Σημαντικές πήγες κινδύνων για τις τράπεζες

Σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις καλούνται να επιβιώσουν τα τραπεζικά ιδρύματα του τόπου, τα οποία παλεύουν με τον μεγαλύτερό τους εφιάλτη, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.

Πίσω από αυτήν την πρόκληση κρύβονται και άλλες εξίσου σημαντικές προκλήσεις, στις πλείστες των περιπτώσεων τέκνα του γιγαντιαίου αυτού προβλήματος.

Η οικονομική ανάπτυξη αποτελεί, σύμφωνα με εσωτερικούς και εξωτερικούς παρατηρητές και αναλυτές, σημαντική ευκαιρία, για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα προβλήματα και να απομακρυνθούν σημαντικοί κίνδυνοι, οι οποίοι καραδοκούν.

Του Νέστορα Βασιλείου

«Κόκκινα» δάνεια

Το δυσθεώρητο μέγεθος του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία συσσωρεύονται και βαραίνουν το στομάχι των κυπριακών τραπεζών και κατ’ επέκταση της κυπριακής οικονομίας αποτελεί τη μεγαλύτερη πηγή κινδύνων. Από την κορύφωση του προβλήματος το 2015, όταν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια είχαν βρεθεί στα €27 δισ., διαφαίνεται σημαντική βελτίωση. Σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, που συσσωρεύονταν στις εγχώριες τράπεζες, υποχώρησαν στα €24 δισ. το 2016 και στα €20 δισ. στο τέλος του 2017. Τα «κόκκινα» δάνεια είναι το ψηλότερο εμπόδιο για την ανάπτυξη των τραπεζών, αφού ασκεί καθοδικές πιέσεις στην κερδοφορία τους, απομυζά σημαντικό μέρος των κεφαλαίων τους, προσωπικό και συστήματα. Όλα αυτά καθιστούν, κατά γενική ομολογία, αναιμική την παραχώρηση νέου δανεισμού από τις τράπεζες, με αποτέλεσμα η συμβολή τους στην οικονομική ανάκαμψη να είναι περιορισμένη.

Αναμένουν μεγαλύτεροι πρόοδο οι Θεσμοί

Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αλλά και η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου θεωρούν μεν αξιόλογη την πρόοδο, που έχει επιτευχθεί, παρά ταύτα θεωρούν ότι οι τράπεζες επιβάλλεται να εκμεταλλευτούν, εδώ και τώρα, τον ούριο άνεμο της οικονομικής ανάπτυξης και να ανεβάσουν στροφές, επιταχύνοντας και επισπεύδοντας τη μείωσή τους.

Πρόσφατα έχουν διαμηνύσει με ξεκάθαρο τρόπο ότι αναμένουν μεγαλύτερη πρόοδο το 2018 και κινήσεις, οι οποίες να ενισχύουν την εργαλειοθήκη της αντιμετώπισης του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων. Στις 8 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διά του Βάλντις Ντομπρόβσκις, είχε διαμηνύσει ότι αναμένει περισσότερες κινήσεις φέτος προς την κατεύθυνση της μείωσης των «κόκκινων» δανείων, λέγοντας ότι το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου είναι το δεύτερο πιο επιβαρυμένο από μη εξυπηρετούμενα δάνεια μετά από αυτό της Ελλάδας.

Η δε επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού Ντανιέλ Νουί είχε, επίσης, τονίσει κατά τις συναντήσεις της, στο πλαίσιο της επίσκεψής της στην Κύπρο τον περασμένο Φεβρουάριο, ότι χρειάζονται περισσότερες κινήσεις, ώστε το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων να μειωθεί σε βαθμό, που να μην αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα της κυπριακής οικονομίας. Είχε επισημάνει, την ίδια ώρα, ότι οι απαιτούμενες διορθωτικές κινήσεις είναι καλό να γίνονται σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, όπως ισχύει αυτήν τη στιγμή στην Κύπρο.

