Η χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης

Οι επιπλέον επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα της ΕΕ για την περίοδο 2021-2030 θα κυμαίνονται μεταξύ €260-380 δισ.

Του Δρα Ανδρέα Πουλλικκά*

Η ΕΕ έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον 55% μέχρι το 2030 και να καταστεί κλιματικά ουδέτερη έως το έτος 2050. Τα Κράτη Μέλη της ΕΕ έχουν συμφωνήσει στη στρατηγική, αλλά σε εξέλιξη βρίσκεται η αποτύπωση του συνολικού κόστους της ενεργειακής μετάβασης.

Σημαντική παράμετρος αφορά τον τρόπο κατανομής του κόστους αφού οι επιπλέον επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα της ΕΕ για την περίοδο 2021-2030 σε σύγκριση με την προηγουμένη δεκαετία θα κυμαίνονται μεταξύ 260-380 δισεκατομμύρια Ευρώ (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή).

Η ταχύτητα της ενεργειακής μετάβασης θα έχει αντίκτυπο στην ανάπτυξη και στον πληθωρισμό. Χρειάζεται τα Κράτη Μέλη να επινοήσουν τέτοιες χρηματοδοτήσεις ή/και επιδοτήσεις ώστε να την καταστήσουν λιγότερο δυσβάστακτη για τα χαμηλότερα εισοδήματα αφού υπάρχει ο κίνδυνος η ενεργειακή μετάβαση να οξύνει τις ανισότητες. Είναι πλέον αναγκαιότητα η ΕΕ να χρηματοδοτήσει τη δική της ενεργειακή μετάβαση, ωστόσο οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ενώ ανανεώνουν τις δεσμεύσεις τους για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050, συνεχίζουν να αγνοούν το ερώτημα για το πώς θα χρηματοδοτήσουν την ενεργειακή μετάβαση.

Η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ διαδραματίζει καίριο ρόλο στη προώθηση και στη χρηματοδότηση της ενεργειακής μετάβασης. Προωθεί τον ανταγωνισμό μεταξύ των προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας και ενθαρρύνει την καινοτομία και την αποδοτικότητα.

Με αυτό τον τρόπο αναμένονται

(i) η μείωση του ρυθμού αύξησης του κόστους της ενεργειακής μετάβασης,

(ii) η μείωση του αυξανόμενου κόστους της ενεργειακής μετάβασης και

(iii) η βελτίωση των υπηρεσιών για τους καταναλωτές.

Η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ βασίζεται στο «Μοντέλο Στόχος» (Target Model) το οποίο αποτελείται από:

(α) την προθεσμιακή αγορά (διμερείς συναλλαγές) η οποία παρέχει στους συμμετέχοντες εργαλεία διαχείρισης κινδύνου και οι τιμές καθορίζονται μέσω ελεύθερης ιδιωτικής διαπραγμάτευσης,

(β) την προ-ημερήσια αγορά η οποία είναι συμβατή με τον αλγόριθμο σύζευξης τιμών,

(γ) την ενδο-ημερήσια αγορά και

(δ) την αγορά εξισορρόπησης η οποία παρέχει τις απαραίτητες υπηρεσίες για την αξιόπιστη λειτουργία του ηλεκτρικού συστήματος.

Οι αγορές (β) και (γ) συχνά αναφέρονται ως χρηματιστήρια ενέργειας ή ως αγορές άμεσης παράδοσης (spot markets). Τα χρηματιστήρια ενέργειας διαπραγματεύονται ως συνήθως μικρό μέρος της συνολικής παραγωγής/προμήθειας ηλεκτρισμού γιατί μια αγορά άμεσης παράδοσης αφορά κανονικά τις αποκλίσεις, δηλαδή την περίσσεια ή την έλλειψη ηλεκτρικής ισχύος, ενώ ο κύριος όγκος της αγοράς ηλεκτρισμού εκκαθαρίζεται μέσω διμερών συμφωνιών (προθεσμιακή αγορά) έξω από τη χρηματιστηριακή αγορά.

