Του Σάββα Πεντάρη*
Γνωρίζουμε καλά ότι η ανθεκτικότητα αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο της μακροπρόθεσμης επιτυχίας για τι τράπεζες. Η τραυματική εμπειρία της πανδημίας μας έδειξε, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι το φάσμα των κινδύνων απέναντι στους οποίους πρέπει να θωρακιστούν οι τράπεζες είναι πολύ ευρύτερο απ’ ότι πολλοί πίστευαν. Συνεπώς, η ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της ανθεκτικότητας των τραπεζών είναι πιο επιτακτική από ποτέ, πράγμα που σημαίνει ότι οι αρμόδιες διευθύνσεις θα πρέπει να επανεξετάσουν το ρόλο τους, να προσελκύσουν το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό και να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τα δεδομένα που θέτει στη διάθεσή τους η τεχνολογία.
Τα ευχάριστα νέα είναι ότι ο τραπεζικός τομέας επέδειξε εξαιρετική ανθεκτικότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τους τελευταίους 18 μήνες οι τράπεζες λειτούργησαν υπό καθεστώς ενός συνεχούς, ζωντανού stress test: Ξεκινώντας από την απρόσκοπτη μετάβαση σε καθεστώς τηλεργασίας, κυριολεκτικά μέσα σε λίγα 24ωρα και την αξιοποίηση τεχνολογικών συστημάτων που δεν είχαν δοκιμαστεί ξανά σε τέτοιες ακραίες συνθήκες, μέχρι την αντιμετώπιση των αυξημένων αναγκών των πελατών τους που πλήγηκαν από την πανδημία. Η ανθεκτικότητα αυτή δεν ήρθε τυχαία: Προέκυψε από την αξιοποίηση διδαγμάτων του παρελθόντος και τις σημαντικές επενδύσεις από πλευράς των τραπεζών στη διάρκεια των τελευταίων ετών.
Η πανδημία, όμως, επιτάχυνε και μια σειρά από άλλες αλλαγές οι οποίες φαίνεται να ανατρέπουν την ιεράρχηση των κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί. Η 11η έκδοση της τακτικής έρευνας της EY και του Ινστιτούτου Διεθνούς Χρηματοδότησης (IIF) σχετικά με τη διαχείριση κινδύνων των τραπεζών, “Resilient banking: capturing opportunities and managing risks over the long term” ρίχνει φως στις αλλαγές στη διαχείριση κινδύνων που παρατηρήθηκαν παγκοσμίως κατά την τελευταία δεκαετία και τους κύριους κινδύνους που αναμένονται τα επόμενα 10 χρόνια.
Για πρώτη φορά από την έναρξη της έρευνας, πριν από μια δεκαετία, στην κορυφή της λίστας των μακροπρόθεσμων κινδύνων που αφορούν τις τράπεζες βρίσκεται η κλιματική αλλαγή. Πάνω εννέα στους δέκα (91%) επικεφαλής τμημάτων διαχείρισης κινδύνων (CROs) των τραπεζών θεωρούν την κλιματική αλλαγή ως τον κορυφαίο αναδυόμενο κίνδυνο για τα επόμενα πέντε χρόνια, έναντι μόλις 52% το 2019. Στη δεύτερη και τρίτη θέση βρίσκονται η διάρκεια και το βάθος της οικονομικής ανάκαμψης (83%) και ο ρυθμός των αλλαγών που επιφέρει η ψηφιοποίηση της οικονομίας (68%).
Σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, στις πρώτες θέσεις βρίσκονται οι πιστωτικοί κίνδυνοι (98%) και οι κυβερνοαπειλές (80%), ενώ σχεδόν οι μισοί (49%) CROs θεωρούν τώρα την κλιματική αλλαγή ως κορυφαίο κίνδυνο που απαιτεί την επείγουσα απόλυτη προσοχή κατά τους επόμενους 12 μήνες, σε σχέση με μόλις 17% το 2019. Η άποψη ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια απειλή που αφορά μόνο τις ρυπογόνες βιομηχανίες ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Είναι ενδιαφέρον, ωστόσο, ότι το ποσοστό όσων αξιολογούν την κλιματικά αλλαγή ως βραχυπρόθεσμο κίνδυνο διαφοροποιείται σημαντικά ανά γεωγραφική περιοχή, φτάνοντας το 100% στην περιοχή Ασίας – Ειρηνικού, ενώ περιορίζεται στο 47% στην Ευρώπη και το 23% στη Βόρειο Αμερική.