Το πλέον σημαντικό είναι ότι το κράτος έχει πλέον την οικονομική δυνατότητα να συμμετάσχει και να υποστηρίξει σχεδιασμούς, στον βαθμό που μπορεί να το πράξει, ώστε να μην απειληθεί η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους της χώρας, οι οποίοι θα συμβάλουν στην αποκλιμάκωση του προβλήματος.

Το ζητούμενο, βέβαια, είναι το κόστος, το οποίο θα επωμιστούν οι φορολογούμενοι να εξαργυρωθεί με μεγαλύτερο όφελος από ένα δυνητικό καίριο πλήγμα στο «θεριό» των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Προβληματική εργαλειοθήκη

Οι προσπάθειες των τραπεζών, για να χτυπήσουν τον ατσάλινο γίγαντα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενισχύθηκαν με ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο μετά τα δραματικά γεγονότα του 2013, το οποίο έφερε στο οπλοστάσιό τους τις εκποιήσεις, το πλαίσιο αφερεγγυότητας και την πώληση δανείων. Στα χρόνια, τα οποία ακολούθησαν, ωστόσο, διαπιστώνεται ότι το νομοθετικό πλαίσιο έχει καταστεί σε μεγάλο βαθμό ανεφάρμοστο, καθιστώντας χρονοβόρα την αποτελεσματική αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Σταχυολογώντας τα βασικότερα εμπόδια στην επιτάχυνση της μείωσης του προβλήματος, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συμπεραίνει ότι αφορούν:

- Η ταχύτητα και η πολυπλοκότητα των δικαστικών διαδικασιών.

- Η έλλειψη αγοράς για μη εξυπηρετούμενα δάνεια λόγω της ασύμμετρης πληροφόρησης μεταξύ αγοραστών και πωλητών. 

- Η έλλειψη εξωδικαστικών διαδικασιών.

- Η έλλειψη φορολογικών αντικινήτρων.

Επιπλέον, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, η δυνατότητα για πώληση δανείων με στόχο την ταχύτερη αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων αντιμετωπίζει, επίσης, δυσκολίες, αφού μέχρι σήμερα ο αριθμός των αιτήσεων για άδεια αγοράς δανειακών χαρτοφυλακίων, που έχει ενώπιόν της προς μελέτη και έγκριση είναι περιορισμένος.

«Η Κεντρική Τράπεζα έχει προχωρήσει σε μελέτη και έχει ετοιμάσει έκθεση, η οποία έχει κοινοποιηθεί στους άμεσα εμπλεκόμενους. Καταγράφονται, σε τεχνοκρατικό επίπεδο, τόσο οι αδυναμίες του νομοθετικού πλαισίου όσο και άλλα εμπόδια στην ταχεία επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με έμφαση στα δάνεια που έχουν τερματιστεί. Η έκθεση καταγράφει εισηγήσεις για τροποποιήσεις νομοθεσιών, όπου οι υφιστάμενες πρόνοιες φαίνεται να εμποδίζουν τη σωστή, άμεση και πλήρη εφαρμογή των νόμων», ανέφερε στα μέσα Μαρτίου ο Ανώτερος Διευθυντής Εποπτείας της Κεντρικής Τράπεζας, Γιάγκος Δημητρίου.

Όλα αυτά καθιστούν δύσκολη, ακόμη και την πρόβλεψη για τον χρονικό ορίζοντα της επίλυσης του προβλήματος.

