Του δρος Μάριου Ρασπόπουλου*
Τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε με έκπληξη μια γελοία προσπάθεια στοχοποίησης των ασυρμάτων δικτύων 5G για την εξάπλωση της πανδημίας του κορvνοϊου. Κάθε υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος θα μπορούσε εύκολα να αντιληφθεί ότι τέτοιες προσπάθειες στερούνται επιστημονικής τεκμηρίωσης και κυρίως σοβαρότητας. Είναι μεν πολύ εύκολο για τους τρομολάγνους να σπείρουν τον τρόμο και τον πανικό στον κόσμο που δικαιολογημένα φοβάται το άγνωστο ή το διαφορετικό και είναι δε πολύ δύσκολο για την επιστημονική κοινότητα να πείσει για το αντίθετο.
Αναγνωρίζοντας όμως την δικαιολογημένη ανησυχία πολλών σε σχέση με τις πιθανές επιπτώσεις των δικτύων 5G στην υγεία, θα επιχειρήσουμε να βάλουμε τα πράγματα στην σωστή επιστημονική τους διάσταση καταρρίπτοντας κάποια επιχειρήματα που διατυπώνονται από διάφορους σε σχέση με την επιβλαβή επίδραση αυτών τα δικτύων αλλά και της ΗΜ ακτινοβολίας γενικότερα στην υγεία των ανθρώπων.
Η κινητή τηλεφωνία αποτελεί ίσως το σημαντικότερο κομμάτι των σύγχρονων τηλεπικοινωνιών. Εκτιμάται, ότι παγκόσμια, οι χρήστες κινητών τηλεφώνων φτάνουν σήμερα τα 9 δισεκατομμύρια μη συμπεριλαμβανομένων των χρηστών ασυρμάτων δικτύων Wi-Fi. Η χρήση κινητής τηλεφωνίας έχει αποδεδειγμένα άμεσα και έμμεσα συσχετιστεί με πολλά οφέλη στην κοινωνία, την οικονομία, την υγεία και την ποιότητα ζωής μας γενικότερα. Παρόλο που οι πρώτες 4 γενεές αφορούσαν κυρίως στην επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων, η πέμπτη γενεά έρχεται να φέρει μια τεχνολογική επανάσταση επεκτείνοντας την δυνατότητα αυτή στην επικοινωνία και το διαδίκτυο των πραγμάτων (Internet of Things). Σε αυτό το πλαίσιο, κάθε έξυπνη συσκευή αποκτά συνδεσιμότητα μέσω της οποίας μπορεί να επικοινωνεί τα δεδομένα που συλλέγει από το περιβάλλον της στο δίκτυο της ή στο Διαδίκτυο, η επεξεργασία των οποίων μπορεί να οδηγήσει σε έξυπνες αποφάσεις και ενέργειες προς όφελος του ανθρώπου. Κλασικά παραδείγματα είναι η επικοινωνία μεταξύ οχημάτων προς αποφυγή οδικών συγκρούσεων, οι τηλεϊατρικές εφαρμογές για την συνεχή παρακολούθηση της υγείας ευπαθών ομάδων και πολλά άλλα.
Εκτιμάται ότι η εισαγωγή της 5ης γενεάς θα εκτοξεύσει με το τέλος του 2020 τον αριθμό των συνδέσεων κινητής τηλεφωνίας παγκοσμίως στα 50 δισεκατομμύρια. Ένας τέτοιος αριθμός συνδέσεων δεν μπορεί να υποστηριχτεί από τα υφιστάμενα συστήματα 4ης γενεάς. Γι’ αυτό και οι τεχνολογικοί στόχοι της 5ης γενεάς αφορούν μεταξύ άλλων κυρίως στην αύξηση του όγκου δεδομένων κατά 1000 φορές, στην αύξηση του αριθμού των συνδέσεων κατά 100 φορές, στην αύξηση της ταχύτητας σύνδεσης και στην μείωση του χρόνου ανταπόκρισης. Για να είναι εφικτοί τέτοιοι στόχοι απαιτείται η εγκατάσταση περισσότερων σταθμών βάσης (κεραίες σε μεγαλύτερη γεωγραφική πυκνότητα). Εδώ βασίζονται οι περισσότερες ανησυχίες του κόσμου. Αυτό όμως που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι αυτοί οι σταθμοί βάσης θα έχουν μικρότερη γεωγραφική κάλυψη κάτι που σημαίνει ότι θα εκπέμπουν πολύ λιγότερη ισχύ σε σχέση με τους αντίστοιχους προηγούμενων τεχνολογιών αφού ο σκοπός τους είναι να εξυπηρετούν συνδέσεις στην κοντινή τους εμβέλεια. Βάσει αυτού, δύναται ο συντελεστής έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από συστήματα 5G να έχει χαμηλότερες τιμές και μια πιο ομοιόμορφη κατανομή σε σχέση με τα υφιστάμενα συστήματα. Στο επιχείρημα ότι η ένταξη των συστημάτων 5ης γενεάς θα αυξήσει το συνολικό συντελεστή από όλες τις συνεισφερόμενες πηγές (π.χ. τηλεόραση, 2G, 3G, 4G κτλ.), αυτό εν μέρει ισχύει, αλλά αναμένεται ότι σύντομα θα μειωθεί σημαντικά αφού το επιχειρησιακό πλάνο των τηλεπικοινωνιακών παροχών περιλαμβάνει την απόσυρση των παλαιότερων τεχνολογιών (π.χ. 2G και 3G) που αποδεδειγμένα βάσει μετρήσεων συνεισφέρουν περισσότερο στην συνολική έκθεση σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία αφού εκπέμπουν με μεγαλύτερη ισχύ.
Επίσης επικρατεί μια λανθασμένη εντύπωση ότι οι ραδιοσυχνότητες που θα χρησιμοποιούνται από το 5G θα είναι πιο επιβλαβείς. Αυτό είναι εντελώς λανθασμένο αφού οι συχνότητες που έχουν προταθεί για το 5G είναι παραπλήσιες σε αυτές των υφιστάμενων συστημάτων. Συγκεκριμένα έχουν προταθεί συχνότητες κοντά στους 1000 μεγακύκλους (MHz), συχνότητες κοντά στους 3.5 γιγακύκλους (3.5 GHz) και συχνότητες κοντά στους 26 γιγακύκλους (GHz). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα συστήματα 2ης γενεάς λειτουργούν στα 900 και 1800 MHz , τα συστήματα 3G στα 2.1 GHz, τα WiFi στα 2.4 και 5.2GHz και τα 4G παρέχουν διάφορες επιλογές στο φάσμα 1-4GHz. Ακόμα και για την επιλογή των 26GHz που προσφέρεται στα 5G αξίζει να σημειωθεί ότι αυτή είναι μια πιο καλή επιλογή σε σχέση με την ανθρώπινη έκθεση αφού όσο πιο μεγάλη είναι η συχνότητα τόσο πιο μεγάλη είναι η εξασθένιση του σήματος και τόσο πιο μικρή είναι η απορρόφηση από το ανθρώπινο σώμα. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθετεί πιο ψηλά όρια έκθεσης σε πιο ψηλές συχνότητες. Στην Ευρώπη επικρατεί η τάση να χρησιμοποιηθούν συχνότητες στα 3.5GHz για τα δίκτυα 5G.
Παρόλα αυτά, η συζήτηση θα πρέπει να μπαίνει σε μια πιο γενική βάση και να μην στοχοποιείται το 5G αφού όσο αφορά στο είδος της Ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεν διαφέρει από τα υφιστάμενα συστήματα και όσο αφορά στην ισχύ εκπομπής των κεραιών αυτή είναι σε χαμηλότερα επίπεδα. Η πιθανή επίδραση της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας γενικότερα στον άνθρωπο θα μπορούσε να ήταν συζητήσιμη, εντούτοις δεν υπάρχουν έγκυρες και τεκμηριωμένες μελέτες που να αποδεικνύουν πέραν κάθε αμφιβολίας ότι πράγματι προκαλεί επιβλαβείς επιπτώσεις στον άνθρωπο. Η πιθανή επίδραση της Ηλεκτρομαγνητικής Ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό έχει γίνει αντικείμενο μελέτης από πολλούς ερευνητές αλλά κυρίως από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Έρευνας για τον Καρκίνο (IARC) τα τελευταία 30 χρόνια και έχουν δημοσιευτεί δεκάδες χιλιάδες επιστημονικά άρθρα που δεν καταδεικνύουν κάτι επιλήψιμο.
Ο IARC συντονίζει και ερευνά τις πιθανές αιτίες καρκίνου μέσω παγκόσμιων επιδημιολογικών μελετών αλλά και μελέτης των πιθανών μηχανισμών καρκινογένεσης και αναπτύσσει στρατηγικές για έλεγχο του καρκίνου. Ως εκ τούτου ταξινομεί τους διάφορους κινδύνους σε 5 κατηγορίες: 1-Καρκινογενή, 2Α-Πιθανότατα Καρκινογενή, 2Β-Πιθανώς Καρκινογενή, 3-Μη ταξινομήσιμο σχετικά με καρκινογένεση και 4-Πιθανότατα μη καρκινονογενή. Βάσει αυτής της κατηγοριοποίησης η Ιοντίζουσα ακτινοβολία (π.χ. ραδιενέργεια) ταξινομείται στην κατηγορία 1 μαζί με το κάπνισμα, τον αμίαντο κ.α., ενώ τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ταξινομούνται στην κατηγορία 2Β μαζί με την βενζίνη, τον καφέ κ.α. Η κυριότερη αποδεδειγμένη επίδραση των ραδιοκυμάτων στον ανθρώπινο οργανισμό είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος λόγω της απορρόφησής της από αυτό. Βάσει αυτής της απορρόφησης, η Διεθνής Επιτροπή για την Προστασία από την Μη-Ιοντίζουσα Ακτινοβολία (ICNIRP) η οποία αναγνωρίζεται επισήμως από τον WHO και ο ρόλος της επικεντρώνεται στο να μελετά και να αποτιμά τα επιστημονικά αποτελέσματα από την βιβλιογραφία, εισηγείται όρια σε σχέση με την έκθεση σε μη-ιοντίζουσα ακτινοβολία. Η πιο πρόσφατη οδηγία της ICNIRP εκδόθηκε το 1998 και υιοθετήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Τυποποίησης (CENELEC) και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μέσω της Σύστασης 1999/519/ΕΚ. Η Κύπρος, όπως και οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης υιοθετεί ως εθνικά όρια έκθεσης τα επίπεδα αναφοράς που καθορίζονται στη Σύσταση της ΕΕ 1999/519/ΕΚ αλλά παρέχεται το δικαίωμα στο Υπουργείο Υγείας να αναθεωρεί τα όρια αυτά. Αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της λειτουργίας των σταθμών ραδιοεπικοινωνίας, συμπεριλαμβανομένου και του ελέγχου συμμόρφωσης με τα εθνικά όρια έκθεσης είναι το Τμήμα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΤΗΕ) του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων. Όλοι οι σταθμοί οι οποίοι εκπέμπουν αδειοδοτημένες από το ΤΗΕ συχνότητες, ελέγχονται προ της εγκατάστασης τους και έπειτα 2 φορές ετησίως ούτως ώστε να επιβεβαιωθεί ότι η συνεισφορά τους στο Συνολικό Συντελεστή Έκθεσης δεν υπερβαίνει τα αποδεκτά όρια. Οι εξαμηνιαίες μετρήσεις στον κάθε σταθμό εκτελούνται βάσει της Ευρωπαϊκής Σύστασης CEPT/ECC/REC/(02)04 μόνο από διαπιστευμένα με ISO17025 εργαστήρια και τα αποτελέσματα τους ελέγχονται και εγκρίνονται από το ΤΗΕ. Κανένας σταθμός στην Κύπρο δεν εγκαθίσταται αν προηγουμένως δεν διενεργηθεί μελέτη εκτίμησης της συνεισφοράς αυτού του σταθμού στην συνολική έκθεση στην περιοχή εγκατάστασης.
Υπάρχουν σήμερα γύρω στα 40 εμπορικά δίκτυα 5G στην Ευρώπη, ενώ εκτιμάται ότι μέχρι το 2025 θα καλύπτει το 65% παγκοσμίως. Στην Κύπρο δεν υπάρχει ακόμα εμπορική χρήση του 5G μιας και δεν έχει ακόμα αδειοδοτηθεί εμπορικά. Εντούτοις, υπάρχει όμως πιλοτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει μικρό αριθμό σταθμών σε συγκεκριμένες περιοχές. Αναμένεται ότι θα μπει σε εμπορική χρήση εντός του 2020.
*Ο Δρ Μάριος Ρασπόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής Ηλεκτρολογίας και Ηλεκτρονικής Μηχανικής, Πανεπιστημίου UCLan και Μέλος της Παράλληλης Βουλής για το Περιβάλλον την Οικολογία-Αειφορία και την Υγεία