Συγχρόνως, επτά από τους δέκα κυριότερους αναδυόμενους κινδύνους σύμφωνα με τους CROs σχετίζονται με την τεχνολογία και τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένου του ρυθμού και του εύρους της αλλαγής από την ψηφιοποίηση (68%), τη διαταραχής του κλάδου λόγω των νέων τεχνολογιών (68%) και των απαρχαιωμένων/παρωχημένων συστημάτων (62%).
Σύμφωνα με την έρευνα, τρεις είναι οι μεγάλες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουν οι διευθύνσεις διαχείρισης κινδύνου για να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις των επόμενων ετών:
Η πρώτη είναι η αναζήτηση του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού που θα διαθέτει τις απαραίτητες δεξιότητες για να διαχειριστεί τους νέους αναδυόμενους κινδύνους. Εννέα στις δέκα τράπεζες αντιλαμβάνονται την ανάγκη αναζήτησης νέων δεξιοτήτων, με κορυφαίες μεταξύ αυτών την κυβερνοασφάλεια (75%), τα δεδομένα (74%) και την κλιματική αλλαγή (57%). Με δεδομένο τον ανταγωνισμό από τις μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας, αλλά και τις startup επιχειρήσεις, η εξεύρεση των στελεχών αυτών δεν θα είναι απλή υπόθεση.
Η δεύτερη πρόκληση είναι η αξιοποίηση των δεδομένων, που αποτελούν σήμερα την κινητήρια δύναμη της οικονομίας. Σχεδόν το 50% των ερωτηθέντων ανάφεραν ότι, χρησιμοποιούν σήμερα νέες πηγές δεομένων και θα εξακολουθήσουν να το πράττουν στο μέλλον. Αυτό προϋποθέτει ασφαλή διαχείρισή, εξασφάλιση της ηθικής προέλευσής τους και σεβασμό της ιδιωτικότητας των προσωπικών δεδομένων. Οι καταναλωτές, μετά την πανδημία χρησιμοποιούν πολύ συχνότερα ψηφιακές υπηρεσίες και πλατφόρμες, συγχρόνως όμως, έγιναν πολύ πιο αυστηροί ως προς τη χρήση του ψηφιακού ίχνους που αφήνουν. Η πλειοψηφία των τραπεζικών στελεχών εκτιμούν ότι το ρυθμιστικό πλαίσιο, σε σχέση με τα δεδομένα, θα γίνει πιο αυστηρό το επόμενο διάστημα.
Η πανδημία, τέλος, οδήγησε σε μια εκθετική αύξηση της υιοθέτησης των νέων τεχνολογιών από την κοινωνία, τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές. Συγχρόνως, τα ψηφιακά εργαλεία διαχείρισης κινδύνων και συμμόρφωσης έχουν ωριμάσει, δημιουργώντας σημαντικές ευκαιρίες για ακριβέστερη πληροφόρηση αλλά και μείωση κόστους. Ο τρόπος που οι τράπεζες θα αξιοποιήσουν αυτές τις ευκαιρίες, πραγματοποιώντας τις απαραίτητες επενδύσεις θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό την μελλοντική ανθεκτικότητά τους.
Ο τραπεζικός τομέας απέδειξε στη διάρκεια της πανδημίας ότι μπορεί να προσαρμοστεί άμεσα στις νέες προκλήσεις σε ελάχιστο χρόνο. Η ανθεκτικότητά του στο μέλλον θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό αν θα μπορεί να επιβιώσει και στο μέλλον, αξιοποιώντας αποτελεσματικά τις νέες ευκαιρίες. Το ανθρώπινο δυναμικό, τα δεδομένα και η τεχνολογία θα βρεθούν στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας.
*Συνέταιρου και Επικεφαλής Χρηματοοικονομικού Τομέα της ΕΥ Κύπρου