Υπήρχαν αρκετοί λόγοι για αυτή την εξέλιξη, αλλά σίγουρα ένας κύριος λόγος, αντικείμενο της διαμάχης, είναι η θέληση των τραπεζών να επιβάλουν ένα σύστημα αυξήσεων στους μισθούς με βάση την απόδοση των υπαλλήλων. Γιατί όμως να υπάρχει μια τέτοια επιμονή από την πλευρά των τραπεζών; Είναι πραγματικά απαραίτητο τώρα ή μπορούν οι τράπεζες να περιμένουν για την εφαρμογή του; Ποιος θα ωφεληθεί από ένα τέτοιο σύστημα;
Στα πιο πάνω ερωτήματα θα προσπαθήσω να ρίξω φως στην συνέχεια.
Το κύριο επιχείρημά μου, το οποίο θα προσπαθήσω να αποδείξω πιο κάτω, είναι ότι η εφαρμογή ενός τέτοιου συστήματος έχει ήδη καθυστερήσει πάρα πολύ και ότι είναι απαραίτητο όχι μόνο για τους ιδιοκτήτες και τη διοίκηση των τραπεζών, αλλά μάλλον για όλους τους εμπλεκόμενους - τους μετόχους και τη διοίκηση, τους υπαλλήλους, τους εταίρους, τους πελάτες, τους πιστωτές και ευρύτερα την κοινωνία (τον φορολογούμενο). Θα πρέπει εδώ να σημειώσω ότι αυτό δεν είναι κάτι το καινούργιο, αλλά μια συνήθης πρακτική σε πολλούς οργανισμούς σε όλο τον κόσμο.
Αρχίζοντας από τους ιδιοκτήτες και τη διοίκηση της τράπεζας, αυτοί θέλουν ένα σύστημα που να είναι δίκαιο και το οποίο θα ανταμείβει την καλή απόδοση. Αυτό που εφαρμόζεται σήμερα, της παραχώρησης οριζόντιας αύξησης σε όλους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι προσπάθειες και τα αποτελέσματα κάθε εργαζόμενου, είναι απλά μη-παραγωγικό. Το να εισαχθεί ένα σύστημα, στη βάση του οποίου να υπάρχει μια μικρή οριζόντια αύξηση κάθε χρόνο σε όλους και οι υπόλοιπες αυξήσεις να κατανέμονται ανάλογα με τις επιδόσεις, είναι πολύ πιο λογικό. Αυτό θα βελτιώσει την παραγωγικότητα, θα μειώσει το κόστος και, επομένως, θα αυξήσει την κερδοφορία, ιδιαίτερα σε μια εποχή που ο τραπεζικός τομέας υποφέρει από χαμηλή παραγωγικότητα, υπερβολικά ψηλά λειτουργικά κόστη, χαμηλή κερδοφορία και αυξημένο ανταγωνισμό.
Οι εργαζόμενοι επίσης θα ωφεληθούν από ένα τέτοιο σύστημα. Χρειάζονται ερεθίσματα, κίνητρα για να προσπαθήσουν να αυξήσουν την απόδοσή τους, αλλιώς θα καταλήξουν να είναι δυσαρεστημένοι και να μην επιδεικνύουν ενδιαφέρον για την εργασία τους. Οι καλοί υπάλληλοι θα ψάχνουν για απασχόληση κάπου αλλού, ειδικά τώρα που η οικονομία βρίσκεται σε ανάκαμψη, και οι τράπεζες θα μείνουν με μη παραγωγικούς και μη ευχαριστημένους υπαλλήλους.
Οι εταίροι της τράπεζας (οι εταιρείες ακινήτων, τα δικηγορικά γραφεία, τα λογιστικά και άλλα γραφεία) θα είναι επίσης κερδισμένοι, αφού θα εργάζονται με υπαλλήλους που θα έχουν κίνητρα να παράγουν θετικά αποτελέσματα για όλους. Όσον αφορά στους πελάτες, αυτοί χρειάζονται καλές, γρήγορες, αξιόπιστες και χαμηλού κόστους υπηρεσίες από την τράπεζά τους. Αν δεν μπορούν να τις έχουν, θα ψάξουν για άλλες τράπεζες. Και υπάρχουν τώρα οι επιλογές των μη τραπεζικών ιδρυμάτων που μπορούν να τους εξυπηρετήσουν (ταχύτερη εξυπηρέτηση με χαμηλότερα κόστη).
Δεδομένου επίσης του γεγονότος ότι οι τράπεζες έχουν μειώσει τον αριθμό των καταστημάτων και τον συνολικό αριθμό των εργαζομένων τους μέσω προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου, είναι σημαντικό οι εργαζόμενοι που θα παραμείνουν να έχουν κίνητρα, να είναι αποτελεσματικοί και να παρέχουν την άριστη εξυπηρέτηση που απαιτείται. Αν δούμε τους πιστωτές (κάτοχοι ομολογιακών τίτλων, καταθέτες) αυτοί χρειάζονται υγιείς τράπεζες (με το απαραίτητο κεφάλαιο και ρευστότητα) ώστε να αισθάνονται ασφαλείς ότι θα πάρουν τα χρήματά τους πίσω.
Δεν έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που είχαμε μια σημαντική τραπεζική κρίση και οι μέτοχοι και οι πιστωτές είχαν εξαλειφθεί εντελώς. Σίγουρα δεν θέλουμε ποτέ ξανά να αντιμετωπίσουμε κάτι παρόμοιο. Αυτό είναι σημαντικό όχι μόνο για τους πιστωτές, αλλά και για την κοινωνία στο σύνολό της / τους φορολογούμενους. Κατά την άποψή μου αποτελεί προ-απαιτούμενο για μια υγιή τράπεζα να απασχολεί υπαλλήλους που να έχουν κίνητρα, οι οποίοι να είναι παραγωγικοί και αυτό θα δημιουργεί θετικά αποτελέσματα για όλους τους εμπλεκόμενους.
Καταλήγοντας, πιστεύω ότι η ΕΤΥΚ θα πρέπει να επικροτήσει την προτεινόμενη αλλαγή του συστήματος των αμοιβών (που έχει εισαχθεί τώρα από την Ελληνική Τράπεζα, αλλά μάλλον πολύ σύντομα και από την Τράπεζα Κύπρου). Είναι ένα σύστημα που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των μελών της και πρέπει να το αγκαλιάσουν. Αναγνωρίζω ότι πρόκειται για μια αλλαγή από την καθιερωμένη πρακτική, όμως ο κόσμος δεν είναι στατικός αλλά εξελίσσεται συνεχώς και οι οργανώσεις πρέπει να είναι σε θέση να προσαρμόζονται γρήγορα στις αλλαγές για να επιβιώσουν και να ευημερήσουν.
Η πιο πάνω αλλαγή στο σύστημα δεν θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στην τραπεζική βιομηχανία, αλλά θα πρέπει ενδεχομένως να επεκταθεί και σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένου του δημόσιου τομέα. Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε μια ανταγωνιστική και βιώσιμη οικονομία, θα πρέπει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και το πολιτικό σύστημα να μην προβάλλουν εμπόδια στην πραγματοποίηση τέτοιων αλλαγών. Διαφορετικά διατρέχουμε τον κίνδυνο να μείνουμε πίσω από τους ανταγωνιστές μας.