Του Μιχάλη Αντωνίου*
Η ανάγκη για επαναξιολόγηση και επανασχεδιασμό, με σκοπό τον εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος της χώρας μας, έχει αναγνωριστεί εδώ και καιρό από την Πολιτεία και τους κοινωνικούς εταίρους και αυτή τη στιγμή γίνεται μια προσπάθεια μέσω της εκπόνησης εξειδικευμένων μελετών από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας για ολιστική προσέγγιση του θέματος.
Ο σκοπός των μελετών, που διενεργούνται για λογαριασμό του Υπουργείου Εργασίας, είναι να βοηθήσουν τους εταίρους να αξιολογήσουν τις διάφορες επιλογές για την υιοθέτηση ενός νέου συστήματος, στη βάση πραγματικών στοιχείων, παραμέτρων και καλών πρακτικών, έτσι ώστε οι όποιες αποφάσεις ληφθούν για το μέλλον να μπορούν να πετύχουν τους στόχους που θα τεθούν για το επίπεδο των συντάξεων και ταυτόχρονα να είναι οικονομικά βιώσιμες σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Για την Ομοσπονδία Εργοδοτών & Βιομηχάνων (ΟΕΒ) το συνταξιοδοτικό σύστημα αποτελούσε ανέκαθεν ζήτημα εθνικής σημασίας, καθώς η παροχή επαρκών συντάξεων αποτελεί την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη φτώχεια και στη διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου ζωής μετά την ολοκλήρωση του εργάσιμου βίου. Την ίδια σημασία αποδίδει ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος ορίζει στο Άρθρο 25 ότι «η Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα των ηλικιωμένων προσώπων να διάγουν αξιοπρεπή και ανεξάρτητη ζωή και να συμμετέχουν στον κοινωνικό και πολιτιστικό βίο».
Πίεση στα οικονομικά
Σε σχέση με το θέμα των συντάξεων, θα πρέπει να πούμε ότι η συζήτηση για την ενίσχυση των εθνικών συνταξιοδοτικών συστημάτων αφορά όλη την Ευρώπη καθώς οι πολίτες αυτής έχουν πλέον μεγαλύτερο προσδόκιμο ζωής, γεγονός που δημιουργεί σοβαρές συνέπειες για τη δημοσιονομική Βιωσιμότητα, τις παροχές υγείας και μακροχρόνιας περίθαλψης και την κοινωνική συνοχή των κρατών – μελών της Ένωσης. Συγκεκριμένα, την τελευταία δεκαετία ο πληθυσμός της Ε.Ε. σε ηλικία εργασίας μειώθηκε από 269 εκατομμύρια το 2012 σε 264 εκατομμύρια το 2021. Το 2022, ο αριθμός των απασχολουμένων ατόμων ηλικίας 20-64 ετών στην Ε.Ε. ήταν συνολικά 193,5 εκατομμύρια ενώ ο αριθμός αυτός αναμένεται να συρρικνωθεί περαιτέρω τις επόμενες δεκαετίες, με απώλεια επιπλέον 35 εκατομμυρίων ατόμων έως το 2050. Τα άτομα που παραμένουν στην αγορά εργασίας καλούνται ουσιαστικά να χρηματοδοτήσουν τη συνεχώς αυξανόμενη ομάδα συνταξιούχων πολιτών. Κατά συνέπεια η γήρανση του πληθυσμού ασκεί μεγάλη πίεση στα δημόσια οικονομικά καθώς αυξάνονται οι δαπάνες υγείας και συντάξεων ενώ παράλληλα μειώνεται η φορολογική βάση αφού ολοένα και λιγότεροι εργαζόμενοι στηρίζουν με τις εισφορές τους ολοένα και περισσότερους συνταξιούχους. Τις επιπτώσεις αυτές τις βιώνει και η χώρα μας και οι πιέσεις σε σχέση με την αποδοτικότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος ολοένα και εντείνονται.
Προσεκτικά βήματα
Για τους πιο πάνω λόγους ο εκσυγχρονισμός του συστήματος αποτελεί ίσως τη μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να διαχειριστεί η τριμερής συνεργασία, κράτος και κοινωνικοί εταίροι, για θέματα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους.
Η προσπάθεια αυτή επιβάλλεται να είναι προσεκτική και μεθοδευμένη ώστε να καταστεί το συνταξιοδοτικό μας σύστημα βιώσιμο και αποδοτικό, για να εξυπηρετεί τον σκοπό του. Θα πρέπει κατά συνέπεια, να διεξαχθεί εις βάθος συζήτηση και αξιολόγηση του συστήματος που θα λάβει υπόψη την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, την υπογεννητικότητα, τις οικονομικές συνθήκες, το θεσμικό πλαίσιο και τους Τρεις Πυλώνες συνταξιοδοτικών παροχών και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη μελλοντική πορεία και αποδοτικότητά του.
