυναμίας τους να αντιληφθούν έγκαιρα τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στο επιχειρηματικό μοντέλο είτε εξαιτίας των δομικών λαθών που υπάρχουν στην εταιρεία. Είναι κλασικό φαινόμενο για τις επιχειρήσεις το λεγόμενο «overtrading», το να προσπαθείς δηλαδή να αναπτυχθείς απότομα χωρίς να διαθέτεις τη ρευστότητα και τις υποδομές για να στηρίξεις τη συγκεκριμένη ανάπτυξη.
Οι διοικήσεις των εταιρειών θα πρέπει να προσέξουν και τις δύο μορφές εξόδων. Τα σταθερά έξοδα θα πρέπει να καλύπτονται σημαντικά από τον όγκο των πωλήσεων (αλλιώς η επιχείρηση θα έπρεπε να έχει ήδη κλείσει), ενώ συνέργειες θα πρέπει να αναπτύσσονται για τα μεταβαλλόμενα, ώστε μια ποσοστιαία μονάδα αύξησης στις πωλήσεις να μην προϋποθέτει ίση ή και μεγαλύτερη αύξηση στα έξοδα.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η διαχείριση των προμηθευτών. Σε αυτή τη σχέση θα πρέπει να υπάρχει ένα ισοζύγιο. Για παράδειγμα, γρηγορότερη αποπληρωμή τους θα πρέπει να συνδέεται με μεγαλύτερες εκπτώσεις, κάτι που μειώνει το κόστος πωλήσεων και αυξάνει το περιθώριο κέρδους.
Υπάρχουν και άλλα ζητήματα, όπως η διαχείριση των παραγγελιών, η σωστή αξιολόγηση των προσφορών και πάνω από όλα ο σωστός και επαρκής έλεγχος του προϋπολογισμού.
Σημαντική αδυναμία αρκετών επιχειρήσεων είναι η ετοιμασία ενός σωστού και λεπτομερειακού προϋπολογισμού, ο οποίος να κατευθύνει τη διοίκηση στις αποφάσεις της. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι πολλές οι φορές που ο αρχικός προϋπολογισμός απέχει σημαντικά από τα τελικά ελεγμένα οικονομικά αποτελέσματα.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια υπήρξε βελτίωση στη διαχείριση των πιο πάνω θεμάτων, κυρίως λόγω της πίεσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να λαμβάνουν πληροφόρηση σε τακτά χρονικά διαστήματα για την πορεία των δραστηριοτήτων των δανειοληπτών.
Ζητήματα όπως η οργανωτική δομή, το επιχειρηματικό σχέδιο, η ανάλυση των εξόδων και το μείγμα των μηχανισμών χρηματοδότησης πρέπει να προσέχονται ιδιαίτερα στην περίπτωση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ειδικά όταν αναφερόμαστε σε νέες σχετικά επιχειρήσεις.
Όλα τα πιο πάνω συνδυάζονται με τις αναφορές που γίνονται για το νομοθετικό πλαίσιο των εκποιήσεων, τον κώδικα αναδιαρθρώσεων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου και το πλαίσιο αφερεγγυότητας. Ο κοινός παρονομαστής των τριών είναι το ότι τα οικονομικά στοιχεία του ισολογισμού της εταιρείας θα πρέπει να καταδεικνύουν ότι αυτή είναι βιώσιμη και ότι με συγκεκριμένες λύσεις αναδιαρθρώσεων οι δανειακές υποχρεώσεις μπορούν να αποπληρωθούν.
Η ανταλλαγή χρέους με ακίνητα χρησιμοποιήθηκε από αρκετούς δανειολήπτες, που εκμεταλλεύτηκαν και τα φορολογικά κίνητρα, μεταφέροντας όμως το πρόβλημα διάθεσης των ακινήτων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν δημιουργήσει ειδικά τμήματα για τη διαχείριση αυτών των ακινήτων, ενώ ένα από αυτά προχώρησε στην ίδρυση επενδυτικού ταμείου με ακίνητα που προσφέρουν αποδόσεις και άρχισε την πώληση μεριδίων του προς επενδυτές.
Οι αναδιαρθρώσεις παρουσιάζουν επιβράδυνση, ενώ αρκετά δάνεια είναι μη βιώσιμα (όσο και να επεκταθεί η περίοδος αποπληρωμής και να μειωθεί το επιτόκιο, δεν υπάρχει περίπτωση ο δανειολήπτης με τα εισοδήματα που έχει να πληρώνει τη δόση).
Το πλαίσιο αφερεγγυότητας, εκτός από τον νόμο που αφορά τη διαγραφή των χρεών, δεν εφαρμόστηκε όσο αναμενόταν, ίσως γιατί η πολιτεία, στην προσπάθειά της να προστατέψει όσο το δυνατόν περισσότερες ομάδες του πληθυσμού, δημιούργησε ένα περίπλοκο σύστημα.
Ένα πρόβλημα τόσο σύνθετο χρειάζεται τον συγκερασμό πολλών απόψεων και σωστό σχεδιασμό, με πλήρη χρήση όλων των εργαλείων που υπάρχουν στη διάθεση της πολιτείας και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Από τη μια είναι οι απαιτήσεις των εποπτικών μηχανισμών όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των επισφαλειών (αναλύοντας και παραμετροποιώντας τη δυνατότητα και τον χρόνο που απαιτείται για ανάκτηση του δανείου) και από την άλλη η πίεση που ασκεί η κοινωνία, που είναι υπερδανεισμένη. Πέρα από τα θέματα εκποιήσεων, στη σφαίρα των συζητήσεων μπαίνει και η δυνατότητα και η διάθεση του χρηματοπιστωτικού συστήματος να παρέχει χρηματοδοτήσεις, σε μια περίοδο που οι δείκτες ρευστότητας των τραπεζών είναι σε πολύ καλά επίπεδα.
Τέλος, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι οι λύσεις στα πιο πάνω ζητήματα είναι πολύ πιο εύκολες όταν η οικονομία παρουσιάζει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και τα κρατικά ταμεία πλεονάσματα, με την ανεργία να μειώνεται, το οικογενειακό εισόδημα να αποκαθίσταται και τις αναδιαρθρώσεις να γίνονται πιο εύκολες, όχι φυσικά για όλα τα δάνεια, εφόσον κάποια είναι (και ενδεχομένως να ήταν από την πρώτη μέρα) μη βιώσιμα.
*Υπεύθυνος Συνέταιρος Υπηρεσιών Επενδυτικών Ταμείων PwC και Πρόεδρος του Κυπριακού Οργανισμού Επενδυτικών Ταμείων (CIFA) και Πρόεδρος του Κυπροϊνδικού Συνδέσμου.