Ο πολυσυζητημένος τρόπος πληρωμής των συμμετεχόντων στην χρηματιστηριακή αγορά έχει για ακόμη μια φορά αξιολογηθεί από τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας της ΕΕ (ACER) όπου και πάλι υποδεικνύει ότι η «πληρωμή ως η εκκαθάριση» (pay-as-clear) είναι πιο αποδοτικότερη μέθοδος από την «πληρωμή ως η προσφορά» (pay-as bid) ευνοώντας παράλληλα τις πράσινες επενδύσεις προς την ενεργειακή μετάβαση.

Η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού επιτρέπει την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για παραγωγή ηλεκτρισμού, όπως η αιολική και η ηλιακή στην αγορά ηλεκτρισμού. Επιτρέπει την αποτελεσματική εμπορία και μεταφορά ηλεκτρισμού που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας σε διασυνοριακό επίπεδο, διασφαλίζοντας ότι τα Κράτη Μέλη μπορούν να έχουν πρόσβαση και να χρησιμοποιούν καθαρές πηγές ενέργειας.

Η ενσωμάτωση αυτή στηρίζει την επέκταση της εγκατεστημένης ισχύος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και μειώνει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Επίσης, η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού ενθαρρύνει τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ, διευκολύνοντας την κοινή χρήση ενεργειακών πόρων.

Οι χώρες με άφθονες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας μπορούν να εξάγουν πλεονάζουσα ηλεκτρική ενέργεια σε εκείνες με υψηλότερη ζήτηση ή περιορισμένο ανανεώσιμο δυναμικό. Αυτή η κατανομή των πόρων βελτιστοποιεί τη χρήση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ενισχύει τη συνολική απόδοση του ηλεκτρικού συστήματος της ΕΕ.

Επιπλέον η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού, μαζί με το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, παρέχει τα απαραίτητα σήματα της αγοράς (market signals) και κίνητρα τιμών (price incentives) που οδηγούν τις επενδύσεις σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Καθώς η αγορά ηλεκτρισμού ευνοεί όλο και περισσότερο την παραγωγή ηλεκτρισμού χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, οι επενδυτές ενθαρρύνονται να χρηματοδοτούν υποδομές και τεχνολογίες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας μαζί με συστήματα αποθήκευσης.

Αυτό τονώνει την καινοτομία και μειώνει το κόστος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθιστώντας τις πιο οικονομικά βιώσιμες και ελκυστικές. Συνάμα η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία του ηλεκτρικού συστήματος επιτρέποντας την ενσωμάτωση των διακοπτόμενων ανανεώσιμων πηγών

ενέργειας όπως είναι η ηλιακή και η αιολική. Μέσω προηγμένων τεχνικών διαχείρισης του ηλεκτρικού δικτύου, των ηλεκτρικών διασυνδέσεων και των μηχανισμών της αγοράς, όπως τα προγράμματα απόκρισης ζήτησης και συστήματα αποθήκευσης, η αγορά μπορεί να εξισορροπήσει αποτελεσματικά την προσφορά και τη ζήτηση ηλεκτρισμού.

Αυτή η ευελιξία υποστηρίζει την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, διατηρώντας παράλληλα τη σταθερότητα του ηλεκτρικού συστήματος.

Τέλος η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού παρέχει ένα κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο και εναρμονισμένους κανόνες για την ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και συστημάτων αποθήκευσης, την πρόσβαση στο ηλεκτρικό δίκτυο και τις λειτουργίες της αγοράς. Αυτό το κοινό ρυθμιστικό πλαίσιο μεταξύ των Κρατών Μελών απλουστεύει και εξορθολογίζει τη διαδικασία της ενεργειακής μετάβασης. Προωθεί ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τους φορείς ανάπτυξης και τους επενδυτές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, διασφαλίζοντας θεμιτό ανταγωνισμό και μειώνοντας τους φραγμούς εισόδου.

Εν κατακλείδι, η εσωτερική αγορά ηλεκτρισμού της ΕΕ λειτουργεί ως καταλύτης για την ενεργειακή μετάβαση, προωθώντας την ενσωμάτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τη διασυνοριακή συνεργασία, τις επενδύσεις με γνώμονα την αγορά ηλεκτρισμού και την ευελιξία του ηλεκτρικού δικτύου. Υποστηρίζει και χρηματοδοτεί τη μετάβαση προς ένα βιώσιμο, απαλλαγμένο από ανθρακούχες εκπομπές και ανθεκτικό ενεργειακό σύστημα στην ΕΕ.

*Πρόεδρος Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