Οι προκλήσεις είναι πολλές και θα πρέπει να ληφθούν τέτοιες αποφάσεις που θα διαμορφώνουν ένα ενιαίο σύστημα το οποίο θα λαμβάνει υπόψη τις αποδόσεις του Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΤΚΑ) αλλά και την προβλεπόμενη εξέλιξη στις κοινωνικές παροχές. Πέραν όμως του βασικού πυλώνα του συστήματος που αφορά το ΤΚΑ, χρειάζεται να ενδυναμωθούν ο 2ος Πυλώνας (Ταμεία Προνοίας και επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχέδια) και ο 3ος Πυλώνας (Σχέδια ιδιωτικής συνταξιοδοτικής Ασφάλισης) συνταξιοδοτικών παροχών. Ο ρόλος που οφείλει να επιτελέσει ο ιδιωτικός τομέας μέσω των διαφόρων σχεδίων/ταμείων συνταξιοδοτικών παροχών, είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τη συμπλήρωση των συντάξιμων ωφελημάτων και τη διασφάλιση της επάρκειάς τους και θα πρέπει συνεπώς να δοθούν τα κατάλληλα κίνητρα, φορολογικά και άλλα, για την ανάπτυξη του τομέα αυτού. Τα κίνητρα δεν πρέπει να οδηγήσουν στην εισαγωγή νομικών υποχρεώσεων που θα δημιουργήσουν πρόσθετο υποχρεωτικό κόστος για τις επιχειρήσεις, ιδιαίτερα καθώς λειτουργούμε σε ένα πολύ αβέβαιο και ρευστό οικονομικό περιβάλλον.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να εκμεταλλευτούμε το νέο νομικό πλαίσιο λειτουργίας των Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών (ΙΕΣΠ) όπως αυτό καθορίστηκε με τον Νόμο του Ιανουαρίου 2020 που θέτει αυστηρότερες προϋποθέσεις διαχείρισης, καθώς και τις δύο οδηγίες που εκδόθηκαν τον Ιούλιο του 2021 και επιτρέπουν τη μεταφορά από ένα Ταμείο Προνοίας σε άλλο ή από Ταμείο Προνοίας σε σχέδιο ιδιωτικής συνταξιοδοτικής ασφάλισης.
Δυσπιστία για το 12%
Tην ίδια ώρα χρειάζεται να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, ώστε να μη δημιουργούνται αντικίνητρα για απασχόληση αλλά αντιθέτως να ωθούνται οι πολίτες να παραμένουν στην εργασία. Για τον λόγο αυτό η ΟΕΒ προσεγγίζει με τεράστια επιφυλακτικότητα και δυσπιστία την πρόταση που προωθείται από το συνδικαλιστικό κίνημα για άρση της αναλογιστικής μείωσης στις συντάξεις που εισήχθη το 2012 για άτομα που αποφασίζουν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα και συγκεκριμένα στο 63ο έτος ηλικίας (δηλαδή την έμμεση μείωση της συντάξιμης ηλικίας) και ειδικότερα στην αποσπασματική υιοθέτησή του στην απουσία σχετικών μελετών που να τεκμηριώνουν αναγκαιότητα διαφοροποίησης του μέτρου αυτού.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να έχουμε κατά νου ότι το ύψος των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων, το ύψος των εισφορών και η συντάξιμη ηλικία είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Έτσι, αν γίνει μείωση της συντάξιμης ηλικίας (η κατάργηση της αναλογιστικής προσαρμογής του 12% ισοδυναμεί με μείωση της συντάξιμης ηλικίας από το 65ο στο 63ο έτος), τότε για να είναι βιώσιμο το σύστημα (δηλαδή για να έχει πόρους για να καταβάλλει συντάξεις στους συνταξιούχους) θα πρέπει είτε να αυξηθούν οι εισφορές, είτε να μειωθούν οι συντάξεις. Τρίτη επιλογή δεν υπάρχει.
Όχι σε πρόσθετο κόστος
Ιδιαίτερα σημαντικό για την ΟΕΒ είναι το γεγονός ότι βάσει των αναλογιστικών μελετών, η Βιωσιμότητα του ΤΚΑ είναι διασφαλισμένη μέχρι το 2080. Κρίνεται συνεπώς αναγκαίο όπως στα πλαίσια της όλης προσπάθειας διαφυλαχτούν όσα πετύχαμε μέχρι σήμερα, χωρίς οι όποιες αποφάσεις να οδηγήσουν σε πρόσθετο κόστος και περαιτέρω αύξηση στις εισφορές, πέραν των όσων είναι ήδη συμφωνημένα και καθορισμένα στην υφιστάμενη νομοθεσία. Συμπερασματικά, οι συντάξεις προστατεύουν τους πολίτες, εγγυώμενες ισόβιο εισόδημα ανεξάρτητα από τη διάρκεια ζωής. Θα πρέπει να καλλιεργηθεί συνταξιοδοτική κουλτούρα και συνείδηση και να γίνει αντιληπτό ότι το να προνοείς νωρίς για το συνταξιοδοτικό, δεν αποτελεί μια συνηθισμένη επενδυτική απόφαση αλλά απόφαση που θα καθορίσει την ποιότητα και τον τρόπο ζωής μας στην περίοδο εκείνη που δεν θα έχουμε άλλα βιοποριστικά μέσα. Είναι επίσης παραδεκτό ότι οι δυνατότητες του κρατικού συνταξιοδοτικού συστήματος να διασφαλίσει τη μελλοντική Βιωσιμότητα και επάρκεια των συντάξεων, περιορίζονται διαχρονικά λόγω της δημογραφικής πίεσης και ειδικότερα στην Κύπρο λόγω και της οικονομικής κρίσης του 2013 και της υγειονομικής κρίσης των τελευταίων δύο ετών – τις προεκτάσεις των οποίων θα αποτυπώσουμε στα επόμενα λίγα χρόνια. Γι’ αυτό παραμένει η ανάγκη για περαιτέρω μεταρρυθμίσεις στο σύνολο του κυπριακού συνταξιοδοτικού συστήματος πέραν από τις αλλαγές που έγιναν τα τελευταία χρόνια και η ανάγκη αυτή γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να γίνουν με ενιαία και συντονισμένη προσέγγιση σε σχέση με τις υφιστάμενες συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις και κόστος, με τον ρόλο των κοινωνικών εταίρων στον διάλογο, όπως έχει διαχρονικά αποδειχτεί, να είναι καταλυτικός.
*Γενικού διευθυντή της ΟΕΒ