«Χτύπησαν σε μπετόν αρμέ»

Τα εργαλεία, τα οποία αποδεικνύονται αδύναμα στην παρούσα τους μορφή, φαίνεται ότι μπλόκαραν, όταν χτύπησαν στον σκληρό πυρήνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κάτι το οποίο αποτυπώνεται στη μείωση των αναδιαρθρώσεων τους τελευταίους μήνες. «Αυτό ίσως να αποτελεί μία ένδειξη ότι το χαρτοφυλάκιο των ΜΕΔ που δεν έχει αναδιαρθρωθεί μέχρι στιγμής, είναι το πιο δύσκολο για επίλυση μόνο μέσω των αναδιαρθρώσεων», σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα. Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, ο Ανώτερος Διευθυντής Εποπτείας κάλεσε τράπεζες και δανειολήπτες να προχωρήσουν σε πιο γενναίες και αποφασιστικές λύσεις, με τη ζημιά να κατανέμεται και στα δύο μέρη, εκεί που δεν υπάρχει άλλος τρόπος επίλυσης του προβλήματος. «Η χρονική καθυστέρηση στην επίλυση του προβλήματος είναι εις βάρος και των δύο μερών, που μπορεί να καταστήσει τις πιθανές λύσεις πιο επίπονες», επεσήμανε.

Ο Γιάγκος Δημητρίου προέτρεψε τις τράπεζες να μελετήσουν το ενδεχόμενο δημιουργίας κοινής πλατφόρμας, όπως και τη δημιουργία εταιρείας ή εταιρειών διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού.

«Κρυφτό» στρατηγικών κακοπληρωτών

Τόσο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τραπεζών, Γιάννης Μάτσης, όσο και ο Ανώτερος Διευθυντής Εποπτείας της Κεντρικής Τράπεζας, Γιάγκος Δημητρίου, θεωρούν ότι στρατηγικοί κακοπληρωτές πιθανόν να βρίσκουν καταφύγιο στην πρώτη κατοικία. Θεωρούν ότι κάποιοι προβάλλουν την πρώτη κατοικία τους ως δικαιολογία, για να αποφεύγουν την αποπληρωμή των χρεών τους ή περιπτώσεις, κατά τις οποίες η πρώτη κατοικία είναι τέτοιας αξίας και πολυτέλειας, που η προστασία του δανειολήπτη δεν δικαιολογείται.

Σύμφωνα με στοιχεία, που παρουσίασε ο Γιάννης Μάτσης για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, οι καταθέσεις τους ανέρχονται στα 23,4 δισ., τα δάνειά τους στα 20,6 δισ. και τα προβληματικά τους δάνεια στα 11,7 δισ., γεγονός, το οποίο ενισχύει τις υποψίες.  

Εποπτικές πιέσεις

Οι εποπτικές πιέσεις αυξάνονται ολοένα και περισσότερο. Από την αρχή του χρόνου εισήχθη το νέο Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο IFRS9, σύμφωνα με το οποίο οι τράπεζες θα πρέπει να διενεργούν προβλέψεις στη βάση των αναμενόμενων πιστωτικών ζημιών αντί με βάση τις ζημιές που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί.

Σημαντική είναι και εισαγωγή των ελάχιστων απαιτήσεων επιλέξιμων υποχρεώσεων, που υποχρεώνει τις τράπεζες να πληρούν ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων («MREL»), προκειμένου να έχουν δυνατότητα απορρόφησης ζημιών και ανακεφαλαιοποίησης με ίδια μέσα. Ο καθορισμός τους γίνεται για κάθε συστημική τράπεζα από το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης.

Από συμπληγάδες η κερδοφορία

Ένας από τους μεγάλους στόχους των τραπεζών είναι η επάνοδός τους σε τροχιά κερδοφορίας, κάτι το οποίο απαιτεί την ύπαρξη βιώσιμου επιχειρηματικού μοντέλου.

Το 80% των εσόδων τους προέρχονται από τόκους, κάτι το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, αφού η ύπαρξή τους εμποδίζει τις προοπτικές είσπραξης τόκων από αυτά. Την ίδια ώρα, αναμένεται ότι σε μεσοπρόθεσμο, τουλάχιστον, χρονικό διάστημα οι τράπεζες θα κινούνται σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Επιπλέον, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα, «οι χαμηλές αποδόσεις των παραδοσιακών χαμηλού κινδύνου επενδύσεων (π.χ. κρατικά ομόλογα), καθώς και οι εποπτικές απαιτήσεις και ρυθμίσεις, που αυξάνουν το κόστος κεφαλαίου και το λειτουργικό κόστος των πιστωτικών ιδρυμάτων, συνδυασμένες με το ανταγωνιστικό περιβάλλον για παροχή νέων χρηματοδοτήσεων, σκιαγραφούν τις προκλήσεις για τη σωστή αποτίμηση των χορηγήσεων αυτών τόσο στον καθορισμό του επιτοκίου όσο και της επιμέτρησης του κινδύνου τους, που με τη σειρά τους αντανακλώνται στις οικονομικές καταστάσεις και συγκεκριμένα στην κερδοφορία και ποιότητα του ενεργητικού των πιστωτικών ιδρυμάτων».

Στο «κάδρο» τα επιχειρηματικά μοντέλα

Το κοκτέιλ των προκλήσεων φαίνεται να καθιστά επιβεβλημένη την αξιολόγηση και την αναθεώρηση των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών προκειμένου να αντεπεξέλθουν. Σύμφωνα με τον Ανώτερο Διευθυντή Εποπτείας, «είναι σημαντικό να αξιολογηθούν οι πηγές εισοδημάτων με στόχο την εξεύρεση νέων πόρων ως μέτρο αντιμετώπισης του χαμηλού επιτοκιακού περιβάλλοντος. Αν δεν είναι εφικτό, τότε η αναπροσαρμογή των εξόδων είναι αναπόφευκτη, ανταποκρινόμενοι και στις τεχνολογικές προκλήσεις που έρχονται μέσω εταιρειών FinTech και εκμεταλλευόμενοι τις προοπτικές, που παρουσιάζονται μέσω των νέων αυτών ευκαιριών».

Συνωστισμός τραπεζών

Στις σημαντικότερες προκλήσεις, που αντιμετωπίζει ο χρηματοπιστωτικός τομέας του τόπου περιλαμβάνεται και ο μεγάλος αριθμός των τραπεζών στο νησί. Στην Κύπρο λειτουργούν συνολικά 13 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ενώ, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, ο πληθυσμός της χώρας και το μέγεθος της οικονομίας δικαιολογούν τη λειτουργία δύο μόλις τραπεζών.

Στην Κύπρο αναλογούν 1.568 άνθρωποι ανά υποκατάστημα τράπεζας, ενώ στον μέσο όρο της Ευρωζώνης 2.278. Ο πληθυσμός ανά τραπεζικό ίδρυμα είναι 16 χιλιάδες στην Κύπρο και 67 χιλιάδες στην Ευρωζώνη. Σε κάθε τραπεζικό υπάλληλο αναλογεί η εξυπηρέτηση 80 πελατών, ενώ σε επίπεδο Ευρωζώνης 174, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία ανά τραπεζικό υπάλληλο είναι €8,1 εκατ. στην Κύπρο και €15,8 εκατ. στις χώρες μέλη της ζώνης του ευρώ.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνδέσμου Τραπεζών, ο αυξημένος αριθμός των τραπεζικών ιδρυμάτων αυξάνει τον κίνδυνο μη συνετών πρακτικών δανεισμού.

Επιπλέον, ο αυξημένος ανταγωνισμός οδηγεί τις τράπεζες, σύμφωνα με τον Γιάννη Μάτση, να προσφέρουν χαμηλά δανειστικά επιτόκια και ταυτόχρονα ψηλά καταθετικά επιτόκια, αφού θέλουν να προσελκύσουν καταθέσεις, για να μπορούν να δίδουν νέα δάνεια. Όλα αυτά δημιουργούν πιέσεις στο επιτοκιακό περιθώριο και ως εκ τούτου στην κερδοφορία των τραπεζών. Για να επέλθει, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, εξορθολογισμός του τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να γίνουν συγχωνεύσεις τραπεζών, κάτι το οποίο είναι δεδομένο, αλλά και να υπάρχει ενιαίο επίπεδο ανταγωνισμού, ενιαίας εποπτείας